ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΟΡΕΣΤΕΙΑ
ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2006
ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΟΡΕΣΤΕΙΑ
Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του παρουσιάζει την τέχνη του ποιητή ως επιστήμη και όχι ως εμπειρία. Ο Πλάτων και οι επικριτές της ποίησης υποστηρίζουν ότι ο ποιητής όσες φορές αναφέρει μερικές αλήθειες τις λέει χωρίς να τις συνειδητοποιεί, από κάποια θεία επίνοια. Επιστήμη όμως δεν νοείται παρά μόνο όπου ως αντικείμενό της έχει το καθόλου: Η μεν εμπειρία των καθ’ έκαστον εστι γνώσις η δε τέχνη των καθόλου, γράφει ο Αριστοτέλης στα Μετά τα Φυσικά. Η ποίηση λοιπόν, όπως κάθε τέχνη, έχει ως αντικείμενο της κάτι μόνιμο και καθολικό, όχι τα πρόσκαιρα και φθαρτά, ακολουθεί νόμους αντικειμενικούς, υπάγεται κάτω από ορισμένους λογικούς κανόνες επιδεκτικούς επιστημονικής συστηματοποίησης που μπορούν να συναχθούν κατά εσωτερική αναγκαιότητα από τον προσδιορισμό της φύσης και του έργου της, αλλά και από τη γνώση της φύσης και της μοίρας του ανθρώπου. Ο ποιητής δεν ενεργεί σύμφωνα με τις ανεξέλεγκτες εμπνεύσεις της στιγμής ούτε αφήνεται να παρασυρθεί από το χάος των εξωτερικών εντυπώσεων ή των εσωτερικών παρορμήσεων. Στο χάος αυτό εισάγει τάξη και λόγο, νόημα και νόμους αντικειμενικούς, δημιουργεί από το σωρό των ανθρωπίνων αισθημάτων, παθημάτων και πράξεων έναν κόσμο.
Η ποίηση ως τέχνη των καθόλου της ανθρώπινης μοίρας και πράξης προσεγγίζει έτσι τη φιλοσοφία που εξετάζει επίσης τα καθόλου. Είναι επομένως και η ποίηση κάτι φιλόσοφον, μια αναζήτηση της αλήθειας, κατά το δικό της τρόπο. Από τη φιλοσοφία διαφέρει ως προς το ότι εξετάζει όχι το απολύτως αληθές και το αναγκαίο, αλλά το εικός και το πιθανό. Όσο περισσότερο μετέχει του εικότος και του αναγκαίου η ποίηση, όσο περισσότερο δηλαδή επεξεργάζεται το καθόλου, τόσο φιλοσοφικότερη είναι.
Στη μελέτη μας αυτή έμφαση θα δώσουμε στα νοήματα αλλά και στη λογοτεχνική αξία του έργου. Είναι μεγάλο το κέρδος να μπορέσει ο σημερινός άνθρωπος να πλησιάσει τα νοήματα και τα υψηλά διδάγματα της τραγωδίας που ήταν παιδευτικό όργανο των αρχαίων Ελλήνων. «Διδασκαλία δράματος», «ηθοποιός» είναι οι ελάχιστοι όροι που μας θυμίζουν το φιλοσοφικό και παιδευτικό της τραγωδίας.
ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΟΡΕΣΤΕΙΑ
Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του παρουσιάζει την τέχνη του ποιητή ως επιστήμη και όχι ως εμπειρία. Ο Πλάτων και οι επικριτές της ποίησης υποστηρίζουν ότι ο ποιητής όσες φορές αναφέρει μερικές αλήθειες τις λέει χωρίς να τις συνειδητοποιεί, από κάποια θεία επίνοια. Επιστήμη όμως δεν νοείται παρά μόνο όπου ως αντικείμενό της έχει το καθόλου: Η μεν εμπειρία των καθ’ έκαστον εστι γνώσις η δε τέχνη των καθόλου, γράφει ο Αριστοτέλης στα Μετά τα Φυσικά. Η ποίηση λοιπόν, όπως κάθε τέχνη, έχει ως αντικείμενο της κάτι μόνιμο και καθολικό, όχι τα πρόσκαιρα και φθαρτά, ακολουθεί νόμους αντικειμενικούς, υπάγεται κάτω από ορισμένους λογικούς κανόνες επιδεκτικούς επιστημονικής συστηματοποίησης που μπορούν να συναχθούν κατά εσωτερική αναγκαιότητα από τον προσδιορισμό της φύσης και του έργου της, αλλά και από τη γνώση της φύσης και της μοίρας του ανθρώπου. Ο ποιητής δεν ενεργεί σύμφωνα με τις ανεξέλεγκτες εμπνεύσεις της στιγμής ούτε αφήνεται να παρασυρθεί από το χάος των εξωτερικών εντυπώσεων ή των εσωτερικών παρορμήσεων. Στο χάος αυτό εισάγει τάξη και λόγο, νόημα και νόμους αντικειμενικούς, δημιουργεί από το σωρό των ανθρωπίνων αισθημάτων, παθημάτων και πράξεων έναν κόσμο.
Η ποίηση ως τέχνη των καθόλου της ανθρώπινης μοίρας και πράξης προσεγγίζει έτσι τη φιλοσοφία που εξετάζει επίσης τα καθόλου. Είναι επομένως και η ποίηση κάτι φιλόσοφον, μια αναζήτηση της αλήθειας, κατά το δικό της τρόπο. Από τη φιλοσοφία διαφέρει ως προς το ότι εξετάζει όχι το απολύτως αληθές και το αναγκαίο, αλλά το εικός και το πιθανό. Όσο περισσότερο μετέχει του εικότος και του αναγκαίου η ποίηση, όσο περισσότερο δηλαδή επεξεργάζεται το καθόλου, τόσο φιλοσοφικότερη είναι.
Στη μελέτη μας αυτή έμφαση θα δώσουμε στα νοήματα αλλά και στη λογοτεχνική αξία του έργου. Είναι μεγάλο το κέρδος να μπορέσει ο σημερινός άνθρωπος να πλησιάσει τα νοήματα και τα υψηλά διδάγματα της τραγωδίας που ήταν παιδευτικό όργανο των αρχαίων Ελλήνων. «Διδασκαλία δράματος», «ηθοποιός» είναι οι ελάχιστοι όροι που μας θυμίζουν το φιλοσοφικό και παιδευτικό της τραγωδίας.
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Ο Αισχύλος είναι ο πρώτος των μεγάλων τραγικών ποιητών. Πριν από αυτόν υπάρχει βέβαια ποίηση που επιδρά, όπως είναι φυσικό, στην πνευματική του κατάρτιση και ολοκλήρωση αλλά έχει ο ποιητής και το χάρισμα της σύνθεσης μεγάλων ενοτήτων και της σύλληψης πρωτότυπων ιδεών.
Ο Αισχύλος γεννήθηκε γύρω στο 525 π.Χ. στην Ελευσίνα κι έζησε ανάμεσα στους Περσικούς πολέμους και στον Πελοποννησιακό. Πολέμησε στο Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα, κάτι που διασώζει ο ίδιος στο επιτύμβιο επίγραμμά του. Η γνωριμία του με τον Πίνδαρο φαίνεται να επέδρασε στο υψηλό του ύφος. Ταξίδεψε στη Σικελία προσκαλεσμένος από τον Ιέρωνα και πέθανε στη Γέλα το 456.
Ο Αισχύλος εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τραγικός ποιητής το 499 ενώ την πρώτη του νίκη επιτυγχάνει το 484 π.Χ. Ένα σύνολο εβδομήντα εννέα τίτλων έργων του έχει φτάσει ως εμάς, ενώ σώζονται επτά τραγωδίες της ώριμης και γεροντικής ηλικίας του, δηλαδή οι Πέρσες· αναφέρεται στην καταστροφή των Περσών στη Σαλαμίνα, Επτά επί Θήβας· από την ιστορία του Θηβαϊκού οίκου των Λαβδακιδών, Ικέτιδες· οι πενήντα κόρες του Δαναού, που καταφεύγουν στο Άργος και ζητούν προστασία από το βασιλιά Πελασγό, για να αποφύγουν το γάμο τους με τα εξαδέλφια τους, η τριλογία Ορέστεια, Αγαμέμνων· επιστροφή του Αγαμέμνονα από την Τροία και φόνος του από την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο, Χοηφόροι· επιστροφή του Ορέστη και φόνος του Αιγίσθου και της Κλυταιμήστρας, Ευμενίδες· οι Ερινύες καταδιώκουν τον Ορέστη, που καταφεύγει στους Δελφούς. Με εντολή του Απόλλωνα πηγαίνει στην Αθήνα όπου σε δίκη του στον Άρειο Πάγο αθωώνεται με την ψήφο της Αθηνάς, ενώ οι Ερινύες μετατρέπονται σε Ευμενίδες. Προμηθεύς Δεσμώτης· ο Προμηθεύς από αγάπη στον άνθρωπο του προσφέρει τη φωτιά και τον σώζει από την καταστροφή, έρχεται αντιμέτωπος με το Δία και δένεται στο βράχο του Καυκάσου.
Ο Αισχύλος δίκαια ονομάστηκε δημιουργός της τραγωδίας, αφού εισήγαγε το δεύτερο ηθοποιό και στο τέλος της ζωής του και τρίτο, μείωσε το μέρος του Χορού και έδωσε νοηματική και λογική συνοχή στις τριλογίες. Το ύφος του υψηλό και μεγαλοπρεπές. Οι ιδέες του υψηλές, βασικότερη των οποίων είναι η έννοια της δικαιοσύνης, που βίωσε βαθύτατα μετά τη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών. Βασικό του θέμα είναι η σχέση θεών και ανθρώπων, ποια είναι τα όρια του ανθρώπου, πόσο ελεύθερος είναι, τι παθαίνει αν υπερβεί τα όριά του. Η ύβρις και η πληρωμή για την ύβρι· ο θείος νόμος ορίζει να τιμωρείται η ύβρις και ο υβριστής. Το πάθος μάθος· ο Δίας όρισε ο άνθρωπος να μαθαίνει μέσα από τα παθήματά του.
Ο Αισχύλος είναι ο πρώτος των μεγάλων τραγικών ποιητών. Πριν από αυτόν υπάρχει βέβαια ποίηση που επιδρά, όπως είναι φυσικό, στην πνευματική του κατάρτιση και ολοκλήρωση αλλά έχει ο ποιητής και το χάρισμα της σύνθεσης μεγάλων ενοτήτων και της σύλληψης πρωτότυπων ιδεών.
Ο Αισχύλος γεννήθηκε γύρω στο 525 π.Χ. στην Ελευσίνα κι έζησε ανάμεσα στους Περσικούς πολέμους και στον Πελοποννησιακό. Πολέμησε στο Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα, κάτι που διασώζει ο ίδιος στο επιτύμβιο επίγραμμά του. Η γνωριμία του με τον Πίνδαρο φαίνεται να επέδρασε στο υψηλό του ύφος. Ταξίδεψε στη Σικελία προσκαλεσμένος από τον Ιέρωνα και πέθανε στη Γέλα το 456.
Ο Αισχύλος εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τραγικός ποιητής το 499 ενώ την πρώτη του νίκη επιτυγχάνει το 484 π.Χ. Ένα σύνολο εβδομήντα εννέα τίτλων έργων του έχει φτάσει ως εμάς, ενώ σώζονται επτά τραγωδίες της ώριμης και γεροντικής ηλικίας του, δηλαδή οι Πέρσες· αναφέρεται στην καταστροφή των Περσών στη Σαλαμίνα, Επτά επί Θήβας· από την ιστορία του Θηβαϊκού οίκου των Λαβδακιδών, Ικέτιδες· οι πενήντα κόρες του Δαναού, που καταφεύγουν στο Άργος και ζητούν προστασία από το βασιλιά Πελασγό, για να αποφύγουν το γάμο τους με τα εξαδέλφια τους, η τριλογία Ορέστεια, Αγαμέμνων· επιστροφή του Αγαμέμνονα από την Τροία και φόνος του από την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο, Χοηφόροι· επιστροφή του Ορέστη και φόνος του Αιγίσθου και της Κλυταιμήστρας, Ευμενίδες· οι Ερινύες καταδιώκουν τον Ορέστη, που καταφεύγει στους Δελφούς. Με εντολή του Απόλλωνα πηγαίνει στην Αθήνα όπου σε δίκη του στον Άρειο Πάγο αθωώνεται με την ψήφο της Αθηνάς, ενώ οι Ερινύες μετατρέπονται σε Ευμενίδες. Προμηθεύς Δεσμώτης· ο Προμηθεύς από αγάπη στον άνθρωπο του προσφέρει τη φωτιά και τον σώζει από την καταστροφή, έρχεται αντιμέτωπος με το Δία και δένεται στο βράχο του Καυκάσου.
Ο Αισχύλος δίκαια ονομάστηκε δημιουργός της τραγωδίας, αφού εισήγαγε το δεύτερο ηθοποιό και στο τέλος της ζωής του και τρίτο, μείωσε το μέρος του Χορού και έδωσε νοηματική και λογική συνοχή στις τριλογίες. Το ύφος του υψηλό και μεγαλοπρεπές. Οι ιδέες του υψηλές, βασικότερη των οποίων είναι η έννοια της δικαιοσύνης, που βίωσε βαθύτατα μετά τη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών. Βασικό του θέμα είναι η σχέση θεών και ανθρώπων, ποια είναι τα όρια του ανθρώπου, πόσο ελεύθερος είναι, τι παθαίνει αν υπερβεί τα όριά του. Η ύβρις και η πληρωμή για την ύβρι· ο θείος νόμος ορίζει να τιμωρείται η ύβρις και ο υβριστής. Το πάθος μάθος· ο Δίας όρισε ο άνθρωπος να μαθαίνει μέσα από τα παθήματά του.
ΟΡΕΣΤΕΙΑ
Η «Ορέστεια» πιστεύεται ότι είναι ένα από τα κορυφαία έργα του κλασικού θεάτρου. Με την Ορέστεια βυθιζόμαστε στα αρχαιότερα υπόβαθρα του δράματος και παρακολουθούμε εξελίξεις στη δραματική τέχνη αλλά και τη σύλληψη παγκόσμιων πνευματικών μηνυμάτων των θεμελίων του πολιτισμού μας. Η ιστορία των Ατρειδών ήταν θέμα πολύ αγαπητό στην ποίηση. Υπέστη όμως, όπως είναι φυσικό, πολλές μεταμορφώσεις. Το κίνητρο του φόνου στον Όμηρο είναι η φιλαρχία, η ζηλοτυπία και η μοιχεία. Ο φόνος είναι κυρίως έργο του Αιγίσθου, που φονεύεται γι’ αυτό από τον Ορέστη, ο οποίος εκπληρώνει έτσι το καθήκον του εκδικούμενος το φόνο του πατέρα του. Για τη θυσία της Ιφιγένειας, τη μητροκτονία και τις Ερινύες δε γίνεται καθόλου λόγος στον Όμηρο· ο Πυλάδης και η Κασσάνδρα είναι επίσης άγνωστοι σ’ αυτόν.
Το μοτίβο της αμαρτίας και της τιμωρίας της φαίνεται να διαμορφώθηκε στη μελική ποίηση και ιδιαίτερα σε έργα του Στησίχορου, του οποίου η Ορέστεια φαίνεται να επέδρασε στον Αισχύλο. Και στο Στησίχορο και στον Αισχύλο κύρια αιτία του φόνου του Αγαμέμνονα φαίνεται να είναι η εκδίκηση της Κλυταιμήστρας για τη θυσία της Ιφιγένειας.
Στον Πίνδαρο παρουσιάζεται για πρώτη μάλλον φορά η Κλυταιμήστρα να φονεύει με τα ίδια της τα χέρια τον Αγαμέμνονα. Διαμορφωμένος έτσι ο μύθος δίνει τα στοιχεία της τραγωδίας στον Αισχύλο.
Αν ο Αίγισθος φόνευε τον Αγαμέμνονα και ο Ορέστης τον Αίγισθο, αυτό δε θα αποτελούσε θέμα τραγωδίας. Όπως σημειώνει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, «Ανάγκη δη ή φίλων είναι προς αλλήλους τας τοιαύτας πράξεις ή εχθρών ή μηδετέρων. Αν μεν ουν εχθρός εχθρόν, ουδέν ελεεινόν, ούτε ποιών ούτε μέλλων, πλην κατ’ αυτό το πάθος· ουδ’ αν μηδετέρως έχοντες. Όταν δ’ εν ταις φιλίαις εγγένηται τα πάθη, οίον ή αδελφός αδελφόν ή υιός πατέρα ή μήτηρ υιόν ή υιός μητέρα αποκτείνη ή μέλλη ή τι άλλο τοιούτον δρα, τούτο ζητητέον.» (Οι πράξεις αυτές είναι κατ’ ανάγκη πράξεις ή φίλων η εχθρών ή αδιάφορων μεταξύ τους. Αν μεν εχθρός πράττει εναντίον εχθρού, δεν προκαλεί κανένα οίκτο. Αν όμως συμβαίνουν τα πάθη μεταξύ συγγενών, αδελφός αδελφό, γιος πατέρα, μάνα γιο ή γιος μάνα σκοτώνει ή πρόκειται να σκοτώσει, αυτά πρέπει να ζητά ο ποιητής.)
Στην Ορέστεια έχουμε ακριβώς τα αναγκαία για την ύπαρξη του ελεεινού, του στοιχείου του ελέους, του οίκτου και του φόβου. Πατέρας θυσιάζει την κόρη του, γυναίκα σκοτώνει τον άντρα της, γιος σκοτώνει τη μητέρα, αλλά και πριν από αυτά, για να αναφερθούμε στους προγόνους της οικογένειας, αδελφός, ο Θυέστης, παίρνει τη γυναίκα του αδελφού του, του Ατρέα, κι ο Ατρέας, για να εκδικηθεί, σκοτώνει τα παιδιά του αδελφού του και του τα δίνει να τα φάει, για να έρθει στο τέλος ο γιος, ο Αίγισθος, μαζί με την Κλυταιμήστρα, να εκδικηθεί σκοτώνοντας τον εξάδελφό του Αγαμέμνονα .
Απ’ ό,τι όμως ακόμα σημειώνεται, για να εξαρθεί το δράμα, χρειάζεται και τους ανάλογους χαρακτήρες. Αν η αιτία του φόνου ήταν η μοιχεία της Κλυταιμήστρας, τότε ο χαρακτήρας της θα ήταν τιποτένιος και ασήμαντος, ακατάλληλος για την τραγωδία, ενώ η θυσία της Ιφιγένειας δίνει της δίνει μια λογική αιτία εκδίκησης και την υψώνει σε μεγαλείο. Εδώ δεν πρόκειται για τη γυναίκα που σκοτώνει τον άνδρα της για να μείνει με τον εραστή της, αλλά για τη μάνα, που βαθιά χτυπημένη δεν ξεχνά και δεν αφήνει ατιμώρητο το θάνατο του παιδιού της.
Στο έργο του αυτό ο Αισχύλος φωτίζει τη συμπεριφορά του θείου απέναντι στον άνθρωπο, εκφράζει τη θέση του στο ζήτημα της ελευθερίας του ανθρώπου και εμβαθύνει παρακολουθώντας την εξέλιξη της εφαρμογής της δικαιοσύνης. Βρισκόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία το δίκαιο και η θρησκεία είναι αλληλένδετα και η δικαιοσύνη απορρέει και επιβάλλεται από το θείο, είτε αυτοί είναι οι νεκροί ή οι χθόνιες θεότητες ή οι Ερινύες ή η Μοίρα ή ο Ζευς, για να οδηγηθούμε στη θεσμοθετημένη ανθρώπινη δικαιοσύνη με το ανθρώπινο δικαστήριο, που και πάλι θα εξαρτάται από το θεό.
Στις Ευμενίδες φαίνεται να εισάγει στοιχεία καθαρά Αθηναϊκά, αφού στην Αθήνα λατρεύονταν στη βορειοανατολική πλαγιά του λόφου του Αρείου Πάγου οι Σεμνές, που πολλοί τις ταυτίζουν με τις Ευμενίδες. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η μεταμόρφωση των άγριων Ερινύων σε Ευμενίδες είναι εξολοκλήρου αισχύλεια σύλληψη.
Στην τριλογία Ορέστεια παρακολουθούμε την εφαρμογή της θεϊκής δικαιοσύνης, που εποπτεύεται από το Δία. Τα πρόσωπα του δράματος αποτυπώνουν με τα πάθη τους τα στάδια αυτής της διαδικασίας, διαγράφοντας ταυτόχρονα την οδυνηρή πορεία προς την τελική γνώση.
Στον «Αγαμέμνονα», το πρώτο δράμα, κλείνει ένας κύκλος παθών, που έχουν την αρχή τους πολύ παλαιότερα, στα ανομήματα της προηγούμενης γενεάς. Ο Αγαμέμνων είναι κληρονόμος και κληροδότης. Μέσα του γονιμοποιείται μια προγονική κατάρα που γεννά νέες συμφορές: ο ίδιος σφάζει τη θυγατέρα του, την Ιφιγένεια, δίνοντας στην Kλυταιμήστρα ένα όπλο για συνέχιση του κακού. Πραγματοποιεί έναν ανώφελο πόλεμο, τον Τρωικό, που ανατρέπει τους ιερούς νόμους και στρέφει εναντίον του το μάτι της θεϊκής δικαιοσύνης.
Στην «Ορέστεια» έχουμε έναν ηρωικό κόσμο, που έχει τις καταβολές του στον κόσμο του έπους, αλλά είναι πολύ πιο σύνθετος και περίπλοκος από εκείνον, και οδηγεί σε βαθύτερο προβληματισμό. Αυτός ο κόσμος είναι τοποθετημένος στο χώρο του μύθου. Ανήκει, δηλαδή, και για τον ποιητή και για το θεατή, σε ένα απώτερο ιστορικό παρελθόν. Οι μορφές που κινούνται μέσα εκεί είναι καθολικές και αδρές, όχι ειδικές ή εξατομικευμένες περιπτώσεις. Διατηρούν όλο το μεγαλείο τους.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Όπως αναφέρεται στην Αγαμέμνονος υπόθεσιν:
«Αγαμέμνων εις Ίλιον απιών τη Κλυταιμήστρα, ει πορθήσοι το Ίλιον, της αυτής ημέρας σημαίνειν έφη διά πυρσού. Όθεν σκοπόν εκάθισεν επί μισθώ (η) Κλυταιμήστρα ίνα τηροίη τον πυρσόν. Και ο μεν ιδών απήγγειλεν, αυτή δε των πρεσβυτών όχλον μεταπέμπεται περί του πυρσού ερούσα, εξ ων και ο χορός συνίσταται. Οίτινες ακούσαντες παιανίζουσιν. Μετ’ ου πολύ δε και Ταλθύβιος παραγίνεται και τα κατά τον πλουν διηγείται. Αγαμέμνων δ’ επί απήνης έρχεται, είπετο δ’ αυτώ ετέρα απήνη ένθα ην τα λάφυρα και η Κασσάνδρα. Αυτός μεν ουν προεισέρχεται εις τον οίκον συν τη Κλυταιμήστρα, Κασσάνδρα δε προμαντεύεται πριν εις τα βασίλεια εισελθείν τον εαυτής και του Αγαμέμνονος θάνατον και την εξ Ορέστου μητροκτονίαν. Και εισπηδά ως θανουμένη ρίψασα τα στέμματα. Τούτο δε το μέρος του δράματος θαυμάζεται ως έκπληξιν έχον και οίκτον ικανόν. Ιδίως δε Αισχύλος τον Αγαμέμνονα επί σκηνής αναιρείσθα ποιεί, τον δε Κασσάνδρας σιωπήσας θάνατον νεκράν αυτήν υπέδειξεν, πεποίηκέν τε Αίγισθον και Κλυταιμήστραν εκάτερον διισχυριζόμενον περί της αναιρέσεως ενί κεφαλαίω, την με τη αναιρέσει Ιφιγενείας, τον δε ταις του πατρός εξ Ατρέως συμφοραίς.»
Ο Αγαμέμνων είναι το πρώτο έργο της τριλογίας και το πιο μεγάλο σε έκταση, αφού αποτελεί και το θεμέλιο ολόκληρου του οικοδομήματος της Ορέστειας. Σ’ αυτόν περιέχεται σπερματικά ολόκληρη η τριλογία.
δράση του Αγαμέμνονα αρχίζει νύχτα. Ο Αισχύλος μέσα από τη νύχτα μαιεύει το δημιούργημά του και μαζί μ’ αυτό φέρνει από το σκότος στο φως τα παρελθόντα, φορτωμένα με τόσες αμαρτίες. Η σκηνή παρουσιάζει το παλάτι των Ατρειδών. Στη στέγη του ξαγρυπνά φύλακας, διαταγμένος από την ανδρόβουλη κι ελπίζουσα Κλυταιμήστρα (τι ελπίζει, τον ερχομό, την εκδίκηση;) να προσέχει το φωτεινό σήμα που θα αναγγείλει την πτώση της Τροίας. Ο φύλακας από τη μια τραγουδά καμιά φορά για να μείνει ξύπνιος, από την άλλη όμως ένας φόβος για τη συμφορά του παλατιού τον διαπερνά, γιατί τούτο δεν κυβερνιέται τώρα όπως πριν. Βλέπει ξαφνικά το φως του πυρσού που φθάνει από μακριά, για ν’ αναγγείλει την κατάληψη της Τροίας. Μεγάλη η χαρά του. όμως δε θέλει να πει άλλα. Ένα μεγάλο βόδι πατά στη γλώσσα του και δεν τον αφήνει να πει τι γίνεται στο παλάτι. Ένα αίσθημα αγωνίας διατρέχει από την αρχή ως το τέλος ολόκληρο το έργο, είτε υπόγεια είτε φανερά.
