Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

η κορώνα κι ο γιος της


Η κορώνα κι ο γιος της

«1829. Φλεβαρίου 26, Άργος. Είμαι διορισμένος», γράφει ο Μακρυγιάννης, «από την κυβέρνηση του Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης. Ο σταθμός είναι εδώ εις Άργος κάθομαι και αγρικιώμαι με την κυβέρνηση και παντού εις τις επαρχίες μ’ αρχές κι’ αξιωματικούς… και εξακολουθώ τα χρέη μου καθήμενος τον περισσότερον καιρόν εδώ. Και για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιαύτα και δεν τα συνηθώ… εφαντάστηκα να γράψω τον βίον μου… και να τα γλέπουν οι νεότεροι και οι μεταγενέστεροι νάχουν περισσότερη αρετή και πατριωτισμόν. Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν…». Και βέβαια εμείς μόνο θαυμασμό είχαμε για τον στρατηγό, κι όταν διαβάσαμε κείμενά του ή τα διδάξαμε στα σχολεία, είπαμε, να ένας αγράμματος που ξεπέρασε τόσους και τόσους δόκτορες και λογοτέχνες, γιατί ήταν ίσιος άνθρωπος, ήξερε να τα πει από καρδιάς, δεν έμπαινε στον πειρασμό να ξεψαχνίζει λέξεις και φράσεις της ομορφιάς και την εντύπωσης, απλά και ωραία, να τα καταλαβαίνει κι αυτός που τα γράφει κι αυτός που τα διαβάζει, να η μεγάλη τέχνη, η γνήσια, κι έτσι σήμερα, μια τέτοια κατάσταση που ζούμε τώρα, του εγκλεισμού και εγκλωβισμού,  πολλοί την έζησαν στη ζωή τους σε άλλες εποχές, όσοι ζήσαμε τον αγώνα της εοκα δεν είναι δυνατό να μη θυμόμαστε τα μεγάλα κέρφιου των άγγλων, για μια βδομάδα ίσως να ήταν το μνημειώδες εκείνο, μας έκλεισαν στη Λευκωσία στα σπίτια, μικροί εμείς, ήδη μαθαίναμε ν’ ακούμε τον τηλεβόα, περνούσε από τη γειτονιά λαντρόβερ της αστυνομίας ή του στρατού με ένα επικουρικό, ένα τουρκάκι αγράμματο κι άξεστο, δεν χρειαζόταν άλλο προσόν, να ξέρει να χτυπά διαδηλωτές με τα ρόπαλα, χάθηκαν τότε από τη χώρα όλοι οι παπλωματάδες, όλοι τούρκοι ήταν, έγιναν επικουρικοί αστυνομικοί, λοιπόν, περνούσε το αυτοκίνητο και με τον τηλεβόα ο τουρκάκης «προσοχή προσοχή μπάτε όλοι σπίτι σας, το κέρφιου αρχίζει από τις τάδε ώρα ως τις τάδε», κάπως έτσι, μα η σκηνή αλησμόνητη, κι εμείς περιμέναμε αγωνιωδώς τον πατέρα να έρθει όσο πιο γρήγορα με το ποδήλατο από τη δουλειά, και τον παππού περπατητό από το σκαρπάρικο, τα παιδιά συγκεντρωνόμασταν στο σπίτι, πού περβόλες με μάππες με τα αυτοσχέδια δίχτυα στις πόρτες, και αυλή της εκκλησιάς με πιριλί και χωστό, πτου, κράτησε λοιπόν εκείνο το μεγάλο κέρφιου πολλές μέρες, και το θαύμα, έξω από τη Λευκωσία περίμεναν από το μεσημέρι αυτοκίνητα από κάθε χωριό, τα μεγάλα εκείνα που κουβαλούσαν τους αρκάτες στη χώρα, λεωφορεία μέιτ ιν σάιπρους, κόκκινα και πράσινα ως επί το πλείστον, έμειναν μερικά  και μετά την τουρκική εισβολή με τις ταμπέλες των χωριών, «Βουνό- Λευκωσία και τανάπαλιν», συγκινητικά πράματα, γεμάτα λοιπόν από κάθε λογής αγαθό που παρήγε το χωριό, ολόφρεσκα λαχανικά, γεώμηλα και πατάτες που λέγαμε στη Γεωγραφία του Μυριανθέα και γελούσαμε, φρούτα και ζεστό ψωμί, άνοιγε η Λευκωσία στην ώρα της, γέμιζαν οι γειτονιές με τα αυτοκίνητα και τα καλούδια, άνοιγε τις πίσω πόρτες το λεωφορείο, πάρτε κόσμε δωρεάν, να κρατηθεί η χώρα κι οι χωραϊτες να μη λυγίσουν, τέτοιος ήταν ο αγώνας, αυτό θαυμάζαμε, την αλληλεγγύη, μια αγάπη σ΄όλη την ατμόσφαιρα, και στο σχολείο που μας κρατούσαν ως τις δυο και κάτι, αν θυμάμαι, να περιμένουμε πότε να μας επιτρέψουν την ελεύθερη διακίνηση, αλλά πολλοί θα φέρνουν στο νου πολύ χειρότερες στιγμές που ζήσαμε, με τις τουρκικές επιθέσεις του 58, 63,  με τον πόλεμο του 74, εγκλωβισμένοι και σαρανταπληγιασμένοι, αιχμάλωτοι και πρόσφυγες, άρρωστοι και αναγκεμένοι. Γι’ αυτό λέω, προπονημένοι μια ζωή στα δύσκολα είμαστε, πού θα πάει κι η κορώνα κι ο γιός της. Δεν θα τον αντέξουμε; Κι αφού ο καθένας θα θυμηθεί τα δικά του, γιατί δεν τα γράφετε να τα διαβάζουμε, να μαθαίνουμε κι εμείς;