Στέλιος Παπαντωνίου
ΖΗΝΩΝ
Χαράς
πληρούται ο υιός.
Ο πατήρ Μνασέας
εγχειρεί κιθάρες
βίβλους
τυλιγάδια
θεραπευτικά
της ερήμου.
Κι ο Ζήνων, στ’
αχνάρια του πατρός
πράττει και μεταπράττει.
Ναυαγός στον
Πειραιά
Σ’ ερμάρια βιβλιοπωλείου
-τα θυμάστε,
ξύλα γκριζωπά στην Ιπποκράτους-
ως το λαιμό φιλοσοφία.
-Πού να βρω
τέτοιους ανθρώπους;
Κι η θεά
τύχη, χορεύτρια πεζοδρομίων
-Να ο
Κράτης, του συστήνουν, ακολούθει.
«Νυν
ευπλόηκα, ότε νεναυάγηκα.»
Αισχυντηλός.
Ο Κράτης στις
αγκάλες του μια χύτρα με φακές
να την διαπεράσει
τον Κεραμεικό
-Λήδρας, να
πούμε.
Θρύψαλα.
Εις τα εξ ων
συνετέθη.
Φυτρώνει στα
πόδια του Ερμής.
-Τι τρέχεις
φοινικίδιο;
Δεν έπαθες
κάνα κακό,
αιγυπτιακή
κλιματσίδα!
Ποιος; Ο σεμνός
κι ολιγαρκής. Ο αυτάρκης.
Ο Ζήνων Φοινικίδιο!
Πορφύρα εμπορευόταν
από τη Φοινίκη,
Δεν
ξεπουλούσε πατρίδα!
Το «Ζήνωνος
φιλοσόφου» δεν αρκούσε.
Απαιτούσε πάντα
και το Κιτιεύς,
περήφανο
χρέος.