Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Αριστοτελάρα το πλάσμα


Αριστοτελάρα το πλάσμα, τίποτε δεν του ξέφευγε, τόσο μυαλό, ο άνθρωπος ζώον πολιτικόν, δηλαδή κοινωνικό, και δεν μπορεί να ζει παρά μόνο με τους όμοιούς του, τους συνανθρώπους, γι’ αυτό λέω, τώρα που κάθομαι στο σπίτι και δεν σε βλέπω, είσαι καλά; Περνάς κι εσύ τα δύσκολα, κι εγώ και όλοι μας, ένας ιός που δεν τον ξέρουμε, αυτό το άγνωστο πάντα μας δαγκώνει σα σκυλί, μια φορά μόνο είχαμε σκυλί στο σπίτι, για πολύ λίγο χρονικό διάστημα, Λέων, όνομα και μη χωριό, ένας μικρούλης ήταν, στη γειτονιά δεν μπορούσαμε να ‘χουμε σκυλί, ιδιαίτερα μέσα στο σπίτι, δεκατρία άτομα κάποτε μέναμε εκεί, θείοι και θείες, παππούς και γιαγιά, μεγάλη συγκέντρωση, είπαμε λοιπόν να το πάρουμε στο Βουνό, στο χωριό του πατέρα, το δώσαμε στον παππού και στη γιαγιά, τον έπαιρναν μαζί τους στις ελιές, στα χωράφια, συντροφιά, και μια μέρα είπαμε να πάμε να τους δούμε, και τι δεν έγινε, μόλις αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο, ένα παλιό Χίλμαν, Κ850, τρέχει στο δρόμο και μας συναντά, εμείς μικροί, τρελλαθήκαμε από τη χαρά να τον βλέπουμε τόσο τρέξιμο, τόσος πόθος να μας συναντήσει, σταμάτησε ο πατέρας αναγκαστικά, κατεβήκαμε κάτω, πετάχτηκε στην αγκαλιά μας, κάτι παρόμοιο ζήσαμε πολύ αργότερα, η κόρη μου είχε το δικό της, Ερμή, ένα μικράκι μαλλιαρό, μια νύχτα έπρεπε να απουσιάσει, τον έφερε στο αυτοκίνητό της, ανοίγουμε την πόρτα δεν κατεβαίνει ο Ερμής, έμεινε εκεί, νυχτώνει, η κόρη δεν έρχεται, μέσα ο κύριος, άντε, λέμε, να τον ξεγελάσουμε, να του ρίξουμε λίγη τροφή να κατέβει, τίποτε, έμεινε εκεί, άγρυπνος να περιμένει, σαράντα οχτώ ώρες στη σκοπιά ο κύριος, μέχρι που ήρθε η κυρά του και κατέβηκε, ένα κούνημα ουράς μοναδικό, ένα χοροπήδημα, δεν είναι μόνο ο άνθρωπος κοινωνικό ον, είναι κι ο σκύλος, δεν ξέρω αν το ‘γραψε κάπου η Αριστοτελάρα και μου ξέφυγε.

Άντε, το ‘παμε το παραμύθι μας και σήμερα, καλά να είσαι.