Ο Χορός που αποτελείται από δώδεκα γέροντες Αργίτες, ένα είδος συμβουλευτικού σώματος για την Κλυταιμήστρα, έρχεται στην ορχήστρα. Ανατρέχει στα περασμένα. Γυρίζει δέκα χρόνια πριν, όταν ο Αγαμέμνων κι ο Μενέλαος (από Διός βασιλείς) ξεκίνησαν με στόλο κράζοντας τον Άρη, όπως οι γυπαετοί που κλωθογυρίζουν γύρω από τη φωλιά τους βλέποντας τα πουλιά τους να λείπουν· τους ακούει κάποιος θεός και στέλλει την Ερινύν να τιμωρήσει τους άρπαγες. Έτσι και τα παιδιά του Ατρέα τα στέλλει ο Ξένιος Δίας να τιμωρήσουν σαν Ερινύες τον Πάρη, που έκλεψε την πολύανδρη Ελένη. Προς το παρόν ο Χορός δεν ξέρει τίποτε, όμως είναι βέβαιος πως το πεπρωμένο θα πραγματοποιηθεί.
Μας ενδιαφέρει ότι οι βασιλιάδες είναι διοτρεφείς, ότι στέλλονται σαν Ερινύες, για να τιμωρήσουν έναν ασεβή πoυ καταπάτησε το δίκαιο της φιλοξενίας. Η βεβαιότητα του Χορού: θα γίνουν όπως είναι το πεπρωμένο. Το σχέδιο υπάρχει και θα εκτελεστεί. Γιατί όμως η βασίλισσα θυσιάζει τώρα στους θεούς; Τότε που ξεκινούσαν για την Τροία οι δυο βασιλιάδες φάνηκαν δυο αετοί, ένας μαύρος κι ένας άσπρος να κατασπαράζουν μια λαγίνα ετοιμόγεννη. Πένθιμα τραγουδά ο Χορός. Μα το καλό ας νικά, επιλέγει. Ο μάντις Κάλχας μαντεύει ότι θα καταληφθεί η Τροία από τους δυο βασιλιάδες – αετούς που στέλνει ο Δίας, όμως η κόρη του Άρτεμις οργίζεται γιατί οι αετοί κατασπάραξαν την ετοιμόγεννη λαγίνα. Γι’ αυτό κι ο μάντις παρακαλεί τον Απόλλωνα να βοηθήσει τους Αχαιούς να ξεκινήσουν τα καράβια τους, μήπως κι η θεά αδελφή του ζητήσει άλλη θυσία απ’ αυτήν της λαγίνας, θυσία που θα προκαλέσει στην οικογένεια δεινά.
Μ’ αυτά τα ποιητικά και θολά ο Χορός ανιστορεί τα της θυσίας της Ιφιγένειας. Μέσα από τα λυρικά μέτρα της παρόδου υψώνεται ύμνος προς το Δία, που ενσαρκώνει την έννομη τάξη και τη δικαιοσύνη. Ζευς όστις ποτ’ εστιν, ει τόδ’ αυτώ φίλον κεκλημένω, τούτο νιν προσεννέπω. Ο Δίας, όποιος κι αν είναι, αν μ’ αυτό το όνομα αρέσει να τον λένε, μ’ αυτό κι εγώ τον ονομάζω. Αυτός ο θεός όρισε το πάθει μάθος, να μαθαίνει ο άνθρωπος μέσα από τα παθήματά του και την τιμωρία του εξαιτίας της αμαρτίας. Τον φρονείν βροτούς οδώσαντα, τον πάθει μάθος θέντα κυρίως έχειν. (Το μάθος είναι η μάθηση που προέρχεται από τη συναίσθηση της ενοχής, ενώ το πάθος είναι τα παθήματα που υποφέρει ο άνθρωπος εξαιτίας της απερισκεψίας του.) Στάζει δ’ εν γ’ ύπνω προ καρδίας μνησιπήμων πόνος. Η συναίσθηση της αδικίας ταράσσει τον ύπνο του ανθρώπου και μαζεύει στην καρδιά του πόνο από την ανάμνηση της κακής πράξης. ΄Ετσι η Κλυταιμήστρα κατά τη διάρκεια αυτών των δέκα χρόνων έχει πολύν πόνο συνάξει στην καρδιά· οι νύχτες της περνούν δύσκολα με την ανάμνηση της θυσίας της κόρης της. Έμμεσα εδώ προϊδεαζόμαστε για την τιμωρία του Αγαμέμνονα λόγω της ένοχης πράξης του να θυσιάσει το παιδί του.
Κι ο χορός συνεχίζει. Ο Αγαμέμνων βρίσκεται στο φοβερό δίλημμα να θυσιάσει το παιδί του ή να ακυρώσει την εκστρατεία. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει τη θυσία και τη δόξα ή τη διάλυση του στρατού και το παιδί του. Η φιλοδοξία του τον παρασύρει και αποφασίζει να θυσιάσει το παιδί του, για να γίνει η εκστρατεία. Στη γυναίκα του όμως με την πράξη του αυτή ανάβει φλόγα που δε σβήνει.
Ο Χορός με μια τρομαχτική περιγραφή της θυσίας προκαλεί την οργή των θεατών προετοιμάζοντας ταυτόχρονα και την τιμωρία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμήστρα. (Ο Αισχύλος στις δόξες του.) Η θυσία ενός αθώου κοριτσιού, που το χτυπούν σαν ζώο και το εμποδίζουν ν’ ανοίξει το στόμα μην ακουστεί καμιά κατάρα, οι θύμισες ευτυχισμένων στιγμών, όταν η κόρη τραγουδούσε στο παλάτι για τον πατέρα της προκαλούν τον έλεο και τον φόβο, (όλοι άνθρωποι είμαστε, στον καθένα μπορούν να συμβούν αυτά ή παρόμοια) υψώνουν τη στάθμη της γενικότερης συγκίνησης και τραγικότητας, μια αθώα κόρη πάσχει, ανώτερες δυνάμεις αποφασίζουν για τη ζωή και το θάνατό της.
Η Κλυταιμήστρα που είναι ήδη στη σκηνή και θυσιάζει αναγγέλλει στο Χορό το χαρμόσυνο γεγονός της άλωσης και περιγράφει το δρόμο των φρυκτωριών, του ταχυδρομικού πυρός, από βουνοκορφή σε βουνοκορφή, ενώ με τη φαντασία της βλέπει όλα όσα συνέβησαν την ώρα της άλωσης στην Τροία. Εκφράζει τους φόβους της για τη συμπεριφορά των Αργιτών που θόλωσαν από το αίσθημα της νίκης και φοβάται πιθανή ασέβειά τους εναντίον των θεών και των ναών τους.
Ο Χορός ψέλνει ύστερα απ’ αυτά το πρώτο στάσιμο. Ο Δίας κι η Νύχτα έπλεξαν πάνω από την Τροία ένα δίχτυ (σε λίγο η Κλυταιμήστρα θα ρίξει δίχτυ στον Αγαμέμνονα και θα τον σκοτώσει) και τιμώρησε τον Πάρη, που πρόσβαλε το δίκαιο της φιλοξενίας κι έκλεψε την ξένη γυναίκα. Για χρόνια τον είχε στο σημάδι και τώρα τον τιμωρεί μέσω των ανθρώπων που νίκησαν την Τροία. Ο Δίας αργά γρήγορα τιμωρεί, ιδίως τους ανόσιους και άπληστους. Ένας τέτοιος δεν ήταν μόνο ο Πάρης, ήταν κι ο Αγαμέμνων. (Ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστιν, λέγει η εντολή στο Μωυσή). Η αυτάρκεια φέρει ευτυχία. Η εναντίωση στη Δίκη τιμωρείται. Αλλά κι η Ελένη μεταβαίνοντας στην Τροία μετέφερε μαζί της τη συμφορά. Ταυτόχρονα όμως αναφέρεται και στους νικητές, Αγαμέμνονα και Μενέλαο, που τόσους ανθρώπους οδήγησαν στη σφαγή για χάρη μιας γυναίκας, της Ελένης. Ο χρυσαμοιβός Άρης παίρνει ανθρώπινα κορμιά και τα ανταλλάσσει με ένα λέβητα γεμάτο με τη στάχτη του νεκρού πολεμιστή. Πλήρωσε ο Πάρης, αλλά κι η κατάρα βαραίνει τον Αγαμέμνονα, που ανέλαβε μια τέτοια εκστρατεία καταστροφική και για Τρώες και για Αχαιούς, αθώους πολίτες στρατιώτες. Την υπερβολή ο Δίας την τιμωρεί. Οι γέροντες προτιμούν την ειρήνη και την ελευθερία. Ούτε κατακτητές ούτε κατακτημένοι. (Ένα χορικό χρυσωρυχείο για το Γιώργο Σεφέρη και για κάθε λάτρη της ελληνικής ποίησης.)
Τα πάντα είναι γεμάτα κακά προαισθήματα. Μέσα στο κλίμα του φόβου και της ανησυχίας η άφιξη του κήρυκα είναι μια όαση. Είναι ένας άνθρωπος ξέγνοιαστος, που δε συμμετέχει καθόλου στα βάσανα των αρχηγών. Ο κήρυκας γεμάτος χαρά αναγγέλλει την άφιξη του βασιλιά Αγαμέμνονα, που τιμώρησε την Τροία εξ ονόματος του Δία. Η οικογένεια του Πρίαμου πλήρωσε διπλά για τα άνομα του Πάρη. Χαίρεται με όλη την καρδιά του για το γυρισμό του και θυμάται τα περασμένα πια βάσανα της πολύχρονης πολιορκίας.
Η Κλυταιμήστρα καλωσορίζει τον κήρυκα λέγοντας πως στάθηκε σκύλα του σπιτιού, (διπλή η σημασία) και τώρα περιμένει να υποδεχτεί όπως πρέπει (τα υπονοούμενα) το νικητή Αγαμέμνονα.
Ο χορός ζητά να μάθει για την τύχη του Μενέλαου κι ο κήρυκας, ενώ ήρθε χαρούμενος να αναγγείλει τη νίκη, αναγκάζεται να περιγράψει και την καταστροφή των νικητών στη θάλασσα από τρικυμία, λόγω της ανευλάβειάς τους τη νύχτα της άλωσης..
Η τρικυμία που περιγράφει στη συνέχεια ότι έπληξε τον Αχαϊκό στόλο στην επιστροφή του φαίνεται σαν αναγκαία τιμωρία των θεών, των πολιούχων της Τροίας που ατιμάστηκαν από τους κατακτητές. «Επεί δε ανήλθεν λαμπρόν ηλίου φάος, ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς».
Το δεύτερο στάσιμο ξαναφέρνει τη σκέψη στην Ελένη, που θεωρείται η αιτία όλων των κακών όσα υπέστησαν Αχαιοί και Τρώες. Η Ελένη χαρακτηρίζεται ως η καταστροφέας των πόλεων και των ανδρών. Τονίζεται η αδικία κι η ασέβεια του Πάρη και όλων των Τρώων, που δέχθηκαν την Ελένη και τραγουδούσαν γαμήλια τραγούδια αδιαφορώντας για το δίκαιο. Δεν είναι λοιπόν η μεγάλη ευτυχία των θνητών, που φέρνει το φθόνο των θεών και την καταστροφή, αλλά η αμαρτία και η παράβαση του δικαίου. Η παλαιά ύβρις γεννά νέαν ύβριν, που αργά γρήγορα τιμωρείται. Υψώνεται νέος ύμνος για τη δικαιοσύνη και τους δίκαιους ανθρώπους. Η Δίκη κατοικεί στο σπίτι του φτωχού, ενώ τα άδικα και φανταχτερά παλάτια εγκαταλείπει. Το κάθε τι οδηγεί στο τέρμα.
Το τραγούδι του Χορού αντηχεί ακόμα, όταν στη σκηνή μπαίνει ο νικητής Αγαμέμνων. Ο Χορός δηλώνει πως όταν ξεκινούσε για την Τροία δεν τον θεωρούσε και πολύ σοφό, να παίρνει τόσον κόσμο στον πόλεμο για θάνατο. Τώρα όμως τον καλωσορίζει, κι ως είναι καλός προβατογνώμων, μπορεί να ξεχωρίσει από τα πρόβατά του ποιος τον τιμά αληθινά και ποιος όχι.
Ο Αγαμέμνων χαιρετίζει τη χώρα και τους θεούς, συνεργούς του στην τιμωρία και καταστροφή της Τροίας. Ενώ ετοιμάζεται να μπει στο παλάτι, βγαίνει η Κλυταιμήστρα και τον υποδέχεται. Πέρασε δύσκολα χρόνια μόνη, χωρίς αρσενικό στο σπίτι, λέει. Πολλά κυκλοφορούσαν λόγια, γι’ αυτό και τον Ορέστη τον έστειλε μακριά, μήπως ξεσπάσει αναρχία. Προσπαθεί να πείσει τον επιφυλακτικό Αγαμέμνονα να βαδίσει πάνω σε πορφυρά χαλιά και να μπει στο παλάτι. Η Δίκη ας τον οδηγεί. (δίσημο)
Ο Αγαμέμνων αρνιέται. Δεν ταιριάζουν τα χαλιά κι οι υπερβολές στον θνητό. Μετά από ένα μακρύ αγώνα λόγων υποχωρεί στη θέληση της γυναίκας του, αν και συνεχίζει να φοβάται το φθόνο των θεών. Ας φέρει όμως μέσα και την ξένη, την Κασσάνδρα, που ως δώρο του την είχαν δώσει οι Αχαιοί, και την φέρει τώρα μαζί του στο παλάτι.
Και η Κλυταιμήστρα: ΄Εστι θάλασσα, τις δε νιν κατασβέσει; (τη θάλασσα, τη θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει, λέει ο Σεφέρης.) Εκείνη απευθύνει προσευχές στο Δία και χαίρεται για την πρώτη νίκη της, που είναι πρόλογος της άλλης, που περιμένει μέσα στο παλάτι.
Ο Χορός εκφράζει και πάλι το φόβο που έχει κυριεύσει την καρδιά του. Τον δ΄άνευ λύρας όμως υμνωδεί θρήνον Ερινύος αυτοδίδακτος έσωθεν θυμός. Ένα πέπλο ανησυχίας έχει απλωθεί, ο Χορός κάτι κακό προαισθάνεται.
Η Κλυταιμήστρα καλεί την Κασσάνδρα να μπει στο παλάτι· θα έχει όσα θεωρούνται ορθά. Έχεις παρ’ ημών οίαπερ νομίζεται. (Το δίσημο των λόγων κατανοητό.)
Η Κασσάνδρα σωπαίνει μια σιωπή σημαίνουσα πολλά. (Μεγάλη τέχνη οι σιωπές του Αισχύλου.) Όταν η βασίλισσα αποχωρεί εκνευρισμένη κι αφού προκάλεσε την οργή των θεατών με τη συμπεριφορά της απέναντι στη σκλάβα Κασσάνδρα, ο Απόλλων κινεί προφητικά την κόρη του Πρίαμου, που κάποτε είχε πάρει από τον ίδιο τη δύναμη της μαντείας σαν κατάρα, γιατί τον ξεγέλασε ερωτικά.
Με τα οράματά της υψώνει μπροστά μας την προϊστορία του οίκου των Ατρειδών: το φρικτό δείπνο του Θυέστη. Τώρα όμως μια καινούργια αμαρτία έρχεται να προστεθεί στις προηγούμενες. Η γυναίκα μέσα στο παλάτι ετοιμάζεται να σκοτώσει τον άνδρα της στο λουτρό τυλίγοντάς τον μ’ ένα δίχτυ.
Η Κασσάνδρα ακούει τις Ερινύες στο παλάτι να υμνούν την πρώτη αιτία της συμφοράς, να καταριούνται το άνομο κρεβάτι, όπου ο Θυέστης κοιμήθηκε με τη γυναίκα του αδελφού του Ατρέα κι άρχισε έκτοτε το κακό. Η Κασσάνδρα τιμωρημένη από τον Απόλλωνα, γιατί δέχτηκε πρώτα τον έρωτά του κι ύστερα τον απέρριψε, προφητεύει συμφορές, μα κανένας δεν την πιστεύει. Η Κασσάνδρα συνεχίζει να βλέπει τον Αίγισθο, γιο του Θυέστη, το δειλό λιοντάρι, να ετοιμάζει τιμωρία για τον Αγαμέμνονα. Ο Χορός δεν καταλαβαίνει τι λέει. Η Κασσάνδρα πετά τα μαντικά στεφάνια έτοιμη για τη σφαγή της, αφού όμως πρώτα προμαντέψει την εκδίκηση του φόνου από μελλοντικό εκδικητή. Αυτό είναι το σχέδιο των θεών. Ωμόμοται γαρ όρκος εκ θεών μέγας άξειν νιν υπτίασμα (ο ύπτιος- ο νεκρός) κειμένου πατρός. Οι θεοί έχουν ορκιστεί πως θα φέρει τον εκδικητή ο νεκρός πατέρας. Και μπαίνει στο παλάτι προετοιμασμένη για το θάνατο.
Ο Χορός μιλά για την ευτυχία που διαρκεί πολύ λίγο κι ο άνθρωπος ποτέ δεν τη χορταίνει. Ο Αγαμέμνων κατέλαβε την πόλη του Πριάμου, ήρθε τιμημένος στο παλάτι του αλλά πληρώνει για πολλούς φόνους.
Ακούγεται η κραυγή του κτυπημένου Αγαμέμνονα, ώμοι πέπληγμαι καιρίαν πληγήν έσω, ώμοι, μάλ’ αύθις δευτέραν πεπληγμένος και ενώ ο Χορός απορεί, διστάζει και συζητά, παρουσιάζεται η Κλυταιμήστρα με το φονικό όπλο στο χέρι κοντά στα δύο πτώματα των θυμάτων της. Η Κλυταιμήστρα κυριευμένη ακόμα από την πράξη της ευλογεί το αίμα που την ράντισε και υποστηρίζει ότι τέτοια άξιζαν στον Αγαμέμνονα, που προτίμησε να θυσιάσει την κόρη τους παρά να γυρίσει πίσω αποφεύγοντας τον πόλεμο.
Ο Χορός επιτίθεται ενάντια στην Κλυταιμήστρα και της υποδεικνύει τη σοβαρότητα της πράξης της εκφράζοντας τη βεβαιότητα για την τιμωρία. Τύμμα τύμματι τείσαι (τύπτω, χτυπώ, χτύπημα, τύμμα). Το φόνο πρέπει να τον πληρώσει μ΄ άλλο φόνο. Η Κλυταιμήστρα υποστηρίζει πως αποτελεί το χέρι της Δίκης, της Άτης και της Ερινύας. Δεν είναι η Ελένη που φταίει για όσα συμβαίνουν αλλά ο παλιός δαίμονας του σπιτιού. Όλα όσα γίνονται εξαρτώνται από το Δία. Τι γαρ βροτοίς άνευ Διός τελείται; Η Κλυταιμήστρα καταλαβαίνει πως ο Αλάστορας του Ατρέα τιμώρησε τώρα το γιο του, τον Αγαμέμνονα. Ο Χορός όμως υποστηρίζει πως δεν είναι ανεύθυνη η Κλυταιμήστρα. Ποιος θα διώξει την κατάρα απ΄ τα παλάτια; Προς το παρόν η γενιά κόλλησε στη συμφορά.
Η Κλυταιμήστρα θέλει τώρα να κλείσει συμφωνία με το δαίμονα, τον Αλάστορα, να σταματήσουν οι φόνοι μεταξύ των συγγενών. Αρκετά όσα έγιναν.
Έρχεται ο Αίγισθος, που υποστηρίζει πως ο φόνος του Αγαμέμνονα είναι πράξη δίκης, αφού πληρώνει τώρα ο νεκρός για τα ανομήματα του πατέρα του Ατρέα ενάντια στον αδελφό του και δικό του πατέρα Θυέστη, που καταράστηκε τη γενιά του Ατρέα, όταν κατάλαβε πως του έβαλαν να φάει τις σάρκες των παιδιών του. Αυτό το έγκλημα, όπως το παρουσιάζει ο Αίγισθος, είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό του και της Κλυταιμήστρας. Ήταν το τρίτο παιδί του Θυέστη, μικρό, και τώρα εκδικείται. Παριστάνει τον αφέντη και καυχιέται πως αυτός επινόησε το σχέδιο του φόνου κι έβαλε την Κλυταιμήστρα έπειτα να το εκτελέσει.
Εξάπτονται οι γέροντες καθώς ακούν τον Αίγισθο να περηφανεύεται. Τον προειδοποιούν για λαϊκή οργή, που θα τον κτυπήσει στο κεφάλι, και για εκδίκηση από τον Ορέστη. Κι ο Αίγισθος απαντά κατά λέξη με το γνωστό αργότερα από τον απόστολο Παύλο, «Προς κέντρα μη λάκτιζε». Θα ξέσπαγε μάχη, αν δεν έμπαινε στη μέση η Κλυταιμήστρα, κουρασμένη, που δεν θέλει να χυθεί άλλο αίμα. Μαζί με τον Αίγισθο μπαίνουν στο παλάτι το οποίο πρόκειται από δω και πέρα να διαφεντέψουν.
Στο σημείο αυτό τελειώνει η τραγωδία αφήνοντας στον αέρα να πλανιέται η τιμωρία του εκδικητή, που τρομερή θα ξεσπάσει πάνω στους φονιάδες.
Αυτός αναλυτικά ο Αγαμέμνων του Αισχύλου.
Το μοτίβο της αμαρτίας και της τιμωρίας της φαίνεται να διαμορφώθηκε στη μελική ποίηση και ιδιαίτερα σε έργα του Στησίχορου, του οποίου η Ορέστεια φαίνεται να επέδρασε στον Αισχύλο. Και στο Στησίχορο και στον Αισχύλο κύρια αιτία του φόνου του Αγαμέμνονα φαίνεται να είναι η εκδίκηση της Κλυταιμήστρας για τη θυσία της Ιφιγένειας.
Στον Πίνδαρο παρουσιάζεται για πρώτη μάλλον φορά η Κλυταιμήστρα να φονεύει με τα ίδια της τα χέρια τον Αγαμέμνονα. Διαμορφωμένος έτσι ο μύθος δίνει τα στοιχεία της τραγωδίας στον Αισχύλο.
Αν ο Αίγισθος φόνευε τον Αγαμέμνονα και ο Ορέστης τον Αίγισθο, αυτό δε θα αποτελούσε θέμα τραγωδίας. Όπως σημειώνει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, «Ανάγκη δη ή φίλων είναι προς αλλήλους τας τοιαύτας πράξεις ή εχθρών ή μηδετέρων. Αν μεν ουν εχθρός εχθρόν, ουδέν ελεεινόν, ούτε ποιών ούτε μέλλων, πλην κατ’ αυτό το πάθος· ουδ’ αν μηδετέρως έχοντες. Όταν δ’ εν ταις φιλίαις εγγένηται τα πάθη, οίον ή αδελφός αδελφόν ή υιός πατέρα ή μήτηρ υιόν ή υιός μητέρα αποκτείνη ή μέλλη ή τι άλλο τοιούτον δρα, τούτο ζητητέον.» (Οι πράξεις αυτές είναι κατ’ ανάγκη πράξεις ή φίλων η εχθρών ή αδιάφορων μεταξύ τους. Αν μεν εχθρός πράττει εναντίον εχθρού, δεν προκαλεί κανένα οίκτο. Αν όμως συμβαίνουν τα πάθη μεταξύ συγγενών, αδελφός αδελφό, γιος πατέρα, μάνα γιο ή γιος μάνα σκοτώνει ή πρόκειται να σκοτώσει, αυτά πρέπει να ζητά ο ποιητής.)
Στην Ορέστεια έχουμε ακριβώς τα αναγκαία για την ύπαρξη του ελεεινού, του στοιχείου του ελέους, του οίκτου και του φόβου. Πατέρας θυσιάζει την κόρη του, γυναίκα σκοτώνει τον άντρα της, γιος σκοτώνει τη μητέρα, αλλά και πριν από αυτά, για να αναφερθούμε στους προγόνους της οικογένειας, αδελφός, ο Θυέστης, παίρνει τη γυναίκα του αδελφού του, του Ατρέα, κι ο Ατρέας, για να εκδικηθεί, σκοτώνει τα παιδιά του αδελφού του και του τα δίνει να τα φάει, για να έρθει στο τέλος ο γιος, ο Αίγισθος, μαζί με την Κλυταιμήστρα, να εκδικηθεί σκοτώνοντας τον εξάδελφό του Αγαμέμνονα .
Απ’ ό,τι όμως ακόμα σημειώνεται, για να εξαρθεί το δράμα, χρειάζεται και τους ανάλογους χαρακτήρες. Αν η αιτία του φόνου ήταν η μοιχεία της Κλυταιμήστρας, τότε ο χαρακτήρας της θα ήταν τιποτένιος και ασήμαντος, ακατάλληλος για την τραγωδία, ενώ η θυσία της Ιφιγένειας δίνει της δίνει μια λογική αιτία εκδίκησης και την υψώνει σε μεγαλείο. Εδώ δεν πρόκειται για τη γυναίκα που σκοτώνει τον άνδρα της για να μείνει με τον εραστή της, αλλά για τη μάνα, που βαθιά χτυπημένη δεν ξεχνά και δεν αφήνει ατιμώρητο το θάνατο του παιδιού της.
