Στέλιος Παπαντωνίου
ΠΑΝΘΕΙΑ
Μαυροεντυμένες ψάλλουσιν
ικετηρίους κανόνες στη Θεομήτορα
Στο θυσιαστήριο μη δυνάμενες να ανέλθουν
Έργο ιερέων.
Κι η Πάνθεια, ποθώντας στον
πολυπόθητο
να παραστέκεται στη μάχη
Με τα στολίδια της χρυσό θώρακα και περικεφαλαία,
Περιβραχιόνια, πλατείς κρίκους στους αρμούς
Χιτώνα ποδήρη πορφυρούν
Λοφίο βαμμένο σε χρώμα υακίνθου
Τους ίππους μ’ ολοχάλκινα σκεπάσματα
Τα χαλινάρια με πετράδια αστραφτερά στολίζει
Τ’ αλόγατα περικνημίδες χρυσαφιές
Στο άρμα τα κοσμήματα
λευκό χιτώνα κατάσαρκα στον ποθητό της:
«Γενού ανδρείος, μη με ντροπιάσεις,
μαζί σου να πεθάνω
παρά στη ντροπή»
την ώρα που καταφιλούσε το θρονί στο άρμα.
Κι ο Αβραδάτας της:
«Δώστε Θεοί, άντρας αντάξιος της Πανθείας να φανώ»
Κι όταν τον προσκομίζουν με την κοπίδα
Τεμαχισμένο τον Αβραδάτα της
Η ευειδής κι ευσχήμων
Σαν τις εγγονές μου με τις κούκλες
Συγκολλά τα μέλη αρτιμελή να τον
θρηνήσει
Στον Πακτωλό τον πλένει
Κι ύστερα
Τον ακινάκη κατατρώει
θυσία στην αγάπη
Ενώ οι
μαυροφόρες ψάλλουσιν
Τον μέγα
παρακλητικόν εις άσπιλον και αμόλυντον
Υπέρ ψυχών
αμαρτωλών.