Η ΑΡΙΑΓΝΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ
Την Αριάγνη, την πολύ αγνή αυτή γυναίκα, ένα ολοκληρωμένο και μεστό χαρακτήρα της λογοτεχνίας μας, έπλασε ο Στρατής Τσίρκας στο ομώνυμο μυθιστόρημά του.
Στα σκολειά μας διδάσκεται ένα απόσπασμα, με ρατσιστικά στοιχεία. Ο Διονύσης, ο άντρας της, είναι ένας ρατσιστής ως τα άκρα. Συνυπάρχουν επίσης εκεί συζητήσεις για τις εργατικές σχέσεις, γίνεται λόγος για μια απεργία και για το εργατικό κίνημα στην Αίγυπτο στις αρχές του εικοστού αιώνα, αλλά προπάντων έμφαση δίνεται στα απάνθρωπα συναισθήματα και στην υβριστική στάση των Ευρωπαίων έναντι των ιθαγενών, που οδήγησαν την Αριάγνη στον εσωτερικό μονόλογο και στην πρόγνωση της εκδίωξης των Ευρωπαίων από την Αίγυπτο, κάτι που έγινε επί Νάσερ στα 1956, όσοι θυμάστε.
Αλλά η Αριάγνη όχι μόνο προβλέπει την έξωση – όταν γράφτηκε το μυθιστόρημα είχε ήδη πραγματοποιηθεί - αλλά και μονολογώντας θρηνεί για μια ζωή που μένει πίσω από τον κάθε πρόσφυγα, όταν αυτός ξεριζωθεί από την πατρίδα, ένα σημείο στο οποίο δεν δίνεται από μερικούς στα σχολεία η αρμόζουσα σημασία γιατί, παρασυρμένοι δάσκαλοι και μαθητές από την αφήγηση ενός περιστατικού στο οποίο ένας Αράπης σώζει μια κόρη της Αριάγνης, δίνουν έμφαση στην ανθρωπιά του Γιούνες, παρά στο κύριο του αποσπάσματος, τι μεταφέρουμε σαν μας διώξουν από ένα τόπο και τι απομένει πίσω.
Ο πόνος του πρόσφυγα έχει ξεγραφτεί από μερικούς στην ανάλυση του κειμένου. Κι όμως εμάς εδώ πολύ μας ενδιαφέρει. Τι παίρνουμε μαζί μας, σαν μας διώξουν; ρωτά η Αριάγνη. Άψυχα πράγματα φορτωμένα σε μπατάλικα σεντούκια. Αλλά μένει πίσω η ζωή, οι έρωτες και τα μεθύσια, το τοπικό χρώμα, όλα εκείνα τα μοναδικά και ανεπανάληπτα του τόπου και του χρόνου. Τη ζωή μια φορά την ζεις. Κι αυτή είναι συνδεδεμένη με φώτα και βροχές, με μυρουδιές κι ανθρώπους. Μένει πίσω η πόλη, το χωριό, η ζωή σου. Η πόλη δεν σε ακολουθεί, σ΄αντίθεση με όσα λέει ο Καβάφης, που βέβαια μιλά συμβολικά.
Η ζωή μας έμεινε πίσω, η πόλη, η γειτονιά, το χωριό. Έμεινε στα τουρκοπατημένα χωριά και στις πόλεις μας η ζωή που δεν επαναλαμβάνεται. Κι αυτό ίσως να μην το καταλαβαίνουν οι ξένοι, γιατί δεν τους έτυχε, ή και δικοί, δυστυχώς. Οι πρόσφυγες ζουν τριάντα τόσα χρόνια τώρα στην άνετη προσωρινότητα. Χωρίς το σπίτι και το περβόλι, χωρίς τη μάντρα και τη βάρκα και τη θαλασσινή σπηλιά. Μια ζωή στην προσωρινότητα. Πολύ φιλοσοφημένη στάση, πολύ θρησκευτική, όλοι περαστικοί είμαστε απ’ αυτό τον κόσμο, πολύ βαρύ όμως για όσους το ζουν αληθινά στην προσφυγιά τους. Γιατί η αίσθηση της προσωρινότητας και του ξεριζωμού αφαιρεί την αναγκαία σταθερότητα και βεβαιότητα με πολλαπλά και πολυποίκιλα αποτελέσματα.
Στον τοίχο του σχολείου φαίνεται να ξεθώριασε το δεν ξεχνώ. Κι η Αριάγνη μονολογεί κι ο Τσίρκας.