Δημήτρης Αλεξάνδρω χαίρειν
Με κάλεσαν λοιπόν στη γ΄ λυκείου να σε αντικαταστήσω, σε διάβαζα, ιδιαίτερα τη Φόνισσά σου, κάπου το λέω στο Τέλος της Μικρής μας Πόλης, στο διήγημά μου Ο Ντετέκτιβ. «Το πηγάδι είχε ξεραθεί, δεν το χρησιμοποιούσανε πια κι επειδή τα παιδάκια της γειτονιάς παίζαν όλη μέρα στην πλατεία, του ΄χαν βάλει ένα ξύλινο σκέπασμα και το στερεώσαν όπως μπορούσαν καλύτερα πάνω στο χαμηλό φιλιατρό του, να μην πέφτουνε μέσα τα παιδάκια και γίνονται εκείνα τα δραματικά πράματα που διαβάζουμε στη Φόνισσα και άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη μας.» Γιατί έτσι σ’ ένιωθα, πάντα δικό μας, δάσκαλο και πατέρα μας. Κι έτσι πια τα παιδιά δε θα πέφτουν στο πηγάδι σου, αν και - αμαρτία ξομολογημένη- ποτέ εσύ δε θα ξεραθείς, πάντα τα πηγάδια σου θα’ ναι γιομάτα, νερό αείζωο, να πίνουν οι διψασμένοι της λογοτεχνίας και να ξεδιψούν, λίγη καλή θέληση να’ χουν, η γιαγιά μου το καταλάβαινε το ευαγγέλιο αγράμματη, εμείς το διδασκόμασταν από την ε΄ δημοτικού, σήμερα όλο δυσκολίες τους φαντάζεις, την καθαρεύουσα την σκοτώσανε, αυτά συμβαίνουν όταν τα καθεστώτα επεμβαίνουν στη γλώσσα. Ήσουν βέβαια άλλος άνθρωπος, “Το επ’ εμοί ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιληθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ”. Αυτά είν’ αιώνια κι εσύ, τυραγνισμένη ψυχή, τα μάζεψες στάλα στάλα στη στέρνα σου και μας τα’ δωσες. Φάνηκε άξιο της προσφοράς σου το σύστημα της Παιδείας;
Κάτι τέτοια φοβάμαι κι εγώ, αύριο μεθαύριο θα καθυστερήσουν λίγο στο σχολείο ν’ αρχίσουν το βιβλίο μου, θα περιμένουν οδηγίες, μέσα σ’ αυτό έχω βάλει τη ζωή μου, την εποχή μου που σβήνει και χάνεται, το όραμά μου για το νέο κόσμο, μια νέα αριστερά χωρίς τους παλιούς αριστερούς κι όλα εκείνα τα παραμύθια τους, μια ζωή ξένος στη Γερμανία, ξένος και στην Ελλάδα σαν το φίλο μου το Σκουρογιάννη από του Ντοπρίνοβον! Στη φιλοσοφία να μη μου το ρίξουν σαν τους δικούς μας εδώ στο ελληνικό καφενείο, ν’ αρχίσουν να μιλούν για την αποξένωση, τον καπιταλισμό, την ειδίκευση, την πυραμίδα της ιεραρχίας, τις πολυεθνικές κοινωνίες. Καλά, δε λέω, λίγα απ’ αυτά θα χρειαστούν, αυτά είδα, αυτά μολόγησα, μη μου κάμουν όμως τη λογοτεχνία θεωρία της κοινωνιολογικής ανέλιξης της μεταπολεμικής Γερμανίας! Να τ’ απολαύσουν λέω το κείμενο, να το διαβάσουν στην τάξη, να το χαρούν, χωρίς το φόβο του μπαμπούλα του επιθεωρητή.
Διπλό βιβλίο, στη Γερμανία χαμάλης, Ελλάδα η πατρίδα μου, μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, μετά τον εμφύλιο ως τη δικτατορία ως την πτώση της με την εισβολή στην Κύπρο. Γράφω σε τετράδιο το δίνω στο συγγραφέα, τον άλλο μου εαυτό, να συμπληρώσει το βιβλίο, ένα πρόσωπο, δυο πρόσωπα, εγώ ο ίδιος, διπλό βιβλίο, αυτό που γράφεις κι αυτό που πάντα σε βασανίζει κάπου στα ανεξιχνίαστα βάθη, η πραγματικότητα και η φαντασία, το τελειωμένο πρόσωπο και το ατελείωτο, η κοινωνία και η μοναξιά, οι νικητές και ηττημένοι της ζωής, ο κόσμος της φτώχειας που συναντά το χρήμα, ένα βιβλίο τελειωμένο και μισοτελειωμένο, ο συγγραφέας που πεθαίνει με τα πρόσωπα του έργου του σ’ ένα κόσμο που χάνεται. Στο βάθος ψάχνω για το ρωμαίικο.
-Δε γίνεται τίποτα στο ρωμαίικο, κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλο…(αυτά μου φαίνονται τα σωστότερα) λέει ο ήρωας. Κι ύστερα η δικτατορία, καλά τη βρήκαμε σα δικαιολογία της αναξιότητάς μας. Είμαι και δεν είμαι, περαστικός είμαι, ποιος είναι ο κόσμος, ποιος είναι ο δικός μου; Βλέπω τον κόσμο και δεν τον βλέπω, θα με φορτώσουν κι εμένα μαζί μ’ αυτό το κασόνι, θα με κλείσουν σε κανένα βαγόνι, έτσι θα φτάσω να τον βρω το μεγάλο τον κόσμο. Και χωρίς να κάνω τίποτα πάλι…
Έτσι θα το’ θελα και με το Διπλό Βιβλίο, να το διαβάσουν τα παιδιά κι οι δάσκαλοι να το χαρούν και να μην κάμουν τίποτε. Δεν το’ γραψα το βιβλίο για εξετάσεις ούτε και για παράδοση στην τάξη. Μόνο να το διαβάσουν και να το απολαύσουν θέλω. Δημήτρης Αλεξάνδρω χαίρειν.
Θα’ θελε να τα πει ο Δημήτρης Χατζής, δε θα’ θελε, κανένας δεν ξέρει. Το βέβαιο είναι πως φέτος αποχαιρετούμε τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη και τα παιδιά μας ευχόμαστε να διαβάσουν το Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή. Έτσι κι αλλιώς ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι αθάνατος.