Στέλιος Παπαντωνίου
Ο μόδιος
Τα καλά έργα των ανθρώπων δοξάζουν τον Πατέρα.
Ο μόδιος στη βάση της
δοκού
Που κρατούσε το δώμα της παπαδιάς
Ένα λυχνάρι στη δοκό
Μελένιο φως ιλαρό
Όπως το’ ψαλλε ο παππούς στον εσπερινό
Στο τραπέζι το αλάτι
Δρεπάνια τατσιές κορύπες
δίπλα στο μεγάλο πιθάρι με το λάδι
και το άλλο με τον οίνον
ο φούρνος έξω στην αυλή
Εις δόξαν Θεού
Θυμίαμα ευωδίας.
Κάτω από τον μόδιον δε βάζουμε το φως
Στο δρόμο πετάμε τ’ ανάλατο αλάτι χιονισμένο.
Ψηλά το χωριό να τ’ αγναντεύουν απ’ τον κάμπο
Όπως τα καλά έργα των ανθρώπων
Των ποιητών, των ευεργετών και των δασκάλων.
Εις δόξαν Θεού.
Στέλιος Παπαντωνίου
Νεφερτίτη
Η Νεφερτίτη, κύκνος μελαμψός κυπριοπούλας,
στέμμα οφιούχο πρασινογής,
περιδέραιο από χώμα χρώμα,
εβένου φρύδια
Εγγεγραμμένο κάλλος αρετής
μόνο στην αγκαλιά του φαραώ Ακενατών
Έγερνε μ’ευφροσύνη ζύθου
κεχριμπαρένιων σταφυλών.
Τους γάμους στα πόδια
του θεού Ατόν
Μόνο αρχιερέας θα ευλογούσε
Μα ως σημαίνουν ιερογλυφικά διοσημιών
Άλοχη μνηστή του την ποθούσε
τ’ όνειρο εκείνος της νυχτός.
Σαρακοφαγωμένοι πάπυροι
Ενσπείρουν διαμάχες στους συγχρόνους
σφοδρούς μελετητές κι εμπείρους θαυμαστές.
Το έτυμο και πάλιν
Πλάσμα του εντός.
Στέλιος Παπαντωνίου
ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ
Γυμνόποδη τρέχοντας
φτάνει η ακοή του στη Συρία
Γεμάτα καραβάνια
Δαιμονισμένους σεληνιακούς
παραλυμένους παραλυτικούς
Κι Αυτός ανυψούμενος εις όρος
«Ευτυχισμένοι μου φτωχοί, απλοϊκές καρδιές,
Πενθούντες
ήρεμα πεινασμένοι
Αδικημένοι ελεήμονες
κρουσταλλόκαρδοι κι ειρηνοφόροι
Δεν είναι ο μισθός σας εις την γην.»
Κι ο Μωάμεθ τα σανδάλια του στιλβώνει
της κηδείας του πατριάρχου Αντιοχείας να προστεί.
Στέλιος Παπαντωνίου
ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΝ
Πύρωσε το λουτρό καμίνι
Μ’ όλα τα φιλιά της μικρής Ιφιγένειας
τη λιβιδώ του δολερού Αιγίσθου
εμπύρευμα το μισητό Αγαμέμνονα
Κι έριξε στους ώμους του υφαντό των Ερινύων
Η Κλυταιμήστρα
το αμφίβληστρο
Πολυπλασιάζοντας την κατάρα των Ατρειδών.
Κι ο Ιησούς, στ’ ακροθαλάσσι,
βλέπει τον Ανδρέα και
τον Πέτρο
Βάλλοντας αμφίβληστρον
εις την θάλασσαν
«Ελάτε και ποιήσω υμάς αλιείς
ανθρώπων».
Έτσι αγιάζονται τα ονόματα
Με μόνο το Λόγο.
Στέλιος Παπαντωνίου
ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ
Φωνή βοώντος στην έρημη ψυχή μου:
Μη γίνεστε ειδώλια μικρά μεγάλα πικρολίθου
Σπόροι σταριού απανθρακωμένοι
Γεννήματα εχιδνών.
«Έλληνες είμαστε», διαλαλείτε,
φοινικίζοντας επικινδύνως.
Μα η αξίνη στη ρίζα του δέντρου κείται
Να καθαρίσει την
άκαρπο συκή
Να ρίξει στη φωτιά το άχυρο
τραπεζιτών και οφφικιαλίων.
Έλληνες λέγονταν κι οι προσκυνημένοι του Ιμπραήμ
Φωτιά και τσεκούρι του Κολοκοτρώνη.
«Να γινούμε ο σπόρος που θα πέσει στη γη και θα καρπίσει.»
Βροντή στον Ιορδάνη ποταμό
Κι αυτός χαμηλωμένο βλέμμα
Επιστρέφει στα ίδια ή στα οπίσω