Στο έργο του αυτό ο Αισχύλος φωτίζει τη συμπεριφορά του θείου απέναντι στον άνθρωπο, εκφράζει τη θέση του στο ζήτημα της ελευθερίας του ανθρώπου και εμβαθύνει παρακολουθώντας την εξέλιξη της εφαρμογής της δικαιοσύνης. Βρισκόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία το δίκαιο και η θρησκεία είναι αλληλένδετα και η δικαιοσύνη απορρέει και επιβάλλεται από το θείο, είτε αυτοί είναι οι νεκροί ή οι χθόνιες θεότητες ή οι Ερινύες ή η Μοίρα ή ο Ζευς, για να οδηγηθούμε στη θεσμοθετημένη ανθρώπινη δικαιοσύνη με το ανθρώπινο δικαστήριο, που και πάλι θα εξαρτάται από το θεό.
Στις Ευμενίδες φαίνεται να εισάγει στοιχεία καθαρά Αθηναϊκά, αφού στην Αθήνα λατρεύονταν στη βορειοανατολική πλαγιά του λόφου του Αρείου Πάγου οι Σεμνές, που πολλοί τις ταυτίζουν με τις Ευμενίδες. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η μεταμόρφωση των άγριων Ερινύων σε Ευμενίδες είναι εξολοκλήρου αισχύλεια σύλληψη.
Στην τριλογία Ορέστεια παρακολουθούμε την εφαρμογή της θεϊκής δικαιοσύνης, που εποπτεύεται από το Δία. Τα πρόσωπα του δράματος αποτυπώνουν με τα πάθη τους τα στάδια αυτής της διαδικασίας, διαγράφοντας ταυτόχρονα την οδυνηρή πορεία προς την τελική γνώση.
Στον «Αγαμέμνονα», το πρώτο δράμα, κλείνει ένας κύκλος παθών, που έχουν την αρχή τους πολύ παλαιότερα, στα ανομήματα της προηγούμενης γενεάς. Ο Αγαμέμνων είναι κληρονόμος και κληροδότης. Μέσα του γονιμοποιείται μια προγονική κατάρα που γεννά νέες συμφορές: ο ίδιος σφάζει τη θυγατέρα του, την Ιφιγένεια, δίνοντας στην Kλυταιμήστρα ένα όπλο για συνέχιση του κακού. Πραγματοποιεί έναν ανώφελο πόλεμο, τον Τρωικό, που ανατρέπει τους ιερούς νόμους και στρέφει εναντίον του το μάτι της θεϊκής δικαιοσύνης.
Στην «Ορέστεια» έχουμε έναν ηρωικό κόσμο, που έχει τις καταβολές του στον κόσμο του έπους, αλλά είναι πολύ πιο σύνθετος και περίπλοκος από εκείνον, και οδηγεί σε βαθύτερο προβληματισμό. Αυτός ο κόσμος είναι τοποθετημένος στο χώρο του μύθου. Ανήκει, δηλαδή, και για τον ποιητή και για το θεατή, σε ένα απώτερο ιστορικό παρελθόν. Οι μορφές που κινούνται μέσα εκεί είναι καθολικές και αδρές, όχι ειδικές ή εξατομικευμένες περιπτώσεις. Διατηρούν όλο το μεγαλείο τους.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Όπως αναφέρεται στην Αγαμέμνονος υπόθεσιν:
«Αγαμέμνων εις Ίλιον απιών τη Κλυταιμήστρα, ει πορθήσοι το Ίλιον, της αυτής ημέρας σημαίνειν έφη διά πυρσού. Όθεν σκοπόν εκάθισεν επί μισθώ (η) Κλυταιμήστρα ίνα τηροίη τον πυρσόν. Και ο μεν ιδών απήγγειλεν, αυτή δε των πρεσβυτών όχλον μεταπέμπεται περί του πυρσού ερούσα, εξ ων και ο χορός συνίσταται. Οίτινες ακούσαντες παιανίζουσιν. Μετ’ ου πολύ δε και Ταλθύβιος παραγίνεται και τα κατά τον πλουν διηγείται. Αγαμέμνων δ’ επί απήνης έρχεται, είπετο δ’ αυτώ ετέρα απήνη ένθα ην τα λάφυρα και η Κασσάνδρα. Αυτός μεν ουν προεισέρχεται εις τον οίκον συν τη Κλυταιμήστρα, Κασσάνδρα δε προμαντεύεται πριν εις τα βασίλεια εισελθείν τον εαυτής και του Αγαμέμνονος θάνατον και την εξ Ορέστου μητροκτονίαν. Και εισπηδά ως θανουμένη ρίψασα τα στέμματα. Τούτο δε το μέρος του δράματος θαυμάζεται ως έκπληξιν έχον και οίκτον ικανόν. Ιδίως δε Αισχύλος τον Αγαμέμνονα επί σκηνής αναιρείσθα ποιεί, τον δε Κασσάνδρας σιωπήσας θάνατον νεκράν αυτήν υπέδειξεν, πεποίηκέν τε Αίγισθον και Κλυταιμήστραν εκάτερον διισχυριζόμενον περί της αναιρέσεως ενί κεφαλαίω, την με τη αναιρέσει Ιφιγενείας, τον δε ταις του πατρός εξ Ατρέως συμφοραίς.»
Ο Αγαμέμνων είναι το πρώτο έργο της τριλογίας και το πιο μεγάλο σε έκταση, αφού αποτελεί και το θεμέλιο ολόκληρου του οικοδομήματος της Ορέστειας. Σ’ αυτόν περιέχεται σπερματικά ολόκληρη η τριλογία.
δράση του Αγαμέμνονα αρχίζει νύχτα. Ο Αισχύλος μέσα από τη νύχτα μαιεύει το δημιούργημά του και μαζί μ’ αυτό φέρνει από το σκότος στο φως τα παρελθόντα, φορτωμένα με τόσες αμαρτίες. Η σκηνή παρουσιάζει το παλάτι των Ατρειδών. Στη στέγη του ξαγρυπνά φύλακας, διαταγμένος από την ανδρόβουλη κι ελπίζουσα Κλυταιμήστρα (τι ελπίζει, τον ερχομό, την εκδίκηση;) να προσέχει το φωτεινό σήμα που θα αναγγείλει την πτώση της Τροίας. Ο φύλακας από τη μια τραγουδά καμιά φορά για να μείνει ξύπνιος, από την άλλη όμως ένας φόβος για τη συμφορά του παλατιού τον διαπερνά, γιατί τούτο δεν κυβερνιέται τώρα όπως πριν. Βλέπει ξαφνικά το φως του πυρσού που φθάνει από μακριά, για ν’ αναγγείλει την κατάληψη της Τροίας. Μεγάλη η χαρά του. όμως δε θέλει να πει άλλα. Ένα μεγάλο βόδι πατά στη γλώσσα του και δεν τον αφήνει να πει τι γίνεται στο παλάτι. Ένα αίσθημα αγωνίας διατρέχει από την αρχή ως το τέλος ολόκληρο το έργο, είτε υπόγεια είτε φανερά.
Ο Χορός που αποτελείται από δώδεκα γέροντες Αργίτες, ένα είδος συμβουλευτικού σώματος για την Κλυταιμήστρα, έρχεται στην ορχήστρα. Ανατρέχει στα περασμένα. Γυρίζει δέκα χρόνια πριν, όταν ο Αγαμέμνων κι ο Μενέλαος (από Διός βασιλείς) ξεκίνησαν με στόλο κράζοντας τον Άρη, όπως οι γυπαετοί που κλωθογυρίζουν γύρω από τη φωλιά τους βλέποντας τα πουλιά τους να λείπουν· τους ακούει κάποιος θεός και στέλλει την Ερινύν να τιμωρήσει τους άρπαγες. Έτσι και τα παιδιά του Ατρέα τα στέλλει ο Ξένιος Δίας να τιμωρήσουν σαν Ερινύες τον Πάρη, που έκλεψε την πολύανδρη Ελένη. Προς το παρόν ο Χορός δεν ξέρει τίποτε, όμως είναι βέβαιος πως το πεπρωμένο θα πραγματοποιηθεί.
Μας ενδιαφέρει ότι οι βασιλιάδες είναι διοτρεφείς, ότι στέλλονται σαν Ερινύες, για να τιμωρήσουν έναν ασεβή πoυ καταπάτησε το δίκαιο της φιλοξενίας. Η βεβαιότητα του Χορού: θα γίνουν όπως είναι το πεπρωμένο. Το σχέδιο υπάρχει και θα εκτελεστεί. Γιατί όμως η βασίλισσα θυσιάζει τώρα στους θεούς; Τότε που ξεκινούσαν για την Τροία οι δυο βασιλιάδες φάνηκαν δυο αετοί, ένας μαύρος κι ένας άσπρος να κατασπαράζουν μια λαγίνα ετοιμόγεννη. Πένθιμα τραγουδά ο Χορός. Μα το καλό ας νικά, επιλέγει. Ο μάντις Κάλχας μαντεύει ότι θα καταληφθεί η Τροία από τους δυο βασιλιάδες – αετούς που στέλνει ο Δίας, όμως η κόρη του Άρτεμις οργίζεται γιατί οι αετοί κατασπάραξαν την ετοιμόγεννη λαγίνα. Γι’ αυτό κι ο μάντις παρακαλεί τον Απόλλωνα να βοηθήσει τους Αχαιούς να ξεκινήσουν τα καράβια τους, μήπως κι η θεά αδελφή του ζητήσει άλλη θυσία απ’ αυτήν της λαγίνας, θυσία που θα προκαλέσει στην οικογένεια δεινά.
Μ’ αυτά τα ποιητικά και θολά ο Χορός ανιστορεί τα της θυσίας της Ιφιγένειας. Μέσα από τα λυρικά μέτρα της παρόδου υψώνεται ύμνος προς το Δία, που ενσαρκώνει την έννομη τάξη και τη δικαιοσύνη. Ζευς όστις ποτ’ εστιν, ει τόδ’ αυτώ φίλον κεκλημένω, τούτο νιν προσεννέπω. Ο Δίας, όποιος κι αν είναι, αν μ’ αυτό το όνομα αρέσει να τον λένε, μ’ αυτό κι εγώ τον ονομάζω. Αυτός ο θεός όρισε το πάθει μάθος, να μαθαίνει ο άνθρωπος μέσα από τα παθήματά του και την τιμωρία του εξαιτίας της αμαρτίας. Τον φρονείν βροτούς οδώσαντα, τον πάθει μάθος θέντα κυρίως έχειν. (Το μάθος είναι η μάθηση που προέρχεται από τη συναίσθηση της ενοχής, ενώ το πάθος είναι τα παθήματα που υποφέρει ο άνθρωπος εξαιτίας της απερισκεψίας του.) Στάζει δ’ εν γ’ ύπνω προ καρδίας μνησιπήμων πόνος. Η συναίσθηση της αδικίας ταράσσει τον ύπνο του ανθρώπου και μαζεύει στην καρδιά του πόνο από την ανάμνηση της κακής πράξης. ΄Ετσι η Κλυταιμήστρα κατά τη διάρκεια αυτών των δέκα χρόνων έχει πολύν πόνο συνάξει στην καρδιά· οι νύχτες της περνούν δύσκολα με την ανάμνηση της θυσίας της κόρης της. Έμμεσα εδώ προϊδεαζόμαστε για την τιμωρία του Αγαμέμνονα λόγω της ένοχης πράξης του να θυσιάσει το παιδί του.
Κι ο χορός συνεχίζει. Ο Αγαμέμνων βρίσκεται στο φοβερό δίλημμα να θυσιάσει το παιδί του ή να ακυρώσει την εκστρατεία. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει τη θυσία και τη δόξα ή τη διάλυση του στρατού και το παιδί του. Η φιλοδοξία του τον παρασύρει και αποφασίζει να θυσιάσει το παιδί του, για να γίνει η εκστρατεία. Στη γυναίκα του όμως με την πράξη του αυτή ανάβει φλόγα που δε σβήνει.
Ο Χορός με μια τρομαχτική περιγραφή της θυσίας προκαλεί την οργή των θεατών προετοιμάζοντας ταυτόχρονα και την τιμωρία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμήστρα. (Ο Αισχύλος στις δόξες του.) Η θυσία ενός αθώου κοριτσιού, που το χτυπούν σαν ζώο και το εμποδίζουν ν’ ανοίξει το στόμα μην ακουστεί καμιά κατάρα, οι θύμισες ευτυχισμένων στιγμών, όταν η κόρη τραγουδούσε στο παλάτι για τον πατέρα της προκαλούν τον έλεο και τον φόβο, (όλοι άνθρωποι είμαστε, στον καθένα μπορούν να συμβούν αυτά ή παρόμοια) υψώνουν τη στάθμη της γενικότερης συγκίνησης και τραγικότητας, μια αθώα κόρη πάσχει, ανώτερες δυνάμεις αποφασίζουν για τη ζωή και το θάνατό της.
Η Κλυταιμήστρα που είναι ήδη στη σκηνή και θυσιάζει αναγγέλλει στο Χορό το χαρμόσυνο γεγονός της άλωσης και περιγράφει το δρόμο των φρυκτωριών, του ταχυδρομικού πυρός, από βουνοκορφή σε βουνοκορφή, ενώ με τη φαντασία της βλέπει όλα όσα συνέβησαν την ώρα της άλωσης στην Τροία. Εκφράζει τους φόβους της για τη συμπεριφορά των Αργιτών που θόλωσαν από το αίσθημα της νίκης και φοβάται πιθανή ασέβειά τους εναντίον των θεών και των ναών τους.
Ο Χορός ψέλνει ύστερα απ’ αυτά το πρώτο στάσιμο. Ο Δίας κι η Νύχτα έπλεξαν πάνω από την Τροία ένα δίχτυ (σε λίγο η Κλυταιμήστρα θα ρίξει δίχτυ στον Αγαμέμνονα και θα τον σκοτώσει) και τιμώρησε τον Πάρη, που πρόσβαλε το δίκαιο της φιλοξενίας κι έκλεψε την ξένη γυναίκα. Για χρόνια τον είχε στο σημάδι και τώρα τον τιμωρεί μέσω των ανθρώπων που νίκησαν την Τροία. Ο Δίας αργά γρήγορα τιμωρεί, ιδίως τους ανόσιους και άπληστους. Ένας τέτοιος δεν ήταν μόνο ο Πάρης, ήταν κι ο Αγαμέμνων. (Ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστιν, λέγει η εντολή στο Μωυσή). Η αυτάρκεια φέρει ευτυχία. Η εναντίωση στη Δίκη τιμωρείται. Αλλά κι η Ελένη μεταβαίνοντας στην Τροία μετέφερε μαζί της τη συμφορά. Ταυτόχρονα όμως αναφέρεται και στους νικητές, Αγαμέμνονα και Μενέλαο, που τόσους ανθρώπους οδήγησαν στη σφαγή για χάρη μιας γυναίκας, της Ελένης. Ο χρυσαμοιβός Άρης παίρνει ανθρώπινα κορμιά και τα ανταλλάσσει με ένα λέβητα γεμάτο με τη στάχτη του νεκρού πολεμιστή. Πλήρωσε ο Πάρης, αλλά κι η κατάρα βαραίνει τον Αγαμέμνονα, που ανέλαβε μια τέτοια εκστρατεία καταστροφική και για Τρώες και για Αχαιούς, αθώους πολίτες στρατιώτες. Την υπερβολή ο Δίας την τιμωρεί. Οι γέροντες προτιμούν την ειρήνη και την ελευθερία. Ούτε κατακτητές ούτε κατακτημένοι. (Ένα χορικό χρυσωρυχείο για το Γιώργο Σεφέρη και για κάθε λάτρη της ελληνικής ποίησης.)
Τα πάντα είναι γεμάτα κακά προαισθήματα. Μέσα στο κλίμα του φόβου και της ανησυχίας η άφιξη του κήρυκα είναι μια όαση. Είναι ένας άνθρωπος ξέγνοιαστος, που δε συμμετέχει καθόλου στα βάσανα των αρχηγών. Ο κήρυκας γεμάτος χαρά αναγγέλλει την άφιξη του βασιλιά Αγαμέμνονα, που τιμώρησε την Τροία εξ ονόματος του Δία. Η οικογένεια του Πρίαμου πλήρωσε διπλά για τα άνομα του Πάρη. Χαίρεται με όλη την καρδιά του για το γυρισμό του και θυμάται τα περασμένα πια βάσανα της πολύχρονης πολιορκίας.
Η Κλυταιμήστρα καλωσορίζει τον κήρυκα λέγοντας πως στάθηκε σκύλα του σπιτιού, (διπλή η σημασία) και τώρα περιμένει να υποδεχτεί όπως πρέπει (τα υπονοούμενα) το νικητή Αγαμέμνονα.
Ο χορός ζητά να μάθει για την τύχη του Μενέλαου κι ο κήρυκας, ενώ ήρθε χαρούμενος να αναγγείλει τη νίκη, αναγκάζεται να περιγράψει και την καταστροφή των νικητών στη θάλασσα από τρικυμία, λόγω της ανευλάβειάς τους τη νύχτα της άλωσης..
Η τρικυμία που περιγράφει στη συνέχεια ότι έπληξε τον Αχαϊκό στόλο στην επιστροφή του φαίνεται σαν αναγκαία τιμωρία των θεών, των πολιούχων της Τροίας που ατιμάστηκαν από τους κατακτητές. «Επεί δε ανήλθεν λαμπρόν ηλίου φάος, ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς».
Το δεύτερο στάσιμο ξαναφέρνει τη σκέψη στην Ελένη, που θεωρείται η αιτία όλων των κακών όσα υπέστησαν Αχαιοί και Τρώες. Η Ελένη χαρακτηρίζεται ως η καταστροφέας των πόλεων και των ανδρών. Τονίζεται η αδικία κι η ασέβεια του Πάρη και όλων των Τρώων, που δέχθηκαν την Ελένη και τραγουδούσαν γαμήλια τραγούδια αδιαφορώντας για το δίκαιο. Δεν είναι λοιπόν η μεγάλη ευτυχία των θνητών, που φέρνει το φθόνο των θεών και την καταστροφή, αλλά η αμαρτία και η παράβαση του δικαίου. Η παλαιά ύβρις γεννά νέαν ύβριν, που αργά γρήγορα τιμωρείται. Υψώνεται νέος ύμνος για τη δικαιοσύνη και τους δίκαιους ανθρώπους. Η Δίκη κατοικεί στο σπίτι του φτωχού, ενώ τα άδικα και φανταχτερά παλάτια εγκαταλείπει. Το κάθε τι οδηγεί στο τέρμα.
Το τραγούδι του Χορού αντηχεί ακόμα, όταν στη σκηνή μπαίνει ο νικητής Αγαμέμνων. Ο Χορός δηλώνει πως όταν ξεκινούσε για την Τροία δεν τον θεωρούσε και πολύ σοφό, να παίρνει τόσον κόσμο στον πόλεμο για θάνατο. Τώρα όμως τον καλωσορίζει, κι ως είναι καλός προβατογνώμων, μπορεί να ξεχωρίσει από τα πρόβατά του ποιος τον τιμά αληθινά και ποιος όχι.
Ο Αγαμέμνων χαιρετίζει τη χώρα και τους θεούς, συνεργούς του στην τιμωρία και καταστροφή της Τροίας. Ενώ ετοιμάζεται να μπει στο παλάτι, βγαίνει η Κλυταιμήστρα και τον υποδέχεται. Πέρασε δύσκολα χρόνια μόνη, χωρίς αρσενικό στο σπίτι, λέει. Πολλά κυκλοφορούσαν λόγια, γι’ αυτό και τον Ορέστη τον έστειλε μακριά, μήπως ξεσπάσει αναρχία. Προσπαθεί να πείσει τον επιφυλακτικό Αγαμέμνονα να βαδίσει πάνω σε πορφυρά χαλιά και να μπει στο παλάτι. Η Δίκη ας τον οδηγεί. (δίσημο)
Ο Αγαμέμνων αρνιέται. Δεν ταιριάζουν τα χαλιά κι οι υπερβολές στον θνητό. Μετά από ένα μακρύ αγώνα λόγων υποχωρεί στη θέληση της γυναίκας του, αν και συνεχίζει να φοβάται το φθόνο των θεών. Ας φέρει όμως μέσα και την ξένη, την Κασσάνδρα, που ως δώρο του την είχαν δώσει οι Αχαιοί, και την φέρει τώρα μαζί του στο παλάτι.
Και η Κλυταιμήστρα: ΄Εστι θάλασσα, τις δε νιν κατασβέσει; (τη θάλασσα, τη θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει, λέει ο Σεφέρης.) Εκείνη απευθύνει προσευχές στο Δία και χαίρεται για την πρώτη νίκη της, που είναι πρόλογος της άλλης, που περιμένει μέσα στο παλάτι.
Ο Χορός εκφράζει και πάλι το φόβο που έχει κυριεύσει την καρδιά του. Τον δ΄άνευ λύρας όμως υμνωδεί θρήνον Ερινύος αυτοδίδακτος έσωθεν θυμός. Ένα πέπλο ανησυχίας έχει απλωθεί, ο Χορός κάτι κακό προαισθάνεται.
Η Κλυταιμήστρα καλεί την Κασσάνδρα να μπει στο παλάτι· θα έχει όσα θεωρούνται ορθά. Έχεις παρ’ ημών οίαπερ νομίζεται. (Το δίσημο των λόγων κατανοητό.)
Η Κασσάνδρα σωπαίνει μια σιωπή σημαίνουσα πολλά. (Μεγάλη τέχνη οι σιωπές του Αισχύλου.) Όταν η βασίλισσα αποχωρεί εκνευρισμένη κι αφού προκάλεσε την οργή των θεατών με τη συμπεριφορά της απέναντι στη σκλάβα Κασσάνδρα, ο Απόλλων κινεί προφητικά την κόρη του Πρίαμου, που κάποτε είχε πάρει από τον ίδιο τη δύναμη της μαντείας σαν κατάρα, γιατί τον ξεγέλασε ερωτικά.
Με τα οράματά της υψώνει μπροστά μας την προϊστορία του οίκου των Ατρειδών: το φρικτό δείπνο του Θυέστη. Τώρα όμως μια καινούργια αμαρτία έρχεται να προστεθεί στις προηγούμενες. Η γυναίκα μέσα στο παλάτι ετοιμάζεται να σκοτώσει τον άνδρα της στο λουτρό τυλίγοντάς τον μ’ ένα δίχτυ.
Η Κασσάνδρα ακούει τις Ερινύες στο παλάτι να υμνούν την πρώτη αιτία της συμφοράς, να καταριούνται το άνομο κρεβάτι, όπου ο Θυέστης κοιμήθηκε με τη γυναίκα του αδελφού του Ατρέα κι άρχισε έκτοτε το κακό. Η Κασσάνδρα τιμωρημένη από τον Απόλλωνα, γιατί δέχτηκε πρώτα τον έρωτά του κι ύστερα τον απέρριψε, προφητεύει συμφορές, μα κανένας δεν την πιστεύει. Η Κασσάνδρα συνεχίζει να βλέπει τον Αίγισθο, γιο του Θυέστη, το δειλό λιοντάρι, να ετοιμάζει τιμωρία για τον Αγαμέμνονα. Ο Χορός δεν καταλαβαίνει τι λέει. Η Κασσάνδρα πετά τα μαντικά στεφάνια έτοιμη για τη σφαγή της, αφού όμως πρώτα προμαντέψει την εκδίκηση του φόνου από μελλοντικό εκδικητή. Αυτό είναι το σχέδιο των θεών. Ωμόμοται γαρ όρκος εκ θεών μέγας άξειν νιν υπτίασμα (ο ύπτιος- ο νεκρός) κειμένου πατρός. Οι θεοί έχουν ορκιστεί πως θα φέρει τον εκδικητή ο νεκρός πατέρας. Και μπαίνει στο παλάτι προετοιμασμένη για το θάνατο.
Ο Χορός μιλά για την ευτυχία που διαρκεί πολύ λίγο κι ο άνθρωπος ποτέ δεν τη χορταίνει. Ο Αγαμέμνων κατέλαβε την πόλη του Πριάμου, ήρθε τιμημένος στο παλάτι του αλλά πληρώνει για πολλούς φόνους.
Ακούγεται η κραυγή του κτυπημένου Αγαμέμνονα, ώμοι πέπληγμαι καιρίαν πληγήν έσω, ώμοι, μάλ’ αύθις δευτέραν πεπληγμένος και ενώ ο Χορός απορεί, διστάζει και συζητά, παρουσιάζεται η Κλυταιμήστρα με το φονικό όπλο στο χέρι κοντά στα δύο πτώματα των θυμάτων της. Η Κλυταιμήστρα κυριευμένη ακόμα από την πράξη της ευλογεί το αίμα που την ράντισε και υποστηρίζει ότι τέτοια άξιζαν στον Αγαμέμνονα, που προτίμησε να θυσιάσει την κόρη τους παρά να γυρίσει πίσω αποφεύγοντας τον πόλεμο.
Ο Χορός επιτίθεται ενάντια στην Κλυταιμήστρα και της υποδεικνύει τη σοβαρότητα της πράξης της εκφράζοντας τη βεβαιότητα για την τιμωρία. Τύμμα τύμματι τείσαι (τύπτω, χτυπώ, χτύπημα, τύμμα). Το φόνο πρέπει να τον πληρώσει μ΄ άλλο φόνο. Η Κλυταιμήστρα υποστηρίζει πως αποτελεί το χέρι της Δίκης, της Άτης και της Ερινύας. Δεν είναι η Ελένη που φταίει για όσα συμβαίνουν αλλά ο παλιός δαίμονας του σπιτιού. Όλα όσα γίνονται εξαρτώνται από το Δία. Τι γαρ βροτοίς άνευ Διός τελείται; Η Κλυταιμήστρα καταλαβαίνει πως ο Αλάστορας του Ατρέα τιμώρησε τώρα το γιο του, τον Αγαμέμνονα. Ο Χορός όμως υποστηρίζει πως δεν είναι ανεύθυνη η Κλυταιμήστρα. Ποιος θα διώξει την κατάρα απ΄ τα παλάτια; Προς το παρόν η γενιά κόλλησε στη συμφορά.
