Στέλιος Παπαντωνίου
Στον Άντρο
Δε σε στείλαμε προπομπό.
Προτιμούσες τη μαύρη σκέψη
Τα σπασμωδικά χτυπήματα στον τοίχο
Τα μετεωρισμένα ονείρατα
Που σωριάζονταν τη μέρα
Και τ΄ανόρθωνες τη νύχτα
Μες στ’ απάχικα της γειτονιάς.
Στοιχημάτιζες με το χάρο
Σ΄άρεσε το παιχνίδι
Χαιρόσουν που νικούσες
Κι έπαιρνες τη ρεβάνς
Έτσι έλεγες από τον καιρό
Της μπαζούκας που τίναξε το φυλάκιο.
Κατεβαίνουν οι σκόνες στα πλεμόνια σου
Γεμάτα καπνά κι αραχνοϋφαντα
Πέπλα λησμονιάς
Χτυπούσες το χέρι στο μαχαίρι
Καραδοκούσες πού να τριγυρίζουν τα γραφτά
Να τα ξορκίσεις
Μην επαληθευτούν οι χαρτορίχτες
Μια τέτοια σου μεινε στη θύμηση
Σαν ήρθε να σε ξεματιάσει
Εσύ το θέλησες
Ήξερες για το βάσκανο οφθαλμό
Δεν τον φοβόσουν, έλεγες
Μα ύστερα κυνηγητό στους παπάδες
Να σου διαβάσουν την αγιαστούρα.
Η πεποικιλμένη καταλάβαινε τους φόβους σου
Κρατούσες την κεφαλή σου δεμένη στην εικόνα της
Δεν μπορούσες να της αρνηθείς
Όλα τα καντήλια τα’ ανάβαμε για σένα
Κι ύστερα
Θα χτυπούσαν οι σκάμνοι
Θα πέφταν τα μαύρα
Γι’ αυτό κι ετοιμαζόσουνα με το ξαφτέρουγο στο χέρι
Ποτέ δε φώναξες βοήθεια
Την άμπουλανς τον τελευταίο ασπασμό
Δεν τά νιωθες να σε
ασθμαίνουν
Ούτε και τότε που καταλάβαινες.
Εγώ έζησα τη ζωή μου μονάστερη, έλεγες
Κι η αντρειωσύνη σου χτυπούσε κυπαρίσσι.
Μερικοί γεννιούνται με τα φιλιά του χάρου
Στ’ απαλά μάγουλα
Κι εσύ το’ νιωθες το φτερούγισμά του
Στ’ αδιέξοδα των ηφαιστείων
Στ’ αδιέξοδα της γειτονιάς
Στ’ αδιέξοδα της αδιέξοδης ζωής σου.
Τ’ αδέλφια σου τράβηξαν ο καθένας το δρόμο
Κουβαλώντας τις μνήμες οδυνηρές.
Ο μικρότερος, εσύ, φορτώθηκε σακκιά την άμμο,
Τις σφαίρες, τα ηφαίστεια,
Που άναβαν τις νύχτες με τις εκρήξεις
Την κοσμική σου αντίληψη
Γιατί κάπου στα τρίσβαθά σου
Κυκλοφορούσαν οι χυμοί της άλλης ζωής
Της αιώνιας εκείνης
Που ανασταίνει τους νεκρούς
Και τους τοποθετεί στο πλάι μας
Στο τραπέζι των χριστουγέννων
Να ξημεροβραδιάζουμε κουτσοπίνοντας
Μες στ’ αγιάζι του χειμώνα
Και της παγωμένης πια γωνιάς σου.
Προπάντων μη νομίζεις πως δε σε περιμένουμε.
Σε περιμένουμε και πάλι
Με τις φωνές και τις χορδές της κιθάρας σου
Στη διαπασών
Σε περιμένουμε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι
Στη μεγάλη τραπεζαρία της μαμάς
Πάντα στην κεφαλή του τραπεζιού
Να δίνεις οδηγίες
Να ρητορεύεις
Να θυμώνεις
Κι εμείς να χαιρόμαστε τη ζωντάνια σου
Και τη βροντερή φωνή.
Να σκουντάς τα κάρβουνα
Να ανακατεύεις τη συζήτηση
Να τα κουβαλάς εκεί που θέλεις
Όλα να γίνονται κατά το πρόσταγμά σου
Κι εμείς να χαιρετίζουμε
Τον επαναστάτη της γειτονιάς
Τον εγγονό της παπαδιάς
Ν’ ανοίγεις στόμα και να τρέπονται σε φυγή
Της γης οι άχρηστοι.
Τετρακόσιες μέρες θα’ χουν περάσει
Χωρίς τα βήματά σου να ζαλίζονται
Χωρίς τις σφαίρες στο κεφάλι να κουδουνίζουν
Κι ύστερα ν’ ανακαλύπτονται στα επιστημονικά εργαστήρια
στο τέλος.
Ένα δυο τσιγάρα
Ένα δυο πακέτα τσιγάρα να σ’ ανασταίνουν
Την προτελευταία μέρα
Και να ρωτούν οι γιατροί
Να ξέρουν και να
μετρούν τις ώρες
Κι εμείς να περιμένουμε πια
Ένα πέταγμα ειρηνικό
Που πλάκωνε όμως κι έμεινε εκεί
Βαριά πλάκα στην καρδιά μας.
Είσαι μαζί μας
Τι να περιμένουμε!