Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

ηρώων επίσκεψις


Ηρώων επίσκεψις

Είναι δυνατόν η μάνα, ο πατέρας, ο παππούς, η γιαγιά, όλοι στο ίδιο σπίτι, να μην είχαν τίποτε αντιληφθεί; Αλλά έτσι ήταν τότε, όλοι σώπαιναν, ήξευραν και σιωπούσαν, παρακολουθούσαν και προσεύχονταν, μόνο λίγο πριν αρχίσει ο αγώνας η μάνα μου με πήρε παράμερα, ήταν τότε που συνελήφθη το πλοιάριο ο ΄Αγιος Γεώργιος κουβαλώντας όπλα, να προσέχεις, μου είπε, μικράκης εγώ, σε λίγο θα αρχίσουν φασαρίες με όπλα στην Κύπρο, να προσέχεις, τούτο μόνο, κι ύστερα μας έβλεπε, και τον μεγαλύτερο, πιάναμε τα ποδήλατα και εξαφανιζόμασταν, ερχόμασταν σπίτι κατακλαμένοι από τα δακρυγόνα, εκείνη τη μέρα στο Παγκύπριο με τη μάχη της Σεβερείου ας είναι καλά το πλιθαρένο τοιχαράκι, μόλις έδωσαν μέσα στην αυλή οι επικουρικοί, πήδηξα και βρέθηκα έξω στο δρόμο, όσο να ΄ναι γειτονιά μου ήταν, την ήξερα, βρέθηκα στο σπίτι, κι άρχισαν τα μαθήματα με τα ποδήλατα από το σπίτι του ενός καθηγητή στου άλλου, μαθήματα τρόπος του λέγειν, εδώ ο νους μας ήταν αλλού, ή να μη μυριζόταν κανείς στο σπίτι την τσάντα για τα ψώνια να αναδίνει βενζίνη, ή δεν είδαν καμιά φορά τα φυλλάδια και τις μπογιές;

Στη γειτονιά είχαμε τον Ολυμπιακό, τριακόσια μέτρα από το σπίτι, τα βράδια χανόμασταν, πάω στον Ολυμπιακό ήταν αρκετό, εκεί μαζευόμασταν μαθητές της Μέσης, ήταν τότε ο Μανώλης Χριστοφίδης, μιλούσαμε για την ελληνική μας ιστορία, κι ετοιμάζαμε χορωδίες και επισκέψεις σε τόπους θυσίας, σε άλλα σωματεία που γιόρταζαν εθνικές επετείους, τη χορωδία τη διηύθυνε ο Αντρέας Κουκκίδης, αν έλειπε καμιά φορά μου την ανέθεταν,  εθνικά τραγούδια βέβαια, γιατί χρειαζόταν και η ανύψωση του ηθικού.

Την πρώτη επέτειο του ηρωικού  θανάτου του Γρηγόρη Αυξεντίου είχαν αποφασίσει οι συνεργάτες του να κάμουν πορεία από το κρησφύγετο στο μοναστήρι, έβρεχε, ήταν μαζί τους κι ο Χρυσόστομος πρώην Κιτίου, μαθητής τότε του Σαμουήλ, αν δεν απατώμαι, ήταν η χρονιά που είχε έρθει στην Κύπρο και ο Στράτης Μυριβήλης, ήταν κι εκείνος εκεί, τον φιλοξενούσε ο ηγούμενος Ειρηναίος, με τον Ολυμπιακό πήγαμε, κόσμος πολύς, ενθουσιασμός, δοξολογία, φλόγες στην ψυχή.

Η οικογένεια του Σταύρου Στυλιανίδη έμενε στη γειτονιά, τώρα οδός Αναστασίας Τουφεξή, η μάνα του η Χρυσή κι η αδελφή του Άννα με τον άντρα και τα παιδιά της, κάτι γαλανομάτικα, ο Σταύρος κατασκεύαζε βόμβες μεγάλης ισχύος, μια εξερράγη στα χέρια του και τον σκότωσε, Αύγουστος του 57, να τον κηδέψουν στην εκκλησιά μας, στον άγιο Κασσιανό, συγκεντρώθηκε κόσμος και κοσμάκης, έξω περιπολούσαν με τ’ αυτοκίνητα εγγλέζοι και τούρκοι επικουρικοί, δεν έγινε καμιά εκδήλωση εκείνη τη μέρα, όλοι ήταν προσεκτικοί, τις άλλες όμως Κυριακές τα κορίτσια της γειτονιάς ετοίμαζαν εθνικά μνημόσυνα, άνοιγαν μια μεγάλη γαλανόλευκη πάνω στα κατηχούμενα κι άρχιζαν τραγούδια και απαγγελίες.

Με τον Ολυμπιακό πήγαμε και στον Μαραθόβουνο να θάψουμε με το τέλος του αγώνα τον Κώστα Λοΐζου, είχε υποστεί εγκαύματα από τον Οκτώβρη του 58, από επίθεση στον αστυνομικό σταθμό Κάμπου, κρατήθηκε ο θάνατός του μυστικός, έγινε ανακομιδή των λειψάνων του, κι εμείς με τ’ αυτοκίνητα, εκείνα τα ιστορικά λεωφορεία, κόσμος πολύς, κάθε θάνατος αγωνιστή ήταν μια ευκαιρία για συμμετοχή του λαού όχι στο πένθος αλλά στο δοξολόγημα, στο στέριωμα της αποφασιστικότητας και της αλληλεγγύης, ένας τέτοιος ηθικός άθλος του λαού μας η εποχή της ΕΟΚΑ.

Κι ήταν ο Κυριάκος Μάτσης στο Δίκωμο, Νιόβρης του 58, το χαλασμένο σπίτι κρησφύγετό του φιγούραρε σε όλες τις εφημερίδες, το βλέπω ακόμα μπροστά μου,  κι εμείς, μαθητές, πηγαίναμε ιερό προσκύνημα στις νέες Σαλαμίνες και Μαραθώνες και στα Χάνια της Γραβιάς, με τις ελληνικές σημαίες.

Ζήσαμε, βαφτιστήκαμε σ’ αυτή την κολυμβήθρα από μικροί, γι’ αυτό και κρατούμε. Μας έδωσε εφόδια για μια ζωή ο αγώνας, για τη σωτηρία του τόπου μας.