Η Κλυταιμήστρα θέλει τώρα να κλείσει συμφωνία με το δαίμονα, τον Αλάστορα, να σταματήσουν οι φόνοι μεταξύ των συγγενών. Αρκετά όσα έγιναν.
Έρχεται ο Αίγισθος, που υποστηρίζει πως ο φόνος του Αγαμέμνονα είναι πράξη δίκης, αφού πληρώνει τώρα ο νεκρός για τα ανομήματα του πατέρα του Ατρέα ενάντια στον αδελφό του και δικό του πατέρα Θυέστη, που καταράστηκε τη γενιά του Ατρέα, όταν κατάλαβε πως του έβαλαν να φάει τις σάρκες των παιδιών του. Αυτό το έγκλημα, όπως το παρουσιάζει ο Αίγισθος, είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό του και της Κλυταιμήστρας. Ήταν το τρίτο παιδί του Θυέστη, μικρό, και τώρα εκδικείται. Παριστάνει τον αφέντη και καυχιέται πως αυτός επινόησε το σχέδιο του φόνου κι έβαλε την Κλυταιμήστρα έπειτα να το εκτελέσει.
Εξάπτονται οι γέροντες καθώς ακούν τον Αίγισθο να περηφανεύεται. Τον προειδοποιούν για λαϊκή οργή, που θα τον κτυπήσει στο κεφάλι, και για εκδίκηση από τον Ορέστη. Κι ο Αίγισθος απαντά κατά λέξη με το γνωστό αργότερα από τον απόστολο Παύλο, «Προς κέντρα μη λάκτιζε». Θα ξέσπαγε μάχη, αν δεν έμπαινε στη μέση η Κλυταιμήστρα, κουρασμένη, που δεν θέλει να χυθεί άλλο αίμα. Μαζί με τον Αίγισθο μπαίνουν στο παλάτι το οποίο πρόκειται από δω και πέρα να διαφεντέψουν.
Στο σημείο αυτό τελειώνει η τραγωδία αφήνοντας στον αέρα να πλανιέται η τιμωρία του εκδικητή, που τρομερή θα ξεσπάσει πάνω στους φονιάδες.
Αυτός αναλυτικά ο Αγαμέμνων του Αισχύλου.
***
Ολόκληρο το έργο στηρίζεται στο φόνο του Αγαμέμνονα από τη γυναίκα του. Γύρω απ’ αυτό αναπτύσσονται οι ηθικές, θρησκευτικές και πολιτικές ιδέες του ποιητή, οι μεταφυσικές, ηθικοθρησκευτικές και πολιτικές του απόψεις για τον πόλεμο, την ειρήνη, την ελευθερία του ατόμου, τη δικαιοσύνη, την εφαρμογή του δικαίου, τη συμπεριφορά των θεών προς τον άνθρωπο, τη μοίρα του ανθρώπου, την ευτυχία, τη δυστυχία, τον πλούτο, την τύφλωση που φέρνει ο πλούτος.
Ο φόνος του Αγαμέμνονα είναι αποτέλεσμα εκδικητικής μανίας, λόγω πολλαπλής αμαρτίας. Από τον πατέρα του Ατρέα, που παρασκεύασε φριχτό δείπνο στο Θυέστη, κληρονομεί ο Αγαμέμνων αμάρτημα, για το οποίο πρέπει να τιμωρηθεί. Αλλά και με δική του πράξη ο Αγαμέμνονας διαπράττει αμαρτία. Σκοτώνει με τα ίδια του τα χέρια το σπλάχνο του, για να πραγματοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του.
Η θυσία του Ισαάκ είναι σχετικά όμοια ιστορία. Ο Αβραάμ καλείται από το Θεό που τον πειράζει, δοκιμάζει την πίστη του, να θυσιάσει το παιδί του και ο Ισαάκ ρωτά πού είναι το πρόβατο για τη θυσία, που μας παραπέμπει σε άλλη θυσία, του Υιού του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου από το προπατορικό και άλλα αμαρτήματα.
Η Κλυταιμήστρα και ο Αίγισθος έχουν τους δικούς τους λόγους να θέλουν το φόνο του Αγαμέμνονα: η Κλυταιμήστρα, γιατί της στέρησε την αγαπημένη κόρη Ιφιγένεια, ο Αίγισθος, γιατί ήθελε να εκδικηθεί το γιο του Ατρέα για το φοβερό δείπνο στο Θυέστη, το δικό του πατέρα.
Ακόμα ο Αγαμέμνων πληρώνει για το θάνατο χιλιάδων πολεμιστών, που άφησαν την τελευταία πνοή τους στην Τροία. Είναι ο αδίστακτος ηγεμόνας, που αδιαφορεί για τη ζωή των υπηκόων του, τους οδηγεί στο θάνατο, για να δοξαστεί. Ο Αγαμέμνων είναι ένοχος, γιατί παρασύρεται από το πάθος της κατάκτησης. Το ίδιο ένοχοι όλοι οι μεγάλοι της γης, που σέρνουν στο θάνατο εκατομμύρια αθώων.
Ο ποιητής κατακρίνει την πολιτική του επεκτατισμού και έμμεσα καυτηριάζει και την πολιτική των Αθηνών που, μετά τους Περσικούς πολέμους, επεκτείνονται σε βάρος των συμμάχων τους. Οι αχόρταγοι της εξουσίας δε μένουν ατιμώρητοι και αυτό θα πραγματοποιηθεί με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, την υποδούλωση της Αθήνας στη Σπάρτη. Ολόκληρος ο «Αγαμέμνων» αλλά και η τριλογία ολόκληρη είναι ένα συνεχές κήρυγμα κατά της αιματοχυσίας. Η ομαδική σφαγή στον πόλεμο για ξένα συμφέροντα και για την ικανοποίηση φιλοδοξιών ενός άρχοντα είναι μισητή στον ποιητή, κήρυκα της ειρήνης. Ιδέες που ισχύουν και σήμερα.
Η Δίκη είναι ύψιστη ιδέα, κυρίαρχη στο έργο του Αισχύλου. Ο Δίας κυβερνά τον κόσμο και τίποτε δε γίνεται χωρίς αυτόν. Η Αισχύλεια θεολογία αναφέρεται σ΄ένα Δία που φτάνει στο ύψος της ανώνυμης θεότητας. Ζευς όστις ποτ' εστίν, ει τόδ’ αυτώ φίλον κεκλημένω, τούτο νιν προσεννέπω. Ο Δίας, όποιος κι αν είναι, αν μ’ αυτό το όνομα του αρέσει να τον λένε, μ’ αυτό κι εγώ τον ονομάζω, μεταφράζει ο Γρυπάρης. Ο Δίας είναι ο εγγυητής μιας έννομης και λογικής τάξης πραγμάτων. Είναι ο κυρίαρχος του κόσμου που ταυτίζεται με τη Δίκη. Αυτός ο θεός έδωσε σύνεση και φρόνηση στους ανθρώπους και όρο τους έθεσε απαράβατο το πάθει μάθος (το πάθημα γίνεται μάθημα) που είναι ο τελικός δρόμος του ανθρώπου. Μέσα από τα βάσανα και τα πάθη ο άνθρωπος φθάνει στην ολοκλήρωση και στη γνώση. Κάθε κακία τιμωρείται, ενώ εκείνος που, αμέσως με άτιμα μέσα, γίνεται πλούσιος και ευτυχισμένος δυστυχεί, τιμωρημένος από τούς θεούς. Η αδικία, η αλαζονεία, ο εγωισμός φέρνουν τη συμφορά. Μόνο ο δίκαιος δεν είναι δυστυχισμένος.
Παρουσιάζοντας ο Αισχύλος στα μάτια των θεατών την υπόθεση του Αγαμέμνονα μπόρεσε να δείξει το αναπόφευκτο της τιμωρίας, πώς ένας φόνος μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και τιμωρείται. Ατρέας, Αγαμέμνων, θυσία της Ιφιγένειας, Κλυταιμήστρα, Ορέστης. Μια αλυσίδα εγκλημάτων, που το ένα ακολουθεί το άλλο σαν αποτέλεσμα του πρώτου.
Μέσα στην αλυσίδα αυτή ενοχής - εξιλέωσης παρεμβάλλεται και μία παράξενη αντίληψη για ένα δαίμονα, ένα θεό που υποβοηθά την ενοχή του ανθρώπου, ένα θεό που μας οδηγεί στη γνώση μέσα από πικρές εμπειρίες. Είναι ο Αλάστωρ, ο κακός δαίμονας, που μεταβαίνει διαδοχικά στους απογόνους, από γενιά σε γενιά και την οδηγεί στην καταστροφή. Αυτός ο δαίμονας μπορεί να υποβοηθεί, δεν εμποδίζει όμως την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος παίρνει την απόφαση για την οποιαδήποτε ενέργεια και τότε έχει και τη βοήθεια του Αλάστορα.
Στον Αγαμέμνονα παρακολουθούμε την τύφλωση που προκαλεί η φιλοδοξία και τη σοφιστεία, με την οποία προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του, ότι η θυσία της κόρης του Ιφιγένειας είναι αναγκαία για την εκστρατεία, που απαιτούν οι θεοί, όπως υποστηρίζει, όμως παρανοεί τις θεϊκές εντολές, παρασυρμένος από τη φιλοδοξία. Ο Αγαμέμνων βρίσκεται μπροστά σε δύο δρόμους κι ο ένας από τους δύο πρέπει να ακολουθηθεί. Ο Αγαμέμνων μπορεί να κουβαλά στην πλάτη του το βάρος της πατρικής αμαρτίας, είναι όμως ελεύθερος να διαλέξει το δρόμο, που ο ίδιος έκρινε σωστό. Παρανοεί και παρακούει τους θεούς΄ ήδη η Άρτεμη είναι χολωμένη μαζί του κι οι θεοί της Τροίας δεν θέλουν την καταστροφή της. Η παραπλάνηση αυτή είναι έργο του Αλάστορα.
Από τον ίδιο δαίμονα παρασυρμένη και η Κλυταιμήστρα χτυπάει τον άνδρα της, όχι μόνο για να πάρει εκδίκηση, αλλά και από ανίερη αφοσίωση στον Αίγισθο και φιλαρχία. Η άγρια εκδίκηση όμως οφείλει να χαλιναγωγηθεί από την έννομη δικαιοσύνη, διαφορετικά ο φόνος φέρνει άλλο φόνο και τέλος στον αιματηρό κατάλογο δεν υπάρχει.
Η μεταφυσική του Αισχύλου σ' αυτό το έργο βασίζεται σε τρεις βασικές αρχές που μπορούν να θεωρηθούν σαν προβολές μιας και της αυτής δύναμης, της Ανάγκης. Αυτές είναι η Μοίρα, η Άτη και η Δίκη.
Η πρώτη, η Μοίρα, είναι το υπέρτατο κέντρο, κάτω από την εξουσία της οποίας υπάρχουν οι θεοί και οι άνθρωποι. Η Άτη είναι η ακατανίκητη και σκοτεινή δύναμη, που κυριεύει τους ανθρώπους και τους οδηγεί σε καταστρεπτικές πράξεις και ηθικές παραβάσεις. Προκαλείται από δυνάμεις σκοτεινές και βίαιες, όπως παλαιά εγκλήματα, κατάρες και αμαρτίες προγονικές, δυνάμεις δηλ. που βρίσκονται έξω από τον άνθρωπο. Τον οίκο των Ατρειδών βαραίνει το παλιό έγκλημα του Ατρέα και η κατάρα του Θυέστη. Αυτά αποτελούν τα εξωτερικά αίτια που προκαλούν την Άτη.
Πολλές φορές όμως μπορεί να προκληθεί και από εσωτερικά αίτια ανάλογα με την ψυχοσύνθεση και το χαρακτήρα του τραγικού ήρωα. Πάνω στην Κλυταιμήστρα δε βαραίνει καμιά προηγούμενη αμαρτία, την προκαλεί όμως μόνη της. Η θυσία της Ιφιγένειας ανάβει άσβεστη φωτιά στην Κλυταιμήστρα, που δε σβήνει παρά μόνο με αίμα. Το πάθος τούτο σπρώχνει την Κλυταιμήστρα στην αγκαλιά ενός κατώτερου άνδρα και στο φόνο του ανδρός της.
Επακόλουθο της Άτης είναι η Δίκη, που φέρνει πάλι τη χαμένη ισορροπία. Τιμωρεί κάθε παράβαση και συμπίπτει, όχι όμως πάντοτε, με την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Η Δίκη ενεργεί ψυχρά και ασυγκίνητα, με τη μαθηματική ακρίβεια των φυσικών νόμων, αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα πάθη, ίσως και με πνεύμα εκδίκησης.
Ο Αισχύλος ταυτίζει το Δία με τη Δίκη, που χρησιμοποιεί πολλές φορές δαιμονικά ή φυσικά στοιχεία ή τον ίδιο τον άνθρωπο για την επιβολή της.
Ο Αισχύλος όμως είναι και πολιτικός ποιητής. Εξετάζει τη θέση του ατόμου απέναντι στη δύναμη, που μπορεί στην αρχή να είναι υπερβατική, αλλά μεταπίπτει αργότερα στο ανθρώπινο επίπεδο, σαν πολιτική εξουσία. Αλλά και ως Αθηναίος πολίτης πρέπει να πάρει θέση σε καίρια θέματα όπως τη δίψα των πολιτικών κομμάτων της Αθήνας για την κατάληψη της εξουσίας και την επέκτασή της. Η Αθηναϊκή δημοκρατία σε ακμή και με επεκτατική εξωτερική πολιτική πρέπει να προσέχει .
Πέρα απ' αυτό, την περίοδο εκείνη οι Αθηναίοι είχαν συνάψει συνθήκη ειρήνης με τους Αργείους, τη σημασία της οποίας προσπάθησε ο Αισχύλος να δείξει στους συμπατριώτες του.
Έζησε ο ποιητής τη φρίκη του πολέμου, αφού πήρε μέρος στο Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα και σε άλλες μάχες των περσικών πολέμων, και αποτύπωσε τις πικρές εμπειρίες στο έργο του. Γνώρισε από κοντά το πένθος και την απελπισία που προκαλεί ο χαμός ενός ανθρώπου στους δικούς του (ας θυμηθούμε τον αδελφό του Κυναίγειρο ένα από τους μεγαλύτερους ήρωες). Γι’ αυτό και ξέρει καλά γιατί κατακρίνει τον πόλεμο και διακηρύσσει την πίστη στην ειρήνη.
Ολόκληρο το έργο στηρίζεται στο φόνο του Αγαμέμνονα από τη γυναίκα του. Γύρω απ’ αυτό αναπτύσσονται οι ηθικές, θρησκευτικές και πολιτικές ιδέες του ποιητή, οι μεταφυσικές, ηθικοθρησκευτικές και πολιτικές του απόψεις για τον πόλεμο, την ειρήνη, την ελευθερία του ατόμου, τη δικαιοσύνη, την εφαρμογή του δικαίου, τη συμπεριφορά των θεών προς τον άνθρωπο, τη μοίρα του ανθρώπου, την ευτυχία, τη δυστυχία, τον πλούτο, την τύφλωση που φέρνει ο πλούτος.
Ο φόνος του Αγαμέμνονα είναι αποτέλεσμα εκδικητικής μανίας, λόγω πολλαπλής αμαρτίας. Από τον πατέρα του Ατρέα, που παρασκεύασε φριχτό δείπνο στο Θυέστη, κληρονομεί ο Αγαμέμνων αμάρτημα, για το οποίο πρέπει να τιμωρηθεί. Αλλά και με δική του πράξη ο Αγαμέμνονας διαπράττει αμαρτία. Σκοτώνει με τα ίδια του τα χέρια το σπλάχνο του, για να πραγματοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του.
Η θυσία του Ισαάκ είναι σχετικά όμοια ιστορία. Ο Αβραάμ καλείται από το Θεό που τον πειράζει, δοκιμάζει την πίστη του, να θυσιάσει το παιδί του και ο Ισαάκ ρωτά πού είναι το πρόβατο για τη θυσία, που μας παραπέμπει σε άλλη θυσία, του Υιού του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου από το προπατορικό και άλλα αμαρτήματα.
Η Κλυταιμήστρα και ο Αίγισθος έχουν τους δικούς τους λόγους να θέλουν το φόνο του Αγαμέμνονα: η Κλυταιμήστρα, γιατί της στέρησε την αγαπημένη κόρη Ιφιγένεια, ο Αίγισθος, γιατί ήθελε να εκδικηθεί το γιο του Ατρέα για το φοβερό δείπνο στο Θυέστη, το δικό του πατέρα.
Ακόμα ο Αγαμέμνων πληρώνει για το θάνατο χιλιάδων πολεμιστών, που άφησαν την τελευταία πνοή τους στην Τροία. Είναι ο αδίστακτος ηγεμόνας, που αδιαφορεί για τη ζωή των υπηκόων του, τους οδηγεί στο θάνατο, για να δοξαστεί. Ο Αγαμέμνων είναι ένοχος, γιατί παρασύρεται από το πάθος της κατάκτησης. Το ίδιο ένοχοι όλοι οι μεγάλοι της γης, που σέρνουν στο θάνατο εκατομμύρια αθώων.
Ο ποιητής κατακρίνει την πολιτική του επεκτατισμού και έμμεσα καυτηριάζει και την πολιτική των Αθηνών που, μετά τους Περσικούς πολέμους, επεκτείνονται σε βάρος των συμμάχων τους. Οι αχόρταγοι της εξουσίας δε μένουν ατιμώρητοι και αυτό θα πραγματοποιηθεί με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, την υποδούλωση της Αθήνας στη Σπάρτη. Ολόκληρος ο «Αγαμέμνων» αλλά και η τριλογία ολόκληρη είναι ένα συνεχές κήρυγμα κατά της αιματοχυσίας. Η ομαδική σφαγή στον πόλεμο για ξένα συμφέροντα και για την ικανοποίηση φιλοδοξιών ενός άρχοντα είναι μισητή στον ποιητή, κήρυκα της ειρήνης. Ιδέες που ισχύουν και σήμερα.
Η Δίκη είναι ύψιστη ιδέα, κυρίαρχη στο έργο του Αισχύλου. Ο Δίας κυβερνά τον κόσμο και τίποτε δε γίνεται χωρίς αυτόν. Η Αισχύλεια θεολογία αναφέρεται σ΄ένα Δία που φτάνει στο ύψος της ανώνυμης θεότητας. Ζευς όστις ποτ' εστίν, ει τόδ’ αυτώ φίλον κεκλημένω, τούτο νιν προσεννέπω. Ο Δίας, όποιος κι αν είναι, αν μ’ αυτό το όνομα του αρέσει να τον λένε, μ’ αυτό κι εγώ τον ονομάζω, μεταφράζει ο Γρυπάρης. Ο Δίας είναι ο εγγυητής μιας έννομης και λογικής τάξης πραγμάτων. Είναι ο κυρίαρχος του κόσμου που ταυτίζεται με τη Δίκη. Αυτός ο θεός έδωσε σύνεση και φρόνηση στους ανθρώπους και όρο τους έθεσε απαράβατο το πάθει μάθος (το πάθημα γίνεται μάθημα) που είναι ο τελικός δρόμος του ανθρώπου. Μέσα από τα βάσανα και τα πάθη ο άνθρωπος φθάνει στην ολοκλήρωση και στη γνώση. Κάθε κακία τιμωρείται, ενώ εκείνος που, αμέσως με άτιμα μέσα, γίνεται πλούσιος και ευτυχισμένος δυστυχεί, τιμωρημένος από τούς θεούς. Η αδικία, η αλαζονεία, ο εγωισμός φέρνουν τη συμφορά. Μόνο ο δίκαιος δεν είναι δυστυχισμένος.
Παρουσιάζοντας ο Αισχύλος στα μάτια των θεατών την υπόθεση του Αγαμέμνονα μπόρεσε να δείξει το αναπόφευκτο της τιμωρίας, πώς ένας φόνος μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και τιμωρείται. Ατρέας, Αγαμέμνων, θυσία της Ιφιγένειας, Κλυταιμήστρα, Ορέστης. Μια αλυσίδα εγκλημάτων, που το ένα ακολουθεί το άλλο σαν αποτέλεσμα του πρώτου.
Μέσα στην αλυσίδα αυτή ενοχής - εξιλέωσης παρεμβάλλεται και μία παράξενη αντίληψη για ένα δαίμονα, ένα θεό που υποβοηθά την ενοχή του ανθρώπου, ένα θεό που μας οδηγεί στη γνώση μέσα από πικρές εμπειρίες. Είναι ο Αλάστωρ, ο κακός δαίμονας, που μεταβαίνει διαδοχικά στους απογόνους, από γενιά σε γενιά και την οδηγεί στην καταστροφή. Αυτός ο δαίμονας μπορεί να υποβοηθεί, δεν εμποδίζει όμως την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος παίρνει την απόφαση για την οποιαδήποτε ενέργεια και τότε έχει και τη βοήθεια του Αλάστορα.
Στον Αγαμέμνονα παρακολουθούμε την τύφλωση που προκαλεί η φιλοδοξία και τη σοφιστεία, με την οποία προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του, ότι η θυσία της κόρης του Ιφιγένειας είναι αναγκαία για την εκστρατεία, που απαιτούν οι θεοί, όπως υποστηρίζει, όμως παρανοεί τις θεϊκές εντολές, παρασυρμένος από τη φιλοδοξία. Ο Αγαμέμνων βρίσκεται μπροστά σε δύο δρόμους κι ο ένας από τους δύο πρέπει να ακολουθηθεί. Ο Αγαμέμνων μπορεί να κουβαλά στην πλάτη του το βάρος της πατρικής αμαρτίας, είναι όμως ελεύθερος να διαλέξει το δρόμο, που ο ίδιος έκρινε σωστό. Παρανοεί και παρακούει τους θεούς΄ ήδη η Άρτεμη είναι χολωμένη μαζί του κι οι θεοί της Τροίας δεν θέλουν την καταστροφή της. Η παραπλάνηση αυτή είναι έργο του Αλάστορα.
Από τον ίδιο δαίμονα παρασυρμένη και η Κλυταιμήστρα χτυπάει τον άνδρα της, όχι μόνο για να πάρει εκδίκηση, αλλά και από ανίερη αφοσίωση στον Αίγισθο και φιλαρχία. Η άγρια εκδίκηση όμως οφείλει να χαλιναγωγηθεί από την έννομη δικαιοσύνη, διαφορετικά ο φόνος φέρνει άλλο φόνο και τέλος στον αιματηρό κατάλογο δεν υπάρχει.
Η μεταφυσική του Αισχύλου σ' αυτό το έργο βασίζεται σε τρεις βασικές αρχές που μπορούν να θεωρηθούν σαν προβολές μιας και της αυτής δύναμης, της Ανάγκης. Αυτές είναι η Μοίρα, η Άτη και η Δίκη.
Η πρώτη, η Μοίρα, είναι το υπέρτατο κέντρο, κάτω από την εξουσία της οποίας υπάρχουν οι θεοί και οι άνθρωποι. Η Άτη είναι η ακατανίκητη και σκοτεινή δύναμη, που κυριεύει τους ανθρώπους και τους οδηγεί σε καταστρεπτικές πράξεις και ηθικές παραβάσεις. Προκαλείται από δυνάμεις σκοτεινές και βίαιες, όπως παλαιά εγκλήματα, κατάρες και αμαρτίες προγονικές, δυνάμεις δηλ. που βρίσκονται έξω από τον άνθρωπο. Τον οίκο των Ατρειδών βαραίνει το παλιό έγκλημα του Ατρέα και η κατάρα του Θυέστη. Αυτά αποτελούν τα εξωτερικά αίτια που προκαλούν την Άτη.
Πολλές φορές όμως μπορεί να προκληθεί και από εσωτερικά αίτια ανάλογα με την ψυχοσύνθεση και το χαρακτήρα του τραγικού ήρωα. Πάνω στην Κλυταιμήστρα δε βαραίνει καμιά προηγούμενη αμαρτία, την προκαλεί όμως μόνη της. Η θυσία της Ιφιγένειας ανάβει άσβεστη φωτιά στην Κλυταιμήστρα, που δε σβήνει παρά μόνο με αίμα. Το πάθος τούτο σπρώχνει την Κλυταιμήστρα στην αγκαλιά ενός κατώτερου άνδρα και στο φόνο του ανδρός της.
Επακόλουθο της Άτης είναι η Δίκη, που φέρνει πάλι τη χαμένη ισορροπία. Τιμωρεί κάθε παράβαση και συμπίπτει, όχι όμως πάντοτε, με την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Η Δίκη ενεργεί ψυχρά και ασυγκίνητα, με τη μαθηματική ακρίβεια των φυσικών νόμων, αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα πάθη, ίσως και με πνεύμα εκδίκησης.
Ο Αισχύλος ταυτίζει το Δία με τη Δίκη, που χρησιμοποιεί πολλές φορές δαιμονικά ή φυσικά στοιχεία ή τον ίδιο τον άνθρωπο για την επιβολή της.
Ο Αισχύλος όμως είναι και πολιτικός ποιητής. Εξετάζει τη θέση του ατόμου απέναντι στη δύναμη, που μπορεί στην αρχή να είναι υπερβατική, αλλά μεταπίπτει αργότερα στο ανθρώπινο επίπεδο, σαν πολιτική εξουσία. Αλλά και ως Αθηναίος πολίτης πρέπει να πάρει θέση σε καίρια θέματα όπως τη δίψα των πολιτικών κομμάτων της Αθήνας για την κατάληψη της εξουσίας και την επέκτασή της. Η Αθηναϊκή δημοκρατία σε ακμή και με επεκτατική εξωτερική πολιτική πρέπει να προσέχει .
