Στέλιος Παπαντωνίου
ΤΩ ΚΡΟΥΟΝΤΙ
Η κουκουβάγια χλωρό
δάκρυ προμηνούσε
Κι αρπάχτηκε πως χώνεψεν η γη τον αγαπώ της.
Σακούλι καρβουνόσκονη
στα ιματισμένα βρέφη
Μαύρη μπογιά στα μάρμαρα να μοιάζουν την καρδιά της
Δυο χρόνια μαυροφόρετα δυο γαλαζοντυμένα .
Ζητούσαν τα μωρά ψωμί; Δεν τους κροτούσε πέτρες!
Γάλα να πιούν; δεν ήξερε
γι’ αυτήν πέπλο λεπτό. Για τα παιδιά θυσία.
Την πόρτα έκρουαν φτωχοί; πινάκι στο φαγείν τους
Μια μάνα έρμη και βουβή, μωρά ξεπεταρούδια
Σώφρονος έργα γυναικός.
Κι ο μέγιστος Πατήρ μας ερωτά:
Πέτρα θα σας τυλίξω, αν
άρτο μου ζητήσετε;
Ψαύστε το ρόπτρο. Η θύρα μου ανοιχτή.
Μήπως δεν κρούσαμε πιστοί
Τη θύρα του Δικαίου;