Πέρα απ' αυτό, την περίοδο εκείνη οι Αθηναίοι είχαν συνάψει συνθήκη ειρήνης με τους Αργείους, τη σημασία της οποίας προσπάθησε ο Αισχύλος να δείξει στους συμπατριώτες του.
Έζησε ο ποιητής τη φρίκη του πολέμου, αφού πήρε μέρος στο Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα και σε άλλες μάχες των περσικών πολέμων, και αποτύπωσε τις πικρές εμπειρίες στο έργο του. Γνώρισε από κοντά το πένθος και την απελπισία που προκαλεί ο χαμός ενός ανθρώπου στους δικούς του (ας θυμηθούμε τον αδελφό του Κυναίγειρο ένα από τους μεγαλύτερους ήρωες). Γι’ αυτό και ξέρει καλά γιατί κατακρίνει τον πόλεμο και διακηρύσσει την πίστη στην ειρήνη.
ΧΟΗΦΟΡΟΙ
Ας προχωρήσουμε στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, στην τραγωδία Χοηφόροι αρχίζοντας από την εκδίκηση των νεκρών στους αρχαίους Έλληνες.
Η λατρεία των νεκρών είναι συνδεδεμένη με την πίστη πως ο νεκρός και πέραν του τάφου ζει, αισθάνεται και παρακολουθεί τα εγκόσμια. Εκτός από τις συνηθισμένες διαδικασίες που θα γίνουν κατά την ταφή του, οι ζώντες συγγενείς και προ πάντων όσοι προέρχονται άμεσα απ’ αυτόν πρέπει τακτικά να αποθέτουν στον τάφο τα σύμβολα της μνήμης και του ιερού σεβασμού τους. Οι χοές και οι ευχές είναι απαραίτητες. Ο νεκρός βρίσκεται σε τακτική συναναστροφή με τους ζώντες κι είναι ευνοϊκός αν τον τιμούν, ειδ’ άλλως τιμωρεί.
Οι νεκροί μεταπλάθονται σε σκοτεινά, αόρατα όντα, γι’ αυτό είναι σεβαστοί. Όταν περιφρονήσει κανείς το νεκρό, ακολουθούν βλάβες, θανατικό, λιμός. Οι νεκροί κυβερνούν τους ζωντανούς και ρυθμίζουν την τύχη τους, ανάλογα με τη συμπεριφορά των.
Ο νεκρός πέραν του τάφου ορίζει και επιβάλλει καθήκοντα. Και προ πάντων ο δολοφονημένος, που ζητά εκδίκηση. Η ψυχή του δολοφονημένου νεκρού απειλεί, καταστρέφει. Η ψυχή του φονιά φοβάται συνεχώς΄ αυτός θεωρείται υπεύθυνος για κάθε κακό που θα πέσει στην πόλη, όλοι τον αποστρέφονται. Ζει σ’ ένα εφιαλτικό φόβο ο φονιάς, γιατί ξέρει πως βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση του θύματός του. Η επικείμενη τιμωρία τον γεμίζει αγωνία και άγχος
Μπορεί ο νεκρός να ορίσει κάποιο συγγενή του να πάρει εκδίκηση. «Δράσαντι παθείν», έκαμες θα πάθεις. Το αίμα του νεκρού ζητά το αίμα του δράστη. Στην Παλαιά Διαθήκη « Και νυν επικατάρατος συ από της γης η έχανεν το στόμα αυτής δέξασθαι το αίμα του αδελφού σου εκ της χειρός σου», διαβάζουμε στη Γένεση μετά τον πρώτο φόνο του ανθρώπου. «Ο εκχέων αίμα ανθρώπου αντί του αίματος αυτού εκχυθήσεται ότι εν εικόνι θεού εποίησα τον άνθρωπον.»
Όταν αργότερα το κράτος αναλαμβάνει να τιμωρεί το φονιά, τούτο αποτελεί μεταβίβαση καθήκοντος που είχαν οι άμεσοι συγγενείς του φονευθέντος. Μόλις γίνει φόνος, ο άμεσος συγγενής του θύματος καταθέτει μήνυση εναντίον του φονιά, και κατά τη δίκη ζητά τη θανατική του καταδίκη. Το δικαίωμα της ανταπόδοσης με θάνατο είναι ιερό, γι’ αυτό και τα δικαστήρια φόνου διατηρούν το θρησκευτικό χαρακτήρα τους.
Αυτό το πανάρχαιο έθος της εκδίκησης είναι ένας από τους άγραφους νόμους του παλαιού δικαίου. Αυτός βρίσκεται στη βάση των «Χοηφόρων». Ο δολοφονημένος Αγαμέμνων απαιτεί εκδίκηση. Ζητεί από τον Ορέστη να σκοτώσει τη μητέρα του, φονιά του πατέρα του.
Ο Αισχύλος μελέτησε τα θρησκευτικά έθιμα του ελληνικού λαού, εισέδυσε στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής του, μελέτησε τον παλαιό κώδικα της Δίκης που θα επιζούσε στα λαϊκά στρώματα, κι εκεί βρήκε τον εφιαλτικό και σκοτεινό κόσμο των αόρατων χθόνιων δυνάμεων συνδεδεμένων με τη λατρεία των νεκρών. Η θρησκεία των νεκρών όριζε καθήκοντα και υποχρεώσεις στους ζωντανούς. Είναι η εποχή που τα γένη και οι φατρίες ρυθμίζουν την αγωγή του ατόμου μέσα στην κοινωνία. Το άτομο εξαρτάται από το γένος του και είναι υπόλογο για τη συμπεριφορά του απέναντι στον αρχηγό της οικογένειας.
Παρά την εγκαθίδρυση στον Όλυμπο μιας νέας γενιάς θεών εύρωστων και υγιών, ο λαός εξακολουθεί να είναι δεμένος με τη γη και με τον μυστηριακό υποχθόνιο κόσμο και να αισθάνεται τις αόρατες δυνάμεις του σκότους να τον κυβερνούν. Η παλαιά αυτή δίκη, θεμελιωμένη στη θρησκεία και στη λατρεία των νεκρών, υπόκειται στις Χοηφόρους. Την ανασυνθέτει με τα πιο μελανά χρώματα, για να την αντιθέσει με τη νέα Δίκη, που θα παρουσιάσει στις Ευμενίδες. Η νέα Δίκη είναι εδραιωμένη στη σωφροσύνη και παντοδυναμία του Δία, που καθορίζει ασφαλή κριτήρια βάσει των οποίων θα ρυθμίζεται το δίκαιο και οι σχέσεις των ανθρώπων. Βάσει του νέου Δικαίου δεν είναι οι νεκροί που θα κυβερνούν τους ζωντανούς αλλά το φως της δικαιοσύνης του Δία.
Ας δούμε όμως το έργο. Χοηφόροι, το δεύτερο της τριλογίας Ορέστεια.
Κύριο πρόσωπο στο έργο δεν είναι ο Ορέστης όσο ο τάφος του Αγαμέμνονα που κυριαρχεί στη ορχήστρα. Ο νεκρός καθορίζει τη δράση των ζώντων, αυτός θα οπλίσει το φονικό χέρι του γιου να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα. Αυτό είναι και το κύριο μήνυμα που ακούεται την ώρα της εκδίκησης, ότι το ζωντανό σκοτώνουν οι πεθαμένοι. Το αίμα ζητά αίμα. Όσοι σκότωσαν θα ’βρουν θάνατο με τη σειρά τους.
Η εμφάνιση του Ορέστη είχε ήδη ετοιμαστεί στον «Αγαμέμνονα». Η Κλυταιμήστρα, επειδή φοβάται αναρχία του δήμου στο Άργος, είχε στείλει το μικρό Ορέστη στη Φωκίδα, κοντά στο Στρόφιο τον Φωκέα. Η Κασσάνδρα αναφέρεται σε εκδίκηση κι ο Χορός επισείει στον Αίγισθο την απειλή της καθόδου του Ορέστη για εκδίκηση.
ι «Χοηφόροι» αρχίζουν με την παρουσία του Ορέστη μπροστά στον τάφο του πατέρα του. Έρχεται παρακαλώντας το χθόνιο Ερμή να τον βοηθήσει και καταθέτει στον τάφο τον «πενθητήριον πλόκαμον», όταν βλέπει να έρχονται μαυροφορεμένες γυναίκες και η Ηλέκτρα. Παρακαλεί το Δία να γίνει βοηθός του, να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του και κρύβεται με τον Πυλάδη. Ο χορός των χοηφόρων γυναικών μας πληροφορεί πως η Κλυταιμήστρα τα μεσάνυχτα έσυρε κραυγή μεγάλη κι οι ονειροκριτές απεφάνθησαν πως οι νεκροί αγανακτούν μ΄ αυτούς που τους σκότωσαν. Η Κλυταιμήστρα τις στέλλει να καταπραΰνουν με χοές τον νεκρό, όμως αυτό είναι αμφίβολο, αφού αίμα που χύθηκε στη γη ζητά αίμα.
Η Ηλέκτρα ζητά τη συμβουλή των γυναικών, τι να πει στο νεκρό, πως φέρνει δώρα απ’ την αγαπημένη του γυναίκα ή «αντιδούναι ίσα τοις πέμπουσι», να ανταποδώσει τα ίσα σ’ αυτούς που στέλλουν τις χοές; Ο Χορός λέει απερίφραστα πως μόνη ευχή της πρέπει να είναι η επιστροφή του Ορέστη, ο οποίος «ανταποκτενεί», θα σκοτώσει τους φονιάδες. Αυτό εύχεται πάνω στον τάφο του πατέρα της. Διεκτραγωδεί τη ζωή της μέσα στο παλάτι, υπενθυμίζει ότι ο πλούτος τους βρίσκεται σε ξένα χέρια, κι ο Ορέστης ζει μακριά στην ξενιτιά. Όμως δίκη είναι το «αντικατθανείν», να σκοτωθούν οι φονιάδες. Δίνει το σύνθημα στο Χορό να αρχίσει το θρηνητικό τραγούδι, ενώ παρατηρεί τα κομμένα μαλλιά πάνω στον τάφο. Σε ποιον άλλο μπορεί ν’ ανήκουν παρά στον Ορέστη; Κοιτάζει προσεκτικά και αντιλαμβάνεται νωπά ίχνη ποδιών. Κάποιος ήταν προ ολίγου εδώ, τα ίχνη του δείχνουν πως σίγουρα είναι ο αδελφός της, όλα εκεί καταλήγουν.
Η αναγνώριση γίνεται γρήγορα και τα δυο αδέλφια αποτείνονται στο Δία να τους βοηθήσει. Είναι δυο νεοσσοί ορφανοί αετού πατέρα, που έπεσε στα δίχτυα της έχιδνας μάνας τους. (Η εικόνα των αετών θυμίζει τους αετούς του Κάλχαντα, την καταστροφή της Τροίας και τώρα μια άλλη καταστροφή, του εκπορθητή της Τροίας. Ο Αισχύλος είναι μέγας ποιητής.) Το γένος των Ατρειδών δεν πρέπει να αφανιστεί. Γι’ αυτό και οι θεοί θα πρέπει να βοηθήσουν για να γίνει το θέλημά τους, ιδίως ο Απόλλων που έδωσε το χρησμό. Αν δεν γίνει το θέλημά τους, πολλές οι πληγές που θα έλθουν από τις Ερινύες, έτσι έλεγε ο Απόλλων. Ο Ορέστης θα πάσχει σ’ όλη τη ζωή του. Θα γεμίσει το σώμα του πληγές και ο νεκρός πατέρας θα τον καταδιώκει μέχρις αφανισμού. Ο παραβάτης των χρησμών και του καθήκοντος προς τους νεκρούς θα καταδιώκεται από όλους, ζωντανούς και προπάντων τον νεκρό.
Σε τέτοια αυστηρή επιταγή δεν μπορεί να μην υπακούσει. Κι αν δεν πιστεύει στο χρησμό, είναι κι άλλες αιτίες: το βαρύ πένθος, η φτώχεια του, οι συμπολίτες που βρίσκονται κάτω από την τυραννία των δυο δολοφόνων.
Μόλις τελειώνει ο Ορέστης το δραματικό του μονόλογο, οι γυναίκες του Χορού δίνουν το σύνθημα του θρήνου. Ο νεκρός βασιλιάς ακούει. Ο Χορός ίσως να αντιλήφθηκε τους δισταγμούς του Ορέστη και προσπαθεί να του βάλει την ιδέα της εκδίκησης που ορίζει ο νόμος: το αίμα ζητά αίμα. Οι Μοίρες ας είναι βοηθοί κι ο Δίας. «Αντί μεν εχθράς γλώσσης εχθρά γλώσσα τελείσθω. Τουφειλόμενον πράσσουσα Δίκη μέγ’ αϋτεί. Αντί δε πληγής φονίας φονίαν πληγήν τινέτω. Δράσαντι παθείν, τριγέρων μύθος τάδε φωνεί.» Μα ω Μοίρες μεγάλες, ας είναι απ’ τον Δία να τελειώσουνε όλα εκεί όπου τώρα το δίκηο πηγαίνει. Να πληρώνεται η γλώσσα η μίσος γεμάτη με γλώσσα από μίσος γεμάτη. Το βροντοφωνάζει η Δίκη που εισπράττει αυτό που ο καθείς της χρωστάει. Με πληγή φονική να πληρώνει την πληγή που θ’ ανοίξει ο φονιάς.
Ο δράστης να πάθει. Αυτό λέει ο παμπάλαιος λόγος.
Τον εσωτερικό διχασμό και προβληματισμό του Ορέστη παρακολουθούμε στα λόγια του: «Ωιμένα δυνάμεις υπέρτατες του κάτω κόσμου, για δείτε, Αρές παντοδύναμες των πεθαμένων, για δείτε εμάς τους Ατρείδες που μείναμε, μπλεγμένους, και πού τώρα να στραφεί κανείς, ω θεέ μου;» Ενώ συνεχώς οι χοηφόροι υπενθυμίζουν : το αίμα ζητά αίμα.
Ακολουθεί θρήνος των χοηφόρων, της Ηλέκτρας και του Ορέστη με περιγραφές του φόνου τέτοιες που ανεβαίνει και πάλι το θερμόμετρο του μίσους ενάντια στους φονιάδες, μια τέχνη απαράμιλλη του Αισχύλου να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ένα ανακάλημα του νεκρού, να βοηθήσει τους ζωντανούς να πάρουν το αίμα του πίσω, « μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης, πάτερ», λέει ο γιος.
Ο Ορέστης έχει έργο να επιτελέσει. Φτάνει ο θρήνος. Ζητεί να μάθει γιατί βρίσκονται εκεί οι γυναίκες. Πληροφορείται τα του ονείρου της Κλυταιμήστρας. Βεβαιώνεται πως το φίδι που είδε στον ύπνο της η Κλυταιμήστρα πως ρουφώντας απ’ το γάλα της την πλήγωσε είναι ο ίδιος ο Ορέστης. Σχεδιάζει με δόλο να μπει στο παλάτι. Θα μπουν με τον Πυλάδη μεταμφιεσμένοι σε ξένους.
Μόλις μπει, λέει, μέσα στο ανάκτορο και τον παρουσιάσουν στον Αίγισθο, που θα κάθεται στο θρόνο του πατέρα του, θα τον σκοτώσει. Για τη μάνα του αποφεύγει να κάμει λόγο.
Οι γυναίκες του Χορού αναφέρονται στα βάσανα που υπέφερε κόσμος από τα εγκλήματα των γυναικών και παραθέτει μια σειρά τέτοιων μυθολογικών περιπτώσεων.
Ο Ορέστης κι ο Πυλάδης πλησιάζουν προς το ανάκτορο, κτυπούν, ανοίγει ο πυλωρός, στον οποίον εξηγεί ο Ορέστης ότι είναι ξένος -περαστικός από το Άργος και φέρνει ειδήσεις για τους κυρίους του σπιτιού. Εμφανίζεται η βασίλισσα γεμάτη φιλόξενη διάθεση. Ο Ορέστης της μεταδίδει την ψευδή είδηση του θανάτου του. Κάποιος Στρόφιος από τη Φωκίδα τον παρακάλεσε να μεταφέρει στο παλάτι την είδηση του θανάτου του Ορέστη.
Η Κλυταιμήστρα θυμάται την Αρά. Αυτή εξόντωσε και τον τελευταίο αρσενικό γόνο της οικογένειας. Εκφράζει την λύπη της για το κακό, ήταν καλή μητέρα. Προσκαλεί τους ξένους να μπουν στο παλάτι να φιλοξενηθούν όπως αξίζει και δίνει εντολή στο θεράποντα να τους οδηγήσει στα δωμάτια των ξένων. Η ίδια θα ειδοποιήσει τον Αίγισθο που βρίσκεται έξω και γι’ αυτό στέλλει τη γραία τροφό του Ορέστη. «Να έρθει ο Αίγισθος στο παλάτι με την ένοπλη φρουρά του.»
Αλλά η τροφός, που ξεσπά σε κλάματα μόλις άκουσε για το θάνατο του Ορέστη, καθώς βγαίνει από τα ανάκτορα, συναντά το Χορό που την πείθει να πει στον Αίγισθο να έλθει χωρίς όμως της φρουρά του.
Ο Χορός παραδίδεται τώρα σ’ ευχές προς τους Θεούς, το Δία, τον Απόλλωνα, τον Ερμή, για να έλθουν αρωγοί στην επιθυμία του νεκρού. Σε λίγο φθάνει ο Αίγισθος. Καχύποπτος, δεν πιστεύει στα λόγια των γυναικών, θέλει να ανακρίνει ο ίδιος τους ξένους. Φοβάται δόλο, γι’ αυτό πρέπει να ελέγξει την είδηση για το θάνατο του Ορέστη.
Ο Χορός τον παροτρύνει να μπει στο ανάκτορο. Σε λίγο ακούεται η κραυγή πόνου που βγάζει χτυπημένος από το χέρι του εκδικητή Ορέστη. Τρομοκρατημένος ο υπηρέτης αναστατώνει το παλάτι με τις φωνές του. Προστρέχει η Κλυταιμήστρα, που ακούει από το στόμα του τη φρικτή είδηση. «Τον ζώντα καίνειν τους τεθνηκότας λέγω.» Το ζωντανό σκοτώνουν οι πεθαμένοι. Η Κλυταιμήστρα καταλαβαίνει. Θα τους σκοτώσουν με δόλο, όπως κι αυτοί σκότωσαν. Ακούεται ο Ορέστης. «Σε και ματεύω.» Εσένα ζητώ. Η Κλυταιμήστρα κλαίει τον αγαπημένο της Αίγισθο. Ο Ορέστης οργίζεται. Του προτείνει τους μαστούς που τον βύζαξαν, ο Ορέστης απευθύνεται στον Πυλάδη, που θα πει : «Οι θεοί περιμένουν. Κάλιο τους ανθρώπους να ΄χεις εχθρούς παρά το θεό». Η μητέρα του υπενθυμίζει τις Ερινύες. Κι ο Ορέστης: Και του πατέρα τις Ερινύες πώς να τις αποφύγω; Η μητέρα θα τιμωρηθεί, γιατί αυτό απαιτεί ο νεκρός Αγαμέμνων και γιατί μόνη της σκότωσε αυτόν που δεν έπρεπε, γι’ αυτό θα πάθει αυτά που δεν πρέπει.
Η κραυγή της πνίγεται στο χαρούμενο και θριαμβευτικό λόγο του Χορού, που εκφράζει τη χαρά για την απολύτρωση του παλατιού από τη βαριά και σκληρή τυραννία του παράνομου ζευγαριού. Η Δίκη, κόρη του Δία, οδήγησε σωστά το χέρι του Ορέστη. Ο Απόλλων ορθά προφήτεψε. Οι θεοί είναι ανώτεροι, γιατί δεν ανέχονται το κακό και δε συνεργούν σ’ αυτό.
Παρουσιάζεται ο Ορέστης με τα θύματά του. Οι θεατές βλέπουν τα δύο πτώματα, Κλυταιμήστρας και Αίγισθου και το χιτώνα του Αγαμέμνονα με το ξεθωριασμένο αίμα, το δίχτυ, να το δει ο Ήλιος, μαρτυρία πως ο Ορέστης καλά έκαμε που σκότωσε τη μάνα του. Όσο για τον Αίγισθο, πλήρωσε ως μοιχός. Ο Ορέστης προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Ο Απόλλων όρισε κι ο Ορέστης εκτέλεσε. Τώρα πάει ικέτης στο ναό του. Ο Χορός τον διαβεβαιώνει πως έπραξε στο ορθό, αφού ελευθέρωσε το λαό των Αργιτών από τους δυο δράκοντες. Όμως ζωσμένες με φίδια βλέπει μπροστά του τις Ερινύες. Ο χορός υπενθυμίζει τα παθήματα πως άρχισαν από το δείπνο του Θυέστη, συνεχίστηκαν με το φόνο του Αγαμέμνονα, τώρα ο σωτήρας Ορέστης ήλθε ή η συμφορά του θανάτου. Πού θα καταλήξει το μένος της Άτης;
Έφυγε ο 'Ορέστης φεύγει και ο Χορός, μένει στη σκηνή ο τύμβος του Αγαμέμνονα κι η αγωνία για την τύχη του Ορέστη.
Αυτή η υπόθεση του έργου.
Ας προχωρήσουμε στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, στην τραγωδία Χοηφόροι αρχίζοντας από την εκδίκηση των νεκρών στους αρχαίους Έλληνες.
Η λατρεία των νεκρών είναι συνδεδεμένη με την πίστη πως ο νεκρός και πέραν του τάφου ζει, αισθάνεται και παρακολουθεί τα εγκόσμια. Εκτός από τις συνηθισμένες διαδικασίες που θα γίνουν κατά την ταφή του, οι ζώντες συγγενείς και προ πάντων όσοι προέρχονται άμεσα απ’ αυτόν πρέπει τακτικά να αποθέτουν στον τάφο τα σύμβολα της μνήμης και του ιερού σεβασμού τους. Οι χοές και οι ευχές είναι απαραίτητες. Ο νεκρός βρίσκεται σε τακτική συναναστροφή με τους ζώντες κι είναι ευνοϊκός αν τον τιμούν, ειδ’ άλλως τιμωρεί.
Οι νεκροί μεταπλάθονται σε σκοτεινά, αόρατα όντα, γι’ αυτό είναι σεβαστοί. Όταν περιφρονήσει κανείς το νεκρό, ακολουθούν βλάβες, θανατικό, λιμός. Οι νεκροί κυβερνούν τους ζωντανούς και ρυθμίζουν την τύχη τους, ανάλογα με τη συμπεριφορά των.
Ο νεκρός πέραν του τάφου ορίζει και επιβάλλει καθήκοντα. Και προ πάντων ο δολοφονημένος, που ζητά εκδίκηση. Η ψυχή του δολοφονημένου νεκρού απειλεί, καταστρέφει. Η ψυχή του φονιά φοβάται συνεχώς΄ αυτός θεωρείται υπεύθυνος για κάθε κακό που θα πέσει στην πόλη, όλοι τον αποστρέφονται. Ζει σ’ ένα εφιαλτικό φόβο ο φονιάς, γιατί ξέρει πως βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση του θύματός του. Η επικείμενη τιμωρία τον γεμίζει αγωνία και άγχος
Μπορεί ο νεκρός να ορίσει κάποιο συγγενή του να πάρει εκδίκηση. «Δράσαντι παθείν», έκαμες θα πάθεις. Το αίμα του νεκρού ζητά το αίμα του δράστη. Στην Παλαιά Διαθήκη « Και νυν επικατάρατος συ από της γης η έχανεν το στόμα αυτής δέξασθαι το αίμα του αδελφού σου εκ της χειρός σου», διαβάζουμε στη Γένεση μετά τον πρώτο φόνο του ανθρώπου. «Ο εκχέων αίμα ανθρώπου αντί του αίματος αυτού εκχυθήσεται ότι εν εικόνι θεού εποίησα τον άνθρωπον.»
Όταν αργότερα το κράτος αναλαμβάνει να τιμωρεί το φονιά, τούτο αποτελεί μεταβίβαση καθήκοντος που είχαν οι άμεσοι συγγενείς του φονευθέντος. Μόλις γίνει φόνος, ο άμεσος συγγενής του θύματος καταθέτει μήνυση εναντίον του φονιά, και κατά τη δίκη ζητά τη θανατική του καταδίκη. Το δικαίωμα της ανταπόδοσης με θάνατο είναι ιερό, γι’ αυτό και τα δικαστήρια φόνου διατηρούν το θρησκευτικό χαρακτήρα τους.
Αυτό το πανάρχαιο έθος της εκδίκησης είναι ένας από τους άγραφους νόμους του παλαιού δικαίου. Αυτός βρίσκεται στη βάση των «Χοηφόρων». Ο δολοφονημένος Αγαμέμνων απαιτεί εκδίκηση. Ζητεί από τον Ορέστη να σκοτώσει τη μητέρα του, φονιά του πατέρα του.
Ο Αισχύλος μελέτησε τα θρησκευτικά έθιμα του ελληνικού λαού, εισέδυσε στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής του, μελέτησε τον παλαιό κώδικα της Δίκης που θα επιζούσε στα λαϊκά στρώματα, κι εκεί βρήκε τον εφιαλτικό και σκοτεινό κόσμο των αόρατων χθόνιων δυνάμεων συνδεδεμένων με τη λατρεία των νεκρών. Η θρησκεία των νεκρών όριζε καθήκοντα και υποχρεώσεις στους ζωντανούς. Είναι η εποχή που τα γένη και οι φατρίες ρυθμίζουν την αγωγή του ατόμου μέσα στην κοινωνία. Το άτομο εξαρτάται από το γένος του και είναι υπόλογο για τη συμπεριφορά του απέναντι στον αρχηγό της οικογένειας.
Παρά την εγκαθίδρυση στον Όλυμπο μιας νέας γενιάς θεών εύρωστων και υγιών, ο λαός εξακολουθεί να είναι δεμένος με τη γη και με τον μυστηριακό υποχθόνιο κόσμο και να αισθάνεται τις αόρατες δυνάμεις του σκότους να τον κυβερνούν. Η παλαιά αυτή δίκη, θεμελιωμένη στη θρησκεία και στη λατρεία των νεκρών, υπόκειται στις Χοηφόρους. Την ανασυνθέτει με τα πιο μελανά χρώματα, για να την αντιθέσει με τη νέα Δίκη, που θα παρουσιάσει στις Ευμενίδες. Η νέα Δίκη είναι εδραιωμένη στη σωφροσύνη και παντοδυναμία του Δία, που καθορίζει ασφαλή κριτήρια βάσει των οποίων θα ρυθμίζεται το δίκαιο και οι σχέσεις των ανθρώπων. Βάσει του νέου Δικαίου δεν είναι οι νεκροί που θα κυβερνούν τους ζωντανούς αλλά το φως της δικαιοσύνης του Δία.
Ας δούμε όμως το έργο. Χοηφόροι, το δεύτερο της τριλογίας Ορέστεια.
Κύριο πρόσωπο στο έργο δεν είναι ο Ορέστης όσο ο τάφος του Αγαμέμνονα που κυριαρχεί στη ορχήστρα. Ο νεκρός καθορίζει τη δράση των ζώντων, αυτός θα οπλίσει το φονικό χέρι του γιου να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα. Αυτό είναι και το κύριο μήνυμα που ακούεται την ώρα της εκδίκησης, ότι το ζωντανό σκοτώνουν οι πεθαμένοι. Το αίμα ζητά αίμα. Όσοι σκότωσαν θα ’βρουν θάνατο με τη σειρά τους.
Η εμφάνιση του Ορέστη είχε ήδη ετοιμαστεί στον «Αγαμέμνονα». Η Κλυταιμήστρα, επειδή φοβάται αναρχία του δήμου στο Άργος, είχε στείλει το μικρό Ορέστη στη Φωκίδα, κοντά στο Στρόφιο τον Φωκέα. Η Κασσάνδρα αναφέρεται σε εκδίκηση κι ο Χορός επισείει στον Αίγισθο την απειλή της καθόδου του Ορέστη για εκδίκηση.
ι «Χοηφόροι» αρχίζουν με την παρουσία του Ορέστη μπροστά στον τάφο του πατέρα του. Έρχεται παρακαλώντας το χθόνιο Ερμή να τον βοηθήσει και καταθέτει στον τάφο τον «πενθητήριον πλόκαμον», όταν βλέπει να έρχονται μαυροφορεμένες γυναίκες και η Ηλέκτρα. Παρακαλεί το Δία να γίνει βοηθός του, να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του και κρύβεται με τον Πυλάδη. Ο χορός των χοηφόρων γυναικών μας πληροφορεί πως η Κλυταιμήστρα τα μεσάνυχτα έσυρε κραυγή μεγάλη κι οι ονειροκριτές απεφάνθησαν πως οι νεκροί αγανακτούν μ΄ αυτούς που τους σκότωσαν. Η Κλυταιμήστρα τις στέλλει να καταπραΰνουν με χοές τον νεκρό, όμως αυτό είναι αμφίβολο, αφού αίμα που χύθηκε στη γη ζητά αίμα.
Η Ηλέκτρα ζητά τη συμβουλή των γυναικών, τι να πει στο νεκρό, πως φέρνει δώρα απ’ την αγαπημένη του γυναίκα ή «αντιδούναι ίσα τοις πέμπουσι», να ανταποδώσει τα ίσα σ’ αυτούς που στέλλουν τις χοές; Ο Χορός λέει απερίφραστα πως μόνη ευχή της πρέπει να είναι η επιστροφή του Ορέστη, ο οποίος «ανταποκτενεί», θα σκοτώσει τους φονιάδες. Αυτό εύχεται πάνω στον τάφο του πατέρα της. Διεκτραγωδεί τη ζωή της μέσα στο παλάτι, υπενθυμίζει ότι ο πλούτος τους βρίσκεται σε ξένα χέρια, κι ο Ορέστης ζει μακριά στην ξενιτιά. Όμως δίκη είναι το «αντικατθανείν», να σκοτωθούν οι φονιάδες. Δίνει το σύνθημα στο Χορό να αρχίσει το θρηνητικό τραγούδι, ενώ παρατηρεί τα κομμένα μαλλιά πάνω στον τάφο. Σε ποιον άλλο μπορεί ν’ ανήκουν παρά στον Ορέστη; Κοιτάζει προσεκτικά και αντιλαμβάνεται νωπά ίχνη ποδιών. Κάποιος ήταν προ ολίγου εδώ, τα ίχνη του δείχνουν πως σίγουρα είναι ο αδελφός της, όλα εκεί καταλήγουν.
Η αναγνώριση γίνεται γρήγορα και τα δυο αδέλφια αποτείνονται στο Δία να τους βοηθήσει. Είναι δυο νεοσσοί ορφανοί αετού πατέρα, που έπεσε στα δίχτυα της έχιδνας μάνας τους. (Η εικόνα των αετών θυμίζει τους αετούς του Κάλχαντα, την καταστροφή της Τροίας και τώρα μια άλλη καταστροφή, του εκπορθητή της Τροίας. Ο Αισχύλος είναι μέγας ποιητής.) Το γένος των Ατρειδών δεν πρέπει να αφανιστεί. Γι’ αυτό και οι θεοί θα πρέπει να βοηθήσουν για να γίνει το θέλημά τους, ιδίως ο Απόλλων που έδωσε το χρησμό. Αν δεν γίνει το θέλημά τους, πολλές οι πληγές που θα έλθουν από τις Ερινύες, έτσι έλεγε ο Απόλλων. Ο Ορέστης θα πάσχει σ’ όλη τη ζωή του. Θα γεμίσει το σώμα του πληγές και ο νεκρός πατέρας θα τον καταδιώκει μέχρις αφανισμού. Ο παραβάτης των χρησμών και του καθήκοντος προς τους νεκρούς θα καταδιώκεται από όλους, ζωντανούς και προπάντων τον νεκρό.
Σε τέτοια αυστηρή επιταγή δεν μπορεί να μην υπακούσει. Κι αν δεν πιστεύει στο χρησμό, είναι κι άλλες αιτίες: το βαρύ πένθος, η φτώχεια του, οι συμπολίτες που βρίσκονται κάτω από την τυραννία των δυο δολοφόνων.
Μόλις τελειώνει ο Ορέστης το δραματικό του μονόλογο, οι γυναίκες του Χορού δίνουν το σύνθημα του θρήνου. Ο νεκρός βασιλιάς ακούει. Ο Χορός ίσως να αντιλήφθηκε τους δισταγμούς του Ορέστη και προσπαθεί να του βάλει την ιδέα της εκδίκησης που ορίζει ο νόμος: το αίμα ζητά αίμα. Οι Μοίρες ας είναι βοηθοί κι ο Δίας. «Αντί μεν εχθράς γλώσσης εχθρά γλώσσα τελείσθω. Τουφειλόμενον πράσσουσα Δίκη μέγ’ αϋτεί. Αντί δε πληγής φονίας φονίαν πληγήν τινέτω. Δράσαντι παθείν, τριγέρων μύθος τάδε φωνεί.» Μα ω Μοίρες μεγάλες, ας είναι απ’ τον Δία να τελειώσουνε όλα εκεί όπου τώρα το δίκηο πηγαίνει. Να πληρώνεται η γλώσσα η μίσος γεμάτη με γλώσσα από μίσος γεμάτη. Το βροντοφωνάζει η Δίκη που εισπράττει αυτό που ο καθείς της χρωστάει. Με πληγή φονική να πληρώνει την πληγή που θ’ ανοίξει ο φονιάς.
Ο δράστης να πάθει. Αυτό λέει ο παμπάλαιος λόγος.
Τον εσωτερικό διχασμό και προβληματισμό του Ορέστη παρακολουθούμε στα λόγια του: «Ωιμένα δυνάμεις υπέρτατες του κάτω κόσμου, για δείτε, Αρές παντοδύναμες των πεθαμένων, για δείτε εμάς τους Ατρείδες που μείναμε, μπλεγμένους, και πού τώρα να στραφεί κανείς, ω θεέ μου;» Ενώ συνεχώς οι χοηφόροι υπενθυμίζουν : το αίμα ζητά αίμα.
Ακολουθεί θρήνος των χοηφόρων, της Ηλέκτρας και του Ορέστη με περιγραφές του φόνου τέτοιες που ανεβαίνει και πάλι το θερμόμετρο του μίσους ενάντια στους φονιάδες, μια τέχνη απαράμιλλη του Αισχύλου να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ένα ανακάλημα του νεκρού, να βοηθήσει τους ζωντανούς να πάρουν το αίμα του πίσω, « μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης, πάτερ», λέει ο γιος.
Ο Ορέστης έχει έργο να επιτελέσει. Φτάνει ο θρήνος. Ζητεί να μάθει γιατί βρίσκονται εκεί οι γυναίκες. Πληροφορείται τα του ονείρου της Κλυταιμήστρας. Βεβαιώνεται πως το φίδι που είδε στον ύπνο της η Κλυταιμήστρα πως ρουφώντας απ’ το γάλα της την πλήγωσε είναι ο ίδιος ο Ορέστης. Σχεδιάζει με δόλο να μπει στο παλάτι. Θα μπουν με τον Πυλάδη μεταμφιεσμένοι σε ξένους.
Μόλις μπει, λέει, μέσα στο ανάκτορο και τον παρουσιάσουν στον Αίγισθο, που θα κάθεται στο θρόνο του πατέρα του, θα τον σκοτώσει. Για τη μάνα του αποφεύγει να κάμει λόγο.
Οι γυναίκες του Χορού αναφέρονται στα βάσανα που υπέφερε κόσμος από τα εγκλήματα των γυναικών και παραθέτει μια σειρά τέτοιων μυθολογικών περιπτώσεων.
Ο Ορέστης κι ο Πυλάδης πλησιάζουν προς το ανάκτορο, κτυπούν, ανοίγει ο πυλωρός, στον οποίον εξηγεί ο Ορέστης ότι είναι ξένος -περαστικός από το Άργος και φέρνει ειδήσεις για τους κυρίους του σπιτιού. Εμφανίζεται η βασίλισσα γεμάτη φιλόξενη διάθεση. Ο Ορέστης της μεταδίδει την ψευδή είδηση του θανάτου του. Κάποιος Στρόφιος από τη Φωκίδα τον παρακάλεσε να μεταφέρει στο παλάτι την είδηση του θανάτου του Ορέστη.
Η Κλυταιμήστρα θυμάται την Αρά. Αυτή εξόντωσε και τον τελευταίο αρσενικό γόνο της οικογένειας. Εκφράζει την λύπη της για το κακό, ήταν καλή μητέρα. Προσκαλεί τους ξένους να μπουν στο παλάτι να φιλοξενηθούν όπως αξίζει και δίνει εντολή στο θεράποντα να τους οδηγήσει στα δωμάτια των ξένων. Η ίδια θα ειδοποιήσει τον Αίγισθο που βρίσκεται έξω και γι’ αυτό στέλλει τη γραία τροφό του Ορέστη. «Να έρθει ο Αίγισθος στο παλάτι με την ένοπλη φρουρά του.»
Αλλά η τροφός, που ξεσπά σε κλάματα μόλις άκουσε για το θάνατο του Ορέστη, καθώς βγαίνει από τα ανάκτορα, συναντά το Χορό που την πείθει να πει στον Αίγισθο να έλθει χωρίς όμως της φρουρά του.
Ο Χορός παραδίδεται τώρα σ’ ευχές προς τους Θεούς, το Δία, τον Απόλλωνα, τον Ερμή, για να έλθουν αρωγοί στην επιθυμία του νεκρού. Σε λίγο φθάνει ο Αίγισθος. Καχύποπτος, δεν πιστεύει στα λόγια των γυναικών, θέλει να ανακρίνει ο ίδιος τους ξένους. Φοβάται δόλο, γι’ αυτό πρέπει να ελέγξει την είδηση για το θάνατο του Ορέστη.
Ο Χορός τον παροτρύνει να μπει στο ανάκτορο. Σε λίγο ακούεται η κραυγή πόνου που βγάζει χτυπημένος από το χέρι του εκδικητή Ορέστη. Τρομοκρατημένος ο υπηρέτης αναστατώνει το παλάτι με τις φωνές του. Προστρέχει η Κλυταιμήστρα, που ακούει από το στόμα του τη φρικτή είδηση. «Τον ζώντα καίνειν τους τεθνηκότας λέγω.» Το ζωντανό σκοτώνουν οι πεθαμένοι. Η Κλυταιμήστρα καταλαβαίνει. Θα τους σκοτώσουν με δόλο, όπως κι αυτοί σκότωσαν. Ακούεται ο Ορέστης. «Σε και ματεύω.» Εσένα ζητώ. Η Κλυταιμήστρα κλαίει τον αγαπημένο της Αίγισθο. Ο Ορέστης οργίζεται. Του προτείνει τους μαστούς που τον βύζαξαν, ο Ορέστης απευθύνεται στον Πυλάδη, που θα πει : «Οι θεοί περιμένουν. Κάλιο τους ανθρώπους να ΄χεις εχθρούς παρά το θεό». Η μητέρα του υπενθυμίζει τις Ερινύες. Κι ο Ορέστης: Και του πατέρα τις Ερινύες πώς να τις αποφύγω; Η μητέρα θα τιμωρηθεί, γιατί αυτό απαιτεί ο νεκρός Αγαμέμνων και γιατί μόνη της σκότωσε αυτόν που δεν έπρεπε, γι’ αυτό θα πάθει αυτά που δεν πρέπει.
Η κραυγή της πνίγεται στο χαρούμενο και θριαμβευτικό λόγο του Χορού, που εκφράζει τη χαρά για την απολύτρωση του παλατιού από τη βαριά και σκληρή τυραννία του παράνομου ζευγαριού. Η Δίκη, κόρη του Δία, οδήγησε σωστά το χέρι του Ορέστη. Ο Απόλλων ορθά προφήτεψε. Οι θεοί είναι ανώτεροι, γιατί δεν ανέχονται το κακό και δε συνεργούν σ’ αυτό.
Παρουσιάζεται ο Ορέστης με τα θύματά του. Οι θεατές βλέπουν τα δύο πτώματα, Κλυταιμήστρας και Αίγισθου και το χιτώνα του Αγαμέμνονα με το ξεθωριασμένο αίμα, το δίχτυ, να το δει ο Ήλιος, μαρτυρία πως ο Ορέστης καλά έκαμε που σκότωσε τη μάνα του. Όσο για τον Αίγισθο, πλήρωσε ως μοιχός. Ο Ορέστης προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Ο Απόλλων όρισε κι ο Ορέστης εκτέλεσε. Τώρα πάει ικέτης στο ναό του. Ο Χορός τον διαβεβαιώνει πως έπραξε στο ορθό, αφού ελευθέρωσε το λαό των Αργιτών από τους δυο δράκοντες. Όμως ζωσμένες με φίδια βλέπει μπροστά του τις Ερινύες. Ο χορός υπενθυμίζει τα παθήματα πως άρχισαν από το δείπνο του Θυέστη, συνεχίστηκαν με το φόνο του Αγαμέμνονα, τώρα ο σωτήρας Ορέστης ήλθε ή η συμφορά του θανάτου. Πού θα καταλήξει το μένος της Άτης;
Έφυγε ο 'Ορέστης φεύγει και ο Χορός, μένει στη σκηνή ο τύμβος του Αγαμέμνονα κι η αγωνία για την τύχη του Ορέστη.
Αυτή η υπόθεση του έργου.
***
Στις «Χοηφόρους» ο νόμος της εκδίκησης βασιλεύει. Οι λαϊκές θρησκευτικές αντιλήψεις εκφράζονται με το Χορό, που αποτελείται από Τρωαδίτισσες σκλάβες, υπηρέτριες στο παλάτι. Αυτές καθοδηγούν την Ηλέκτρα, εκπρόσωποι της παλαιάς Δίκης. Εξάπτουν το πνεύμα του διστακτικού Ορέστη και του θυμίζουν συνεχώς το χρέος απέναντι στο νεκρό. Αυτές με τον άγριο κοπετό τους ζητούν βοήθεια από το νεκρό Αγαμέμνονα. Υποθάλπουν τη μητροκτονία στην οποία, παρά την εντολή του Απόλλωνα, διστάζει να προβεί ο Ορέστης. Ένα πανάρχαιος κόσμος προελληνικός κινείται στην ψυχή τους. Γι’ αυτές ο Δίας είναι ο θεός της εκδίκησης. Η ονομασία του δράματος, «Χοηφόροι», αποδεικνύει το βασικότατο του ρόλου τους Η δίκη ως ανταπόδοση, όχι ως δικαιοσύνη, είναι μια χρεοκοπημένη υπόθεση και μόνο μια νέα σύλληψη της έννοιας της δικαιοσύνης μπορεί να δώσει διέξοδο στο αδιέξοδο της ανταπόδοσης του κακού.
Ο Αγαμέμνων στις «Χοηφόρους», ιδωμένος από την οπτική γωνία των παιδιών του είναι ο αθώος, που έπαθε από την κακή του γυναίκα και τον ερωμένο της, που πραξικοπηματικά πήρε μια εξουσία δοσμένη από Διός.
Αν υπάρχουν δυο πραγματικά τραγικά πρόσωπα στην τριλογία είναι ο Ορέστης και η Ηλέκτρα, τα αθώα παιδιά του Αγαμέμνονα. Και ιδιαίτερα ο Ορέστης ο οποίος χωρίς κανένα ταπεινό κίνητρο πρέπει να σκοτώσει την ίδια τη μητέρα του. Αθώος, υπακούει στην προσταγή του Απόλλωνα και στον αρχαίο νόμο. Δυνάμεις υπέρτερές του τον ωθούν σε πράξεις για τις οποίες αμφιβάλλει. Και πάλι όμως δεν είναι το άθυρμα στα χέρια των θεών. Έχει και δικούς του λόγους να θέλει την εκδίκηση: Οι συμπολίτες του πάσχουν κάτω από την παράνομη και τυραννική εξουσία του Αίγισθου και της Κλυταιμήστρας. Ούτε όμως ο Αισχύλος θα δώσει το τελικό κτύπημα. Δε θα αφήσει να χαθεί ο Ορέστης, να συντριβεί κάτω από το βάρος των υπέρτερων δυνάμεων, αλλά θα τον οδηγήσει, μέσα από μια νέα σύνθεση, σε ένα λιγότερο τραγικό τέλος, στην εξιλέωση, αφού το έδαφος είναι ήδη προετοιμασμένο και το έργο θα οδηγήσει στην κάθαρση όχι με τη συντριβή του ήρωα, ένα τραγικό τέλος, αλλά με την αθώωσή του, ένα δραματικό μάλλον τέλος.
Εδώ βασιλεύει το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Στον Αισχύλο, κατά τον σχολιαστή, «τούτο προτάσσει η δίκη, αντί λοιδορίας λοιδορίαν, αντί πληγής πληγήν, τύμμα τύμματι (τύπτω- τύμμα) τείσαι (τίνω, αλλά τείσω έτεισα= πληρώνω) ή δράσαντι παθείν ή παθείν τον έρξαντα». Στην Παλαιά Διαθήκη τα ίδια συναντούμε στη Γένεση και στην Έξοδο. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός». Εις ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς οδηγεί ο λόγος του Χριστού «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν, προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς. Τω τύπτοντί σε επί την σιαγόνα πάρεχε και την άλλην και από του αίροντός σου το ιμάτιον και τον χιτώνα μη κωλύσης.»
ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ
Η εξέλιξη οδηγεί την ανθρωπότητα στη δικαιοσύνη της αγάπης και της φιλαλληλίας, ή και στην ανθρώπινη δικαιοσύνη της οργανωμένης πολιτείας, όπως θα δούμε και στο παρακάτω δράμα, στις Ευμενίδες.
Προχωρούμε στην τελευταία τραγωδία της τριλογίας Ορέστεια, τις Ευμενίδες.
το τρίτο δράμα μεταφερόμαστε στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Εμφανίζεται η μάντις. Είναι αυγή και η γραία Πυθία έρχεται να ανοίξει την θύρα του ναού. Επικαλείται πριν από την είσοδό της στο ναό τη Γη, τη Θέμιν και τη Φοίβη, όλους τους θεούς που είχαν κάποτε σχέση με το μαντείο. Τώρα ο Απόλλων, τέταρτος στη σειρά, εξαγγέλλει τους χρησμούς από το άδυτο του ναού κατ’ εντολή του Δία. Καμιά διαμάχη, καμιά σύγκρουση μεταξύ θεών δεν παρατηρήθηκε ποτέ στους Δελφούς για την κατάληψη της μαντικής έδρας. Η διαδοχή ήταν πάντα ειρηνική. Μπαίνει στο ναό και βγαίνει απότομα έξω. Ένας άντρας με κλαδί ελιάς στο χέρι συντριμμένος και με ξίφος ματωμένο. Πολύ κοντά του ένας αλλόκοτος όμιλος αποκρουστικών όντων που ροχαλίζει.
Ακούεται ο Απόλλων που διαβεβαιώνει τον Ορέστη πως δεν πρόκειται να τον εγκαταλείψει. Οι Ερινύες τώρα είναι κοιμισμένες, αλλά μόλις ξυπνήσουν θα αρχίσουν και πάλι την καταδίωξη, γι’ αυτό δεν πρέπει να τον εγκαταλείψει το θάρρος. Να κρατήσει καλά, ωσότου φτάσει στην Αθήνα ως ικέτης, όπου και θα δικαστεί. Αυτός τον διέταξε να σκοτώσει τη μητέρα του, γι’ αυτό θα βρει τρόπους να τον απαλλάξει από τους πόνους. Τον παραδίδει στον Ερμή να τον συνοδεύσει και απέρχεται.
Οι Ερινύες ήταν βυθισμένες στον ύπνο αλλά το είδωλο της νεκρής Κλυταιμήστρας τους υπενθυμίζει το καθήκον. Η ψυχή της δεν βρίσκει ησυχία στον κάτω κόσμο. Είναι τιμωρημένη για το έγκλημα κι όμως κανείς δεν τιμωρεί τον μητραλοίαν, (αλοιάω, αλοάω= αλωνίζω, κτυπώ, σκοτώνω) πράγμα που αποτελεί χρέος τους και όμως αυτές κοιμούνται. Ο Ορέστης τους έχει ξεφύγει. Με τα λόγια της σκιάς της Κλυταιμήστρας κεντρίζονται οι Ερινύες, ξυπνά η μια την άλλη, προκαλούν τον τρόμο. Κατηγορούν τον Απόλλωνα πως δεν σέβεται το κύρος και το αξίωμα των παλαιών θεοτήτων. Οι νέοι θεοί δεν ενδιαφέρονται για το άγος, για το μίασμα του δολοφόνου και τον δέχονται στα άδυτα του ναού τους.
Αγριεμένος εμφανίζεται ο Απόλλων με το θεϊκό του τόξο και απειλεί να τις διώξει. Δεν είναι τόπος αυτός για τέτοια βδελυρά όντα. Οι Ερινύες τον κατηγορούν ως συνένοχο, αφού αυτός έδωσε το χρησμό στον Ορέστη να σκοτώσει τη μάνα του. Χρέος τους είναι να κυνηγούν το μητροκτόνο. Την Κλυταιμήστρα δεν την καταδίωξαν, γιατί δεν έχυσε αίμα οικογενειακό. Η τιμωρία της δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία τους. Αλλά δεν λογαριάζουν την ιερότητα του γάμου, που θέσπισε ο Δίας και η Ήρα; Ο Ορέστης είναι μητροκτόνος και θα τον κυνηγούν ωσότου τον αφανίσουν.
Με την κίνηση των μηχανημάτων του θεάτρου μεταφερόμαστε στην Αθήνα. Ο Ορέστης φθάνει εκεί καθαρός και εξαγνισμένος και ζητεί την προστασία της Αθηνάς. Το θάρρος του δεν το έχασε' η απόγνωση δεν τον έχει καταλάβει .
Οι Ερινύες καταφθάνουν ζητώντας το θύμα τους. Τον βλέπουν και άγριο ξεσπά το τραγούδι της εκδίκησης. Κανένας δεν πρόκειται να λυτρώσει τον μητραλοίαν' αυτός είναι κτήμα των' θα του πιουν το αίμα, θα τον στείλουν στον Άδη να βασανίζεται. Κανένας νέος θεός δεν τον σώζει. Με ένα έξαλλο χορό προσπαθούν να παραλύσουν την ψυχή του και να τον δέσουν μαγικά. Κατηγορούν τον Απόλλωνα πως τους αφαιρεί δικαιοδοσίες. Κι όμως έχουν τη δύναμη να σκοτίζουν το νου του φονιά, εκτελώντας τις προσταγές της Μοίρας.
Απότομα ακούεται μια αυστηρή και γλυκιά φωνή. Η Αθηνά έρχεται από την Τροία, που της χάρισαν οι Αχαιοί μετά από τον πόλεμο. Τι ζητούν αυτά τα τέρατα στην πόλη της Αθήνας; Είναι τα τέκνα της Νύχτας, οι Αρές. Η Αθηνά ζητά να μάθει και από τον Ορέστη γιατί τον κυνηγούν. Αυτός πρώτα διαβεβαιώνει πως δεν είναι πλέον μιασμένος, αφού έχει προβεί στον αναγκαίο καθαρμό. Είναι γιος του Αγαμέμνονα μαζί με τον οποίο η Αθηνά ισοπέδωσαν την Τροία. Αφηγείται τα του φόνου του Αγαμέμνονα και τα της Κλυταιμήστρας, φόνο για τον οποίο συνυπεύθυνος είναι και ο Απόλλων, αφού του πρόλεγε δεινά, αν δεν τον εκτελούσε.
Η Αθηνά βρίσκεται σε δύσκολη θέση, γιατί ξέρει την καταστροφική δύναμη των Ερινύων. Η λύση είναι ένα δικαστήριο από τους άριστους της χώρας, οι οποίοι θα ορκιστούν ότι θα εκδικάσουν την περίπτωση αυτή του φόνου με κάθε δικαιοσύνη.
Οι Ερινύες δέχονται τη δίκη, αν και πιστεύουν πως με τα νέα θέσμια ο κόσμος θα καταστραφεί, η τάξη θα διασαλευτεί και κανένας δε θα βρίσκεται να συγκρατήσει τους ανθρώπους στο δρόμο της αρετής και του μέτρου. Ο φόβος κάνει καλό, γιατί κρατά τους ανθρώπους μακριά από το έγκλημα. Ο άνθρωπος μαθαίνει από τα πάθη του. Ούτε αναρχία αλλά ούτε και δεσποτεία. Το μέτρο είναι το καλύτερο. Η ύβρις είναι τέκνο της ασέβειας. Ο δίκαιος είναι και ευτυχής. Ο άδικος τιμωρείται. Αυτά υποστηρίζουν, υπενθυμίζοντας και την τραγωδία «Αγαμέμνων» και τον κοινωνικό τους ρόλο.
Έρχεται η Αθηνά συνοδευόμενη από τους δικαστές.
Εμφανίζεται και ο Απόλλων, υπερασπιστής του Ορέστη. Η δίκη αρχίζει με πρώτο τον κατήγορο, τις Ερινύες, να ερωτούν τον κατηγορούμενο Ορέστη. Οι Ερινύες υποστηρίζουν πως κυνηγούν μόνο όσους σκοτώνουν το γονιό τους, γι’ αυτό και δεν κυνήγησαν την Κλυταιμήστρα, αφού δεν είναι του ιδίου αίματος με τον Αγαμέμνονα. Ο Ορέστης καλεί σε βοήθεια τον Απόλλωνα να εξηγήσει γιατί ο φόνος. Ο Απόλλων υποστηρίζει πως ό,τι χρησμοδοτεί είναι από το Δία, γιατί ο Αγαμέμνων πήρε τα σκήπτρα του από το θεό. Οι Ερινύες υποθέτουν ότι ο Δίας θεωρεί το φόνο του πατέρα βαρύτερο αμάρτημα, αλλά τούτο είναι αντιφατικό, αφού ο ίδιος ο Δίας σκότωσε τον πατέρα του, τον Κρόνο. Ο Απόλλων βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Υπερασπίζεται τον Ορέστη με πάθος, ενώ με πεποίθηση στο δίκαιό του απαντούν οι Ερινύες. Το παιδί ανήκει στον πατέρα, υποστηρίζει ο Απόλλων, και όχι στη μητέρα. Απόδειξη πως υπάρχει πατέρας χωρίς μητέρα, για παράδειγμα η θεά Αθηνά που βρίσκεται εκεί, που γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία. Ο Απόλλων μεταθέτει τη συζήτηση και προσπαθεί να πείσει την Αθηνά πως αιώνια θα είναι η συμμαχία του Άργους με την Αθήνα.
Οι δικαστές καλούνται να κρίνουν. Η Αθηνά καθιερώνει τον Άρειο Πάγο ως δικαστήριο για φόνους. Άρειος ο πάγος ( βράχος), γιατί εδώ ήρθαν οι αμαζόνες και θυσίασαν κάποτε στον Άρη. Ο Άρειος πάγος θα προκαλεί και το φόβο (όπως πριν οι Ερινύες) αλλά και το σεβασμό των πολιτών, τους οποίους θα συγκρατεί από την αδικία. Ούτε αναρχία ούτε δεσποτισμός.
Η Αθηνά επαναλαμβάνει όσα πριν έλεγαν οι Ερινύες, αλλά τώρα η ευθύνη για δίκαιο βίο μετατίθεται στον ΄Αρειο Πάγο. Και τώρα η ψηφοφορία .
Στο μεταξύ νέα διαμάχη αρχίζει ανάμεσα στον Απόλλωνα και στις Ερινύες, το νέο και τις παλαιές θεότητες. Η Αθηνά ρίχνει αθωωτική ψήφο, αφού δεν τη γέννησε μάνα, υπακούει στο Δία΄ κι αν είναι ισοψηφία, διακηρύσσει, ο Ορέστης νικά, καθιερώνοντας τη νίκη του κατηγορουμένου σε περίπτωση ισοψηφίας. Συγκρούσεις δικαίου και θεοτήτων, θεσμοθέτηση νέων αρχών. Αποτέλεσμα, ισοψηφία.
Ο Ορέστης χάρη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και το Δία θα αποκατασταθεί στην περιουσία και στην εξουσία του στο Άργος. Ορκίζεται αιώνια συμμαχία με την Αθήνα και πως ακόμα και μέσα από τον τάφο του θα εμποδίζει κάθε εχθρική ενέργεια του Άργους προς την Αθήνα.
Ο άνθρωπος τώρα είναι ο φύλακας των θεσμών και όχι οι Ερινύες ή οι θεοί. Οι Ερινύες απειλούν. Τους αφαίρεσαν δικαιοδοσίες, γι’ αυτό θα κάμουν κακό στην Αθήνα. Η θεά Αθηνά τους προσφέρει τιμητική θέση στην Αθήνα. Συγκάτοική της θα είναι η Ερινύς στην πόλη, και θα την τιμούν με προσφορές οι Αθηναίοι, γι’ αυτό ας μη σκεφτεί κακό εναντίον των Αθηναίων, διχόνοιες κι εμφύλιους πολέμους, (ο αιώνιος φόβος των Ελλήνων).
Οι Ερινύες δέχονται και εύχονται πλούσια να είναι τα αγαθά της Αθήνας, ποτέ κακό να μην πλήξει την πόλη, να μη γνωρίσουν οι πολίτες της ποτέ τα δεινά του εμφυλίου σπαραγμού, παρά μόνο να διαπρέπουν σε εξωτερικούς αγώνες. Η ευλογία των Ερινύων απλώνεται πάνω στην Αθήνα. Είναι τώρα πια οι Ευμενίδες, οι σεμνές θεές της γονιμότητας και του καλού. Η Αθηνά αποδίδει τη νίκη της αυτή στην Πειθώ και στον Αγοραίο Δία. (Νικητής ο Λόγος, ως διάλογος, συζήτηση). Οι Ερινύες εύχονται ομόνοια και χαρά. Η Αθηνά δίνει το σύνθημα να οδηγηθούν στους θαλάμους όπου θα διαμένουν στα άδυτα της γης. Η συμφιλίωση των παλαιών θεοτήτων με τους νέους, των χθονίων με τους Ολυμπίους και ουρανίους, του Δία με τη Μοίρα, επιτεύχθηκε. «Ζευς ο πανόπτας ούτω Μοίρα τε συγκατέβα. Ολολύξατε νυν επί μολπαίς.» (Ο Δίας κι η Μοίρα ας βοηθήσουν. Στο τραγούδι μας τώρα αλαλάξατε.)
Όλα τελειώνουν, γαλήνη απλώνεται στην ψυχή και ελπίδα για μια μελλοντική ευδαιμονία από την αρμονική σύζευξη των αντιθέτων. Η κάθαρση επήλθε. Με τον τρόπο της.
Στις «Χοηφόρους» ο νόμος της εκδίκησης βασιλεύει. Οι λαϊκές θρησκευτικές αντιλήψεις εκφράζονται με το Χορό, που αποτελείται από Τρωαδίτισσες σκλάβες, υπηρέτριες στο παλάτι. Αυτές καθοδηγούν την Ηλέκτρα, εκπρόσωποι της παλαιάς Δίκης. Εξάπτουν το πνεύμα του διστακτικού Ορέστη και του θυμίζουν συνεχώς το χρέος απέναντι στο νεκρό. Αυτές με τον άγριο κοπετό τους ζητούν βοήθεια από το νεκρό Αγαμέμνονα. Υποθάλπουν τη μητροκτονία στην οποία, παρά την εντολή του Απόλλωνα, διστάζει να προβεί ο Ορέστης. Ένα πανάρχαιος κόσμος προελληνικός κινείται στην ψυχή τους. Γι’ αυτές ο Δίας είναι ο θεός της εκδίκησης. Η ονομασία του δράματος, «Χοηφόροι», αποδεικνύει το βασικότατο του ρόλου τους Η δίκη ως ανταπόδοση, όχι ως δικαιοσύνη, είναι μια χρεοκοπημένη υπόθεση και μόνο μια νέα σύλληψη της έννοιας της δικαιοσύνης μπορεί να δώσει διέξοδο στο αδιέξοδο της ανταπόδοσης του κακού.
Ο Αγαμέμνων στις «Χοηφόρους», ιδωμένος από την οπτική γωνία των παιδιών του είναι ο αθώος, που έπαθε από την κακή του γυναίκα και τον ερωμένο της, που πραξικοπηματικά πήρε μια εξουσία δοσμένη από Διός.
Αν υπάρχουν δυο πραγματικά τραγικά πρόσωπα στην τριλογία είναι ο Ορέστης και η Ηλέκτρα, τα αθώα παιδιά του Αγαμέμνονα. Και ιδιαίτερα ο Ορέστης ο οποίος χωρίς κανένα ταπεινό κίνητρο πρέπει να σκοτώσει την ίδια τη μητέρα του. Αθώος, υπακούει στην προσταγή του Απόλλωνα και στον αρχαίο νόμο. Δυνάμεις υπέρτερές του τον ωθούν σε πράξεις για τις οποίες αμφιβάλλει. Και πάλι όμως δεν είναι το άθυρμα στα χέρια των θεών. Έχει και δικούς του λόγους να θέλει την εκδίκηση: Οι συμπολίτες του πάσχουν κάτω από την παράνομη και τυραννική εξουσία του Αίγισθου και της Κλυταιμήστρας. Ούτε όμως ο Αισχύλος θα δώσει το τελικό κτύπημα. Δε θα αφήσει να χαθεί ο Ορέστης, να συντριβεί κάτω από το βάρος των υπέρτερων δυνάμεων, αλλά θα τον οδηγήσει, μέσα από μια νέα σύνθεση, σε ένα λιγότερο τραγικό τέλος, στην εξιλέωση, αφού το έδαφος είναι ήδη προετοιμασμένο και το έργο θα οδηγήσει στην κάθαρση όχι με τη συντριβή του ήρωα, ένα τραγικό τέλος, αλλά με την αθώωσή του, ένα δραματικό μάλλον τέλος.
Εδώ βασιλεύει το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Στον Αισχύλο, κατά τον σχολιαστή, «τούτο προτάσσει η δίκη, αντί λοιδορίας λοιδορίαν, αντί πληγής πληγήν, τύμμα τύμματι (τύπτω- τύμμα) τείσαι (τίνω, αλλά τείσω έτεισα= πληρώνω) ή δράσαντι παθείν ή παθείν τον έρξαντα». Στην Παλαιά Διαθήκη τα ίδια συναντούμε στη Γένεση και στην Έξοδο. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός». Εις ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς οδηγεί ο λόγος του Χριστού «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν, προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς. Τω τύπτοντί σε επί την σιαγόνα πάρεχε και την άλλην και από του αίροντός σου το ιμάτιον και τον χιτώνα μη κωλύσης.»
ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ
Η εξέλιξη οδηγεί την ανθρωπότητα στη δικαιοσύνη της αγάπης και της φιλαλληλίας, ή και στην ανθρώπινη δικαιοσύνη της οργανωμένης πολιτείας, όπως θα δούμε και στο παρακάτω δράμα, στις Ευμενίδες.
Προχωρούμε στην τελευταία τραγωδία της τριλογίας Ορέστεια, τις Ευμενίδες.
το τρίτο δράμα μεταφερόμαστε στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Εμφανίζεται η μάντις. Είναι αυγή και η γραία Πυθία έρχεται να ανοίξει την θύρα του ναού. Επικαλείται πριν από την είσοδό της στο ναό τη Γη, τη Θέμιν και τη Φοίβη, όλους τους θεούς που είχαν κάποτε σχέση με το μαντείο. Τώρα ο Απόλλων, τέταρτος στη σειρά, εξαγγέλλει τους χρησμούς από το άδυτο του ναού κατ’ εντολή του Δία. Καμιά διαμάχη, καμιά σύγκρουση μεταξύ θεών δεν παρατηρήθηκε ποτέ στους Δελφούς για την κατάληψη της μαντικής έδρας. Η διαδοχή ήταν πάντα ειρηνική. Μπαίνει στο ναό και βγαίνει απότομα έξω. Ένας άντρας με κλαδί ελιάς στο χέρι συντριμμένος και με ξίφος ματωμένο. Πολύ κοντά του ένας αλλόκοτος όμιλος αποκρουστικών όντων που ροχαλίζει.
Ακούεται ο Απόλλων που διαβεβαιώνει τον Ορέστη πως δεν πρόκειται να τον εγκαταλείψει. Οι Ερινύες τώρα είναι κοιμισμένες, αλλά μόλις ξυπνήσουν θα αρχίσουν και πάλι την καταδίωξη, γι’ αυτό δεν πρέπει να τον εγκαταλείψει το θάρρος. Να κρατήσει καλά, ωσότου φτάσει στην Αθήνα ως ικέτης, όπου και θα δικαστεί. Αυτός τον διέταξε να σκοτώσει τη μητέρα του, γι’ αυτό θα βρει τρόπους να τον απαλλάξει από τους πόνους. Τον παραδίδει στον Ερμή να τον συνοδεύσει και απέρχεται.
Οι Ερινύες ήταν βυθισμένες στον ύπνο αλλά το είδωλο της νεκρής Κλυταιμήστρας τους υπενθυμίζει το καθήκον. Η ψυχή της δεν βρίσκει ησυχία στον κάτω κόσμο. Είναι τιμωρημένη για το έγκλημα κι όμως κανείς δεν τιμωρεί τον μητραλοίαν, (αλοιάω, αλοάω= αλωνίζω, κτυπώ, σκοτώνω) πράγμα που αποτελεί χρέος τους και όμως αυτές κοιμούνται. Ο Ορέστης τους έχει ξεφύγει. Με τα λόγια της σκιάς της Κλυταιμήστρας κεντρίζονται οι Ερινύες, ξυπνά η μια την άλλη, προκαλούν τον τρόμο. Κατηγορούν τον Απόλλωνα πως δεν σέβεται το κύρος και το αξίωμα των παλαιών θεοτήτων. Οι νέοι θεοί δεν ενδιαφέρονται για το άγος, για το μίασμα του δολοφόνου και τον δέχονται στα άδυτα του ναού τους.
Αγριεμένος εμφανίζεται ο Απόλλων με το θεϊκό του τόξο και απειλεί να τις διώξει. Δεν είναι τόπος αυτός για τέτοια βδελυρά όντα. Οι Ερινύες τον κατηγορούν ως συνένοχο, αφού αυτός έδωσε το χρησμό στον Ορέστη να σκοτώσει τη μάνα του. Χρέος τους είναι να κυνηγούν το μητροκτόνο. Την Κλυταιμήστρα δεν την καταδίωξαν, γιατί δεν έχυσε αίμα οικογενειακό. Η τιμωρία της δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία τους. Αλλά δεν λογαριάζουν την ιερότητα του γάμου, που θέσπισε ο Δίας και η Ήρα; Ο Ορέστης είναι μητροκτόνος και θα τον κυνηγούν ωσότου τον αφανίσουν.
Με την κίνηση των μηχανημάτων του θεάτρου μεταφερόμαστε στην Αθήνα. Ο Ορέστης φθάνει εκεί καθαρός και εξαγνισμένος και ζητεί την προστασία της Αθηνάς. Το θάρρος του δεν το έχασε' η απόγνωση δεν τον έχει καταλάβει .
Οι Ερινύες καταφθάνουν ζητώντας το θύμα τους. Τον βλέπουν και άγριο ξεσπά το τραγούδι της εκδίκησης. Κανένας δεν πρόκειται να λυτρώσει τον μητραλοίαν' αυτός είναι κτήμα των' θα του πιουν το αίμα, θα τον στείλουν στον Άδη να βασανίζεται. Κανένας νέος θεός δεν τον σώζει. Με ένα έξαλλο χορό προσπαθούν να παραλύσουν την ψυχή του και να τον δέσουν μαγικά. Κατηγορούν τον Απόλλωνα πως τους αφαιρεί δικαιοδοσίες. Κι όμως έχουν τη δύναμη να σκοτίζουν το νου του φονιά, εκτελώντας τις προσταγές της Μοίρας.
Απότομα ακούεται μια αυστηρή και γλυκιά φωνή. Η Αθηνά έρχεται από την Τροία, που της χάρισαν οι Αχαιοί μετά από τον πόλεμο. Τι ζητούν αυτά τα τέρατα στην πόλη της Αθήνας; Είναι τα τέκνα της Νύχτας, οι Αρές. Η Αθηνά ζητά να μάθει και από τον Ορέστη γιατί τον κυνηγούν. Αυτός πρώτα διαβεβαιώνει πως δεν είναι πλέον μιασμένος, αφού έχει προβεί στον αναγκαίο καθαρμό. Είναι γιος του Αγαμέμνονα μαζί με τον οποίο η Αθηνά ισοπέδωσαν την Τροία. Αφηγείται τα του φόνου του Αγαμέμνονα και τα της Κλυταιμήστρας, φόνο για τον οποίο συνυπεύθυνος είναι και ο Απόλλων, αφού του πρόλεγε δεινά, αν δεν τον εκτελούσε.
Η Αθηνά βρίσκεται σε δύσκολη θέση, γιατί ξέρει την καταστροφική δύναμη των Ερινύων. Η λύση είναι ένα δικαστήριο από τους άριστους της χώρας, οι οποίοι θα ορκιστούν ότι θα εκδικάσουν την περίπτωση αυτή του φόνου με κάθε δικαιοσύνη.
Οι Ερινύες δέχονται τη δίκη, αν και πιστεύουν πως με τα νέα θέσμια ο κόσμος θα καταστραφεί, η τάξη θα διασαλευτεί και κανένας δε θα βρίσκεται να συγκρατήσει τους ανθρώπους στο δρόμο της αρετής και του μέτρου. Ο φόβος κάνει καλό, γιατί κρατά τους ανθρώπους μακριά από το έγκλημα. Ο άνθρωπος μαθαίνει από τα πάθη του. Ούτε αναρχία αλλά ούτε και δεσποτεία. Το μέτρο είναι το καλύτερο. Η ύβρις είναι τέκνο της ασέβειας. Ο δίκαιος είναι και ευτυχής. Ο άδικος τιμωρείται. Αυτά υποστηρίζουν, υπενθυμίζοντας και την τραγωδία «Αγαμέμνων» και τον κοινωνικό τους ρόλο.
Έρχεται η Αθηνά συνοδευόμενη από τους δικαστές.
Εμφανίζεται και ο Απόλλων, υπερασπιστής του Ορέστη. Η δίκη αρχίζει με πρώτο τον κατήγορο, τις Ερινύες, να ερωτούν τον κατηγορούμενο Ορέστη. Οι Ερινύες υποστηρίζουν πως κυνηγούν μόνο όσους σκοτώνουν το γονιό τους, γι’ αυτό και δεν κυνήγησαν την Κλυταιμήστρα, αφού δεν είναι του ιδίου αίματος με τον Αγαμέμνονα. Ο Ορέστης καλεί σε βοήθεια τον Απόλλωνα να εξηγήσει γιατί ο φόνος. Ο Απόλλων υποστηρίζει πως ό,τι χρησμοδοτεί είναι από το Δία, γιατί ο Αγαμέμνων πήρε τα σκήπτρα του από το θεό. Οι Ερινύες υποθέτουν ότι ο Δίας θεωρεί το φόνο του πατέρα βαρύτερο αμάρτημα, αλλά τούτο είναι αντιφατικό, αφού ο ίδιος ο Δίας σκότωσε τον πατέρα του, τον Κρόνο. Ο Απόλλων βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Υπερασπίζεται τον Ορέστη με πάθος, ενώ με πεποίθηση στο δίκαιό του απαντούν οι Ερινύες. Το παιδί ανήκει στον πατέρα, υποστηρίζει ο Απόλλων, και όχι στη μητέρα. Απόδειξη πως υπάρχει πατέρας χωρίς μητέρα, για παράδειγμα η θεά Αθηνά που βρίσκεται εκεί, που γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία. Ο Απόλλων μεταθέτει τη συζήτηση και προσπαθεί να πείσει την Αθηνά πως αιώνια θα είναι η συμμαχία του Άργους με την Αθήνα.
Οι δικαστές καλούνται να κρίνουν. Η Αθηνά καθιερώνει τον Άρειο Πάγο ως δικαστήριο για φόνους. Άρειος ο πάγος ( βράχος), γιατί εδώ ήρθαν οι αμαζόνες και θυσίασαν κάποτε στον Άρη. Ο Άρειος πάγος θα προκαλεί και το φόβο (όπως πριν οι Ερινύες) αλλά και το σεβασμό των πολιτών, τους οποίους θα συγκρατεί από την αδικία. Ούτε αναρχία ούτε δεσποτισμός.
Η Αθηνά επαναλαμβάνει όσα πριν έλεγαν οι Ερινύες, αλλά τώρα η ευθύνη για δίκαιο βίο μετατίθεται στον ΄Αρειο Πάγο. Και τώρα η ψηφοφορία .
Στο μεταξύ νέα διαμάχη αρχίζει ανάμεσα στον Απόλλωνα και στις Ερινύες, το νέο και τις παλαιές θεότητες. Η Αθηνά ρίχνει αθωωτική ψήφο, αφού δεν τη γέννησε μάνα, υπακούει στο Δία΄ κι αν είναι ισοψηφία, διακηρύσσει, ο Ορέστης νικά, καθιερώνοντας τη νίκη του κατηγορουμένου σε περίπτωση ισοψηφίας. Συγκρούσεις δικαίου και θεοτήτων, θεσμοθέτηση νέων αρχών. Αποτέλεσμα, ισοψηφία.
Ο Ορέστης χάρη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και το Δία θα αποκατασταθεί στην περιουσία και στην εξουσία του στο Άργος. Ορκίζεται αιώνια συμμαχία με την Αθήνα και πως ακόμα και μέσα από τον τάφο του θα εμποδίζει κάθε εχθρική ενέργεια του Άργους προς την Αθήνα.
Ο άνθρωπος τώρα είναι ο φύλακας των θεσμών και όχι οι Ερινύες ή οι θεοί. Οι Ερινύες απειλούν. Τους αφαίρεσαν δικαιοδοσίες, γι’ αυτό θα κάμουν κακό στην Αθήνα. Η θεά Αθηνά τους προσφέρει τιμητική θέση στην Αθήνα. Συγκάτοική της θα είναι η Ερινύς στην πόλη, και θα την τιμούν με προσφορές οι Αθηναίοι, γι’ αυτό ας μη σκεφτεί κακό εναντίον των Αθηναίων, διχόνοιες κι εμφύλιους πολέμους, (ο αιώνιος φόβος των Ελλήνων).
Οι Ερινύες δέχονται και εύχονται πλούσια να είναι τα αγαθά της Αθήνας, ποτέ κακό να μην πλήξει την πόλη, να μη γνωρίσουν οι πολίτες της ποτέ τα δεινά του εμφυλίου σπαραγμού, παρά μόνο να διαπρέπουν σε εξωτερικούς αγώνες. Η ευλογία των Ερινύων απλώνεται πάνω στην Αθήνα. Είναι τώρα πια οι Ευμενίδες, οι σεμνές θεές της γονιμότητας και του καλού. Η Αθηνά αποδίδει τη νίκη της αυτή στην Πειθώ και στον Αγοραίο Δία. (Νικητής ο Λόγος, ως διάλογος, συζήτηση). Οι Ερινύες εύχονται ομόνοια και χαρά. Η Αθηνά δίνει το σύνθημα να οδηγηθούν στους θαλάμους όπου θα διαμένουν στα άδυτα της γης. Η συμφιλίωση των παλαιών θεοτήτων με τους νέους, των χθονίων με τους Ολυμπίους και ουρανίους, του Δία με τη Μοίρα, επιτεύχθηκε. «Ζευς ο πανόπτας ούτω Μοίρα τε συγκατέβα. Ολολύξατε νυν επί μολπαίς.» (Ο Δίας κι η Μοίρα ας βοηθήσουν. Στο τραγούδι μας τώρα αλαλάξατε.)
Όλα τελειώνουν, γαλήνη απλώνεται στην ψυχή και ελπίδα για μια μελλοντική ευδαιμονία από την αρμονική σύζευξη των αντιθέτων. Η κάθαρση επήλθε. Με τον τρόπο της.
***
Στις Ευμενίδες παρουσιάστηκαν οι απόψεις των δυο κόσμων, επήλθε ο συμβιβασμός, για να επικρατήσει γενικότερα το μέτρο και η σωφροσύνη.
Οι Ερινύες παρουσιάστηκαν και ως τιμωροί αλλά με στοιχεία ανελίξιμα, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν μέσα στο νέο πνεύμα. Ο Απόλλων επίσης παρουσιάστηκε αδύνατος στην επιχειρηματολογία, μη μπορώντας λογικά να υποστηρίξει και να δικαιολογήσει τη διαταγή που έδωσε στον Ορέστη να φονεύσει παρά μόνο διαβεβαιώνοντας πως όλα εκ Διός. Η Αθηνά πάλι αναθέτει την κρίση στους ανθρώπους.
Οι παλαιές θεότητες, της Μοίρας και των Ερινύων, συμμορφώνονται στη νέα τάξη και Δίκη και οι νέες θεότητες αναγνωρίζουν τις παλαιές τιμές και τα αξιώματα της αρχαίας τάξης. Και ο Απόλλων και οι Ερινύες είναι λειτουργοί ανωτέρων τους. Οι Ερινύες υπακούουν στους νόμους που θέσπισαν οι Μοίρες, ενώ ο Απόλλων ενεργεί κατ’ εντολή του Δία, επομένως στο τέλος της τραγωδίας συμφιλιώνονται οι Μοίρες κι ο Δίας. Ο Αισχύλος στη θεολογία του κατορθώνει να συνδυάσει τις λαϊκές δοξασίες με τις ανώτερες αντιλήψεις περί θείου.
Ο Ορέστης δικάζεται στον Άρειο Πάγο. Κατά Αισχύλο το δικαστήριο αυτό ιδρύθηκε από την Αθηνά για να εκδικάσει την περίπτωση του μητροκτόνου Ορέστη. Σ’ ένα κοίλωμα του βράχου αυτού υπήρχε ιερό των Σεμνών θεών ή Ευμενίδων, που λατρεύονταν καθ’ όλη την αρχαιότητα και το όνομά τους ήταν συνδεδεμένο με τις δίκες φόνου που διεξάγονταν στο βράχο.
Οι Σεμνές θεές ήταν χθόνιες θεότητες στις οποίες απευθύνονταν οι Αθηναίοι εν καιρώ κινδύνου και ανέπεμπαν ευχές επί τη νίκη. Στο ιερό τους κατέφευγαν ικέτες και δούλοι, για να βρουν προστασία. Κατά την έναρξη των δικών φόνου στις θεότητες αυτές ορκίζονταν οι αντίδικοι. Όσοι αθωώνονταν θυσίαζαν σ’ αυτές.
Ο στενός δεσμός τους με τις δίκες στον Άρειο Πάγο έδωσε την αφορμή να ταυτιστούν οι θεότητες αυτές με τις διώκτριες του Ορέστη. Ίσως αυτή η ταύτιση να είναι επινόηση του Αισχύλου, αλλά ίσως και πιθανότερο να δημιουργήθηκε από τη φαντασία του Αθηναϊκού λαού.
Οι Ερινύες, αφού εξευμενίστηκαν, μετατρέπονται σε Ευμενίδες. Η επιμονή του Αισχύλου στη δίκη στον Άρειο Πάγο απέβλεπε στο να δείξει ότι η παλαιά Δίκη, που στηριζόταν στην Αρά και στο νόμο της τυφλής εκδίκησης για αίμα που χύθηκε βρίσκει τέλος με την αθώωση του Ορέστη. Οι δυο κόσμοι που πριν συγκρούονταν τώρα συμφιλιώνονται.
Ένα ιστορικό γεγονός επίσης συνδέεται με τη δίκη στον Άρειο Πάγο. Ο Περικλής και ο Εφιάλτης, εκπρόσωποι των δημοκρατικών νίκησαν τους συντηρητικούς (Κίμωνα) που επεδίωκαν φιλία με τη Σπάρτη. Δόθηκαν μεγαλύτερες ελευθερίες στο δήμο και περιορίστηκαν εξουσίες των αριστοκρατικών. Ο Άρειος Πάγος ασκούσε την ανώτατη πολιτική και δικαστική εποπτεία, επαγρυπνούσε για την τήρηση των νόμων και παρακολουθούσε τη συμπεριφορά των αρχόντων. Ο Εφιάλτης κι ο Θεμιστοκλής περιόρισαν την εξουσία του Αρείου Πάγου μόνο στις δίκες φόνου. Ο Αισχύλος είναι μετριοπαθής. Είναι εναντίον κάθε ακρότητας, οπαδός του μέτρου. Δεν κατακρίνει τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Αρείου Πάγου αλλά και θέλει να θέσει τέρμα σε περαιτέρω μείωση των αρμοδιοτήτων του, πράγμα που θεωρεί επέμβαση στα ιερά και τα πάτρια, γι’ αυτό και κάμνει έκκληση στους συμπολίτες του για ύφεση, μετριοπάθεια και μέτρο στις σχέσεις των αντιπολιτευομένων.
Το ρόλο της συμφιλίωσης των παλαιών και νέων θεών αναλαμβάνει η Αθηνά. Ο ποιητής μέσω της θεάς παροτρύνει τους συμπολίτες του να επιτύχουν τη δική τους συμφιλίωση, ομόνοια και μετριοπάθεια.
Οι Ευμενίδες είναι το έργο στο οποίο οι θεοί επεμβαίνουν ενεργά στις υποθέσεις των ανθρώπων, παρουσιάζονται επί σκηνής κινούνται και ενεργούν σαν ζωντανά κύρια πρόσωπα που κατευθύνουν τη δράση. Με αφορμή τον Ορέστη εμφανίζονται οι Ερινύες, ο Απόλλων, η Αθηνά (ο Ερμής είναι βουβό πρόσωπο) για να λύσουν το μεγάλο πρόβλημα που βασανίζει την ανθρωπότητα: ο αθώος φονιάς που έδρασε γιατί έτσι τον διέταξαν με βάση τα παλαιά θέσμια της παλιάς Δίκης είναι δίκαιο να τιμωρηθεί ή όχι; Ο θεσμός της Αράς θα εξακολουθεί να ρυθμίζει τις τύχες των ανθρώπων και οι αθώοι απόγονοι θα είναι πάντα ένοχοι για αμαρτήματα και εγκλήματα που έκαμαν οι πρόγονοί τους; Με την τραγωδία Ευμενίδες δίνεται η απάντηση. Όχι. Ο άνθρωπος αθωώνεται από θεούς και ανθρώπους αν έκαμε κάτι που δεν ήθελε κατά βάθος, όμως ήταν αναγκασμένος να το κάμει εξαιτίας παλαιών ηθών και εθίμων, αλλά ταυτόχρονα αυτά τα παλαιά ήθη και έθιμα υφίστανται μια νέα σύνθεση με τις νέες αντιλήψεις περί δικαίου.
Θέση αντίθεση και σύνθεση φαίνεται και εδώ να είναι ένα σχήμα που χρησιμοποίησε ο Αισχύλος και που οδήγησε στη λύση των προβλημάτων που αντιμετώπισε.
Στις Ευμενίδες παρουσιάστηκαν οι απόψεις των δυο κόσμων, επήλθε ο συμβιβασμός, για να επικρατήσει γενικότερα το μέτρο και η σωφροσύνη.
Οι Ερινύες παρουσιάστηκαν και ως τιμωροί αλλά με στοιχεία ανελίξιμα, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν μέσα στο νέο πνεύμα. Ο Απόλλων επίσης παρουσιάστηκε αδύνατος στην επιχειρηματολογία, μη μπορώντας λογικά να υποστηρίξει και να δικαιολογήσει τη διαταγή που έδωσε στον Ορέστη να φονεύσει παρά μόνο διαβεβαιώνοντας πως όλα εκ Διός. Η Αθηνά πάλι αναθέτει την κρίση στους ανθρώπους.
Οι παλαιές θεότητες, της Μοίρας και των Ερινύων, συμμορφώνονται στη νέα τάξη και Δίκη και οι νέες θεότητες αναγνωρίζουν τις παλαιές τιμές και τα αξιώματα της αρχαίας τάξης. Και ο Απόλλων και οι Ερινύες είναι λειτουργοί ανωτέρων τους. Οι Ερινύες υπακούουν στους νόμους που θέσπισαν οι Μοίρες, ενώ ο Απόλλων ενεργεί κατ’ εντολή του Δία, επομένως στο τέλος της τραγωδίας συμφιλιώνονται οι Μοίρες κι ο Δίας. Ο Αισχύλος στη θεολογία του κατορθώνει να συνδυάσει τις λαϊκές δοξασίες με τις ανώτερες αντιλήψεις περί θείου.
Ο Ορέστης δικάζεται στον Άρειο Πάγο. Κατά Αισχύλο το δικαστήριο αυτό ιδρύθηκε από την Αθηνά για να εκδικάσει την περίπτωση του μητροκτόνου Ορέστη. Σ’ ένα κοίλωμα του βράχου αυτού υπήρχε ιερό των Σεμνών θεών ή Ευμενίδων, που λατρεύονταν καθ’ όλη την αρχαιότητα και το όνομά τους ήταν συνδεδεμένο με τις δίκες φόνου που διεξάγονταν στο βράχο.
Οι Σεμνές θεές ήταν χθόνιες θεότητες στις οποίες απευθύνονταν οι Αθηναίοι εν καιρώ κινδύνου και ανέπεμπαν ευχές επί τη νίκη. Στο ιερό τους κατέφευγαν ικέτες και δούλοι, για να βρουν προστασία. Κατά την έναρξη των δικών φόνου στις θεότητες αυτές ορκίζονταν οι αντίδικοι. Όσοι αθωώνονταν θυσίαζαν σ’ αυτές.
Ο στενός δεσμός τους με τις δίκες στον Άρειο Πάγο έδωσε την αφορμή να ταυτιστούν οι θεότητες αυτές με τις διώκτριες του Ορέστη. Ίσως αυτή η ταύτιση να είναι επινόηση του Αισχύλου, αλλά ίσως και πιθανότερο να δημιουργήθηκε από τη φαντασία του Αθηναϊκού λαού.
Οι Ερινύες, αφού εξευμενίστηκαν, μετατρέπονται σε Ευμενίδες. Η επιμονή του Αισχύλου στη δίκη στον Άρειο Πάγο απέβλεπε στο να δείξει ότι η παλαιά Δίκη, που στηριζόταν στην Αρά και στο νόμο της τυφλής εκδίκησης για αίμα που χύθηκε βρίσκει τέλος με την αθώωση του Ορέστη. Οι δυο κόσμοι που πριν συγκρούονταν τώρα συμφιλιώνονται.
Ένα ιστορικό γεγονός επίσης συνδέεται με τη δίκη στον Άρειο Πάγο. Ο Περικλής και ο Εφιάλτης, εκπρόσωποι των δημοκρατικών νίκησαν τους συντηρητικούς (Κίμωνα) που επεδίωκαν φιλία με τη Σπάρτη. Δόθηκαν μεγαλύτερες ελευθερίες στο δήμο και περιορίστηκαν εξουσίες των αριστοκρατικών. Ο Άρειος Πάγος ασκούσε την ανώτατη πολιτική και δικαστική εποπτεία, επαγρυπνούσε για την τήρηση των νόμων και παρακολουθούσε τη συμπεριφορά των αρχόντων. Ο Εφιάλτης κι ο Θεμιστοκλής περιόρισαν την εξουσία του Αρείου Πάγου μόνο στις δίκες φόνου. Ο Αισχύλος είναι μετριοπαθής. Είναι εναντίον κάθε ακρότητας, οπαδός του μέτρου. Δεν κατακρίνει τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Αρείου Πάγου αλλά και θέλει να θέσει τέρμα σε περαιτέρω μείωση των αρμοδιοτήτων του, πράγμα που θεωρεί επέμβαση στα ιερά και τα πάτρια, γι’ αυτό και κάμνει έκκληση στους συμπολίτες του για ύφεση, μετριοπάθεια και μέτρο στις σχέσεις των αντιπολιτευομένων.
Το ρόλο της συμφιλίωσης των παλαιών και νέων θεών αναλαμβάνει η Αθηνά. Ο ποιητής μέσω της θεάς παροτρύνει τους συμπολίτες του να επιτύχουν τη δική τους συμφιλίωση, ομόνοια και μετριοπάθεια.
Οι Ευμενίδες είναι το έργο στο οποίο οι θεοί επεμβαίνουν ενεργά στις υποθέσεις των ανθρώπων, παρουσιάζονται επί σκηνής κινούνται και ενεργούν σαν ζωντανά κύρια πρόσωπα που κατευθύνουν τη δράση. Με αφορμή τον Ορέστη εμφανίζονται οι Ερινύες, ο Απόλλων, η Αθηνά (ο Ερμής είναι βουβό πρόσωπο) για να λύσουν το μεγάλο πρόβλημα που βασανίζει την ανθρωπότητα: ο αθώος φονιάς που έδρασε γιατί έτσι τον διέταξαν με βάση τα παλαιά θέσμια της παλιάς Δίκης είναι δίκαιο να τιμωρηθεί ή όχι; Ο θεσμός της Αράς θα εξακολουθεί να ρυθμίζει τις τύχες των ανθρώπων και οι αθώοι απόγονοι θα είναι πάντα ένοχοι για αμαρτήματα και εγκλήματα που έκαμαν οι πρόγονοί τους; Με την τραγωδία Ευμενίδες δίνεται η απάντηση. Όχι. Ο άνθρωπος αθωώνεται από θεούς και ανθρώπους αν έκαμε κάτι που δεν ήθελε κατά βάθος, όμως ήταν αναγκασμένος να το κάμει εξαιτίας παλαιών ηθών και εθίμων, αλλά ταυτόχρονα αυτά τα παλαιά ήθη και έθιμα υφίστανται μια νέα σύνθεση με τις νέες αντιλήψεις περί δικαίου.
Θέση αντίθεση και σύνθεση φαίνεται και εδώ να είναι ένα σχήμα που χρησιμοποίησε ο Αισχύλος και που οδήγησε στη λύση των προβλημάτων που αντιμετώπισε.
***
Ήταν μια προσπάθεια να παρουσιάσουμε την Ορέστεια με βάση το κείμενο και σχόλια έγκυρων μελετητών. Ερμηνείες υπάρχουν πολλές. Μια σχολή εξετάζει την Ορέστεια κάτω από το φακό της εξουσίας, την ανάληψης και διαδοχής της, ενώ άλλη βλέπει στην τριλογία την προαιώνια πάλη ανάμεσα στη μητριαρχία και την πατριαρχία.
Το πόσο επίκαιρη είναι κι αν συγκινεί ακόμα η Ορέστεια φαίνεται από το ότι οι «Ευμενίδες», μουσικό θέατρο γραμμένο από Αλβανό συνθέτη και με Τούρκο μαέστρο παρουσιάζονται τον Ιούνιο του 2004 στην Ολυμπία, στα πλαίσια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Ο Αλβανός συνθέτης είπε σε συνέντευξη πως τον Αισχύλο τον γνώρισε μαθητής και έκτοτε η σχέση του με τον ποιητή είναι σταθερή και συστηματική. Θεωρεί την τριλογία το απαύγασμα της δημιουργίας του Αισχύλου και πως γι’ αυτόν ο Αισχύλος είναι ο πιο σύγχρονος ποιητής.
Δυστυχώς για μας τους Νεοέλληνες. Οι νέοι μάλλον δεν έχουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν στα σχολεία, αφού το εκπαιδευτικό σύστημα τους έπεισε πως τα αρχαία ελληνικά είναι δύσκολα. Οι ιδέες τους όμως; Η ποίησή τους; Λίγη επαφή με τα αρχαία κείμενα αποδεικνύει το αντίθετο. Με τα κείμενα στα αρχαία και παραπλεύρως μετάφραση.
Ο Αισχύλος είναι θαυμαστός. Η ποίησή του, η μεγάλη τέχνη του δραματικού ποιητή, η σύλληψη της ενότητας και η πορεία της, η έμφαση στο ουσιώδες για να προετοιμάζει κάθε λέξη σχεδόν την επόμενη κίνηση, η θεολογία του, είναι ελάχιστα από τα επιτεύγματά του. Όπως γράφει και ο Βίος του «πρώτος Αισχύλος πάθεσι γενικοτέροις την τραγωδίαν ηύξησε, την τε σκηνήν εκόσμησε και την όψιν των θεωμένων κατέπληξεν τη λαμπρότητι, γραφαίς και μηχαναίς, βωμοίς τε και τάφοις, σάλπιγξιν, ειδώλοις, Ερινύσι.» Ο ίδιος όμως προτίμησε στο επίγραμμά του να αναφέρει μόνο πως «Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας. Αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος» για το οποίο οργίζεται ο Καβάφης κι αυτός μάλλον στηριζόμενος στον Παυσανία «και δη και Αισχύλος, ως οι του βίου προσεδοκάτο η τελευτή, των μεν άλλων εμνημόνευσεν ουδενός, δόξης ες τοσούτο ήκων επί ποιήσει και προ Αρτεμισίου και εν Σαλαμίνι ναυμαχήσας».
Ο Αισχύλος πολέμησε με τα όπλα για την ελευθερία της Ελλάδας από την Περσική δεσποτεία και από το πνεύμα της ανατολής. Απάλλαξε τον άνθρωπο από τις δεισιδαιμονίες και τον ετεροκαθορισμό και μάλιστα από τους νεκρούς ή ακόμα εν μέρει και από τους θεούς, αφού οδήγησε σταδιακά στα χέρια των ανθρώπων τις αποφάσεις για το δίκαιο και λύτρωσε από τις προγονικές κατάρες τον άνθρωπο.
Αλλά κι η υπερβολή είναι ανελευθερία, ως ξεπέρασμα του μέτρου, που κρατά τα πράγματα στην ουσία τους. Γι’ αυτό και η ύβρις είτε στον πόλεμο είτε ως επεκτατική πολιτική καταδικάζεται. Η ύβρις πληρώνεται, για να έλθει η ισορροπία. Ο πόλεμος πληρώνεται, για να έλθει η ειρήνη. Ο άνθρωπος περνά από πολλά στάδια, για να φτάσει στο αρμόζον επίπεδο.
Βασικότατα στάδια της εξέλιξης του ανθρώπου μας διέγραψε στις τραγωδίες του ο Αισχύλος, με τέχνη, μαεστρία, μαστοριά, μεράκι, πρωτοπορία πραγματική και αιώνια φρεσκάδα. Στίχους του θα ζήλευαν οι πιο μοντέρνοι των μοντέρνων. Ο Σεφέρης πρέπει να βρήκε κοντά του ένα μεγάλο δάσκαλο. Το σώμα της Ορέστειας και των άλλων τραγωδιών του είναι εκεί. Η ποίηση συλλαμβάνει το άρρητο. Η φιλοσοφία προσπαθεί να το αρθρώσει σε λόγο.
βοηθήματα
Αριστοτέλους Περί Ποιητικής, μτφρ. Σίμου Μενάρδου, εισαγωγή, κείμενο και ερμηνεία Ι. Συκουτρή, Εστία, Κολλάρου (σ.67*)
Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 22α, Ίων 533d
981a 15
14,4
Αισχύλου Αγαμέμνονας, εισαγωγή, σχόλια Γεωργίας Σπυροπούλου, εκδ. Γρηγόρη
Αισχύλου Χοηφόροι, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ερρ. Χατζηανέστης, Ι. Ζαχαρόπουλος
Γένεση, 9,6
Για τη διαφορά τραγικού – δραματικού δες Ε.Μουτσόπουλου, Οι Αισθητικές Κατηγορίες, εκδ. Αρσενίδη
Λουκά, 6, 27
Αισχύλου Ευμενίδες, Ερρ. Χατζηανέστη, ως αν.
Ελένη Νικολαϊδου, Αισχύλος. Ο πατέρας της τραγωδίας, εκδ. Σαββάλας
Παυσανία 1,14,5
Ήταν μια προσπάθεια να παρουσιάσουμε την Ορέστεια με βάση το κείμενο και σχόλια έγκυρων μελετητών. Ερμηνείες υπάρχουν πολλές. Μια σχολή εξετάζει την Ορέστεια κάτω από το φακό της εξουσίας, την ανάληψης και διαδοχής της, ενώ άλλη βλέπει στην τριλογία την προαιώνια πάλη ανάμεσα στη μητριαρχία και την πατριαρχία.
Το πόσο επίκαιρη είναι κι αν συγκινεί ακόμα η Ορέστεια φαίνεται από το ότι οι «Ευμενίδες», μουσικό θέατρο γραμμένο από Αλβανό συνθέτη και με Τούρκο μαέστρο παρουσιάζονται τον Ιούνιο του 2004 στην Ολυμπία, στα πλαίσια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Ο Αλβανός συνθέτης είπε σε συνέντευξη πως τον Αισχύλο τον γνώρισε μαθητής και έκτοτε η σχέση του με τον ποιητή είναι σταθερή και συστηματική. Θεωρεί την τριλογία το απαύγασμα της δημιουργίας του Αισχύλου και πως γι’ αυτόν ο Αισχύλος είναι ο πιο σύγχρονος ποιητής.
Δυστυχώς για μας τους Νεοέλληνες. Οι νέοι μάλλον δεν έχουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν στα σχολεία, αφού το εκπαιδευτικό σύστημα τους έπεισε πως τα αρχαία ελληνικά είναι δύσκολα. Οι ιδέες τους όμως; Η ποίησή τους; Λίγη επαφή με τα αρχαία κείμενα αποδεικνύει το αντίθετο. Με τα κείμενα στα αρχαία και παραπλεύρως μετάφραση.
Ο Αισχύλος είναι θαυμαστός. Η ποίησή του, η μεγάλη τέχνη του δραματικού ποιητή, η σύλληψη της ενότητας και η πορεία της, η έμφαση στο ουσιώδες για να προετοιμάζει κάθε λέξη σχεδόν την επόμενη κίνηση, η θεολογία του, είναι ελάχιστα από τα επιτεύγματά του. Όπως γράφει και ο Βίος του «πρώτος Αισχύλος πάθεσι γενικοτέροις την τραγωδίαν ηύξησε, την τε σκηνήν εκόσμησε και την όψιν των θεωμένων κατέπληξεν τη λαμπρότητι, γραφαίς και μηχαναίς, βωμοίς τε και τάφοις, σάλπιγξιν, ειδώλοις, Ερινύσι.» Ο ίδιος όμως προτίμησε στο επίγραμμά του να αναφέρει μόνο πως «Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας. Αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος» για το οποίο οργίζεται ο Καβάφης κι αυτός μάλλον στηριζόμενος στον Παυσανία «και δη και Αισχύλος, ως οι του βίου προσεδοκάτο η τελευτή, των μεν άλλων εμνημόνευσεν ουδενός, δόξης ες τοσούτο ήκων επί ποιήσει και προ Αρτεμισίου και εν Σαλαμίνι ναυμαχήσας».
Ο Αισχύλος πολέμησε με τα όπλα για την ελευθερία της Ελλάδας από την Περσική δεσποτεία και από το πνεύμα της ανατολής. Απάλλαξε τον άνθρωπο από τις δεισιδαιμονίες και τον ετεροκαθορισμό και μάλιστα από τους νεκρούς ή ακόμα εν μέρει και από τους θεούς, αφού οδήγησε σταδιακά στα χέρια των ανθρώπων τις αποφάσεις για το δίκαιο και λύτρωσε από τις προγονικές κατάρες τον άνθρωπο.
Αλλά κι η υπερβολή είναι ανελευθερία, ως ξεπέρασμα του μέτρου, που κρατά τα πράγματα στην ουσία τους. Γι’ αυτό και η ύβρις είτε στον πόλεμο είτε ως επεκτατική πολιτική καταδικάζεται. Η ύβρις πληρώνεται, για να έλθει η ισορροπία. Ο πόλεμος πληρώνεται, για να έλθει η ειρήνη. Ο άνθρωπος περνά από πολλά στάδια, για να φτάσει στο αρμόζον επίπεδο.
Βασικότατα στάδια της εξέλιξης του ανθρώπου μας διέγραψε στις τραγωδίες του ο Αισχύλος, με τέχνη, μαεστρία, μαστοριά, μεράκι, πρωτοπορία πραγματική και αιώνια φρεσκάδα. Στίχους του θα ζήλευαν οι πιο μοντέρνοι των μοντέρνων. Ο Σεφέρης πρέπει να βρήκε κοντά του ένα μεγάλο δάσκαλο. Το σώμα της Ορέστειας και των άλλων τραγωδιών του είναι εκεί. Η ποίηση συλλαμβάνει το άρρητο. Η φιλοσοφία προσπαθεί να το αρθρώσει σε λόγο.
βοηθήματα
Αριστοτέλους Περί Ποιητικής, μτφρ. Σίμου Μενάρδου, εισαγωγή, κείμενο και ερμηνεία Ι. Συκουτρή, Εστία, Κολλάρου (σ.67*)
Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 22α, Ίων 533d
981a 15
14,4
Αισχύλου Αγαμέμνονας, εισαγωγή, σχόλια Γεωργίας Σπυροπούλου, εκδ. Γρηγόρη
Αισχύλου Χοηφόροι, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ερρ. Χατζηανέστης, Ι. Ζαχαρόπουλος
Γένεση, 9,6
Για τη διαφορά τραγικού – δραματικού δες Ε.Μουτσόπουλου, Οι Αισθητικές Κατηγορίες, εκδ. Αρσενίδη
Λουκά, 6, 27
Αισχύλου Ευμενίδες, Ερρ. Χατζηανέστη, ως αν.
Ελένη Νικολαϊδου, Αισχύλος. Ο πατέρας της τραγωδίας, εκδ. Σαββάλας
Παυσανία 1,14,5