Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά;
Στέλιος Παπαντωνίου
Δίκαιο το ερώτημα, γιατί η κόρη μου τότε, τριών τεσσάρων
μηνών, εδώ δεν είχαμε συνηθίσει ακόμα την ύπαρξή της, πού να ξέρει τι γίνηκε,
ακόμα κι η μάνα της λίγα θα ξέρει, αφού δεν ήταν μαζί μου, στη Μόρφου αυτοί,
στη Λευκωσία στα έμπεδα εγώ. Καινούργιες λέξεις της εποχής, μαθαίναμε,
καταλαβαίναμε ό τι ήταν να καταλάβει κανείς.
Κατά που μου’ πε η μάνα μου εκ των υστέρων, στις 18 Ιουλίου
πέρασαν από το σπίτι στη Λευκωσία αστυνομικοί και άφησαν εντολή να παρουσιαστώ,
δεν ξέρω ακριβώς πού, σε στρατόπεδο ή σε αστυνομικό σταθμό, την εντολή γραπτή
δεν την είδα.
Στις 20 όμως κληθήκαμε από ραδιοφώνου, ένα μισητό ραδιόφωνο
από το πραξικόπημα και εξής, να παρουσιαστούμε στο έμπεδο, και τι ήταν αυτό, οι
ελιές κοντά στα Γυμνάσια Κύκκου.
Ξεκίνησα με το λεωφορείο από Μόρφου, πρώτη φορά περνούσαμε από χωματόδρομο, από
Κοκκινοτριμιθιά Λευκωσία, εκείνο το δρόμο που αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως
μοναδικός για τη διαδρομή. Τότε ήταν άβατος σχεδόν, αγροτικός δρόμος, τα
λεωφορεία φοβόντουσαν να περάσουν από τον κύριο δρόμο μη συναντήσουν τουρκικά
στρατεύματα, ήταν στο δρόμο μας η Ελδυκ και το αεροδρόμιο, ας τ΄αποφύγουμε.
Μεσημέριασε σχεδόν, βρεθήκαμε φίλοι και παρέες, τα πηγαδάκια
ως συνήθως, κανένας δεν φαινόταν ένστολος, κάποιος όμως από τους παριστάμενους,
εξ ιδίας πρωτοβουλίας που λένε, να καταγραφτούμε ρε παιδιά, σωστά. Χαρτί δεν
είχαμε, ήταν όμως εκεί ένα τσουβάλι τσιμέντο, κόβει ο πρωτοβουλίας ένα κομμάτι
χαρτί από το τσουβάλι, μια πέννα ρε παιδιά, άντε και πέννα, κι άρχισε να
καταγράφει, ούτε για κωλόχαρτο δεν έκανε.
Βραδιάζει, έρχεται ένα αυτοκίνητο αγνώστων στοιχείων, στον
άγιο Βασίλη Σκυλλούρα μεριά θέλουν βοήθεια, ετοιμαστείτε παιδιά.
Συγκεντρωθήκαμε καμιά δεκαριά από τους ντροπιάρηδες μη μείνουμε πίσω στο κάλεσμα της πατρίδας, και
πού είναι τα όπλα συνάδελφε; Έρχεται ο μακαριστός φίλος μου Ανδρέας
Μητροφάνους, με ένα μαρτίνι του 40 χωρίς κλείστρο κρεμασμένο από ώμου, αυτό μου’
δωσαν, μου λέει. Κι εμείς μ’ ένα όπλο θα πάμε ν’ αντιμετωπίσουμε τους Τούρκους
και χωρίς κλείστρο; Θα το κρατά ένας, η απάντηση, κι όταν πέφτει θα το παίρνει
ο άλλος.
Καλά πατριώτες, όχι όμως και ηλίθιοι.
Πάει κι αυτό. Που συνεχίστηκε για καιρό, ο χρόνος περνά
αμέτρητος, μια μέρα στο βάθος, πολύ κοντά μας όμως, ο καπνός από το φλεγόμενο
αεροπλάνο, ύστερα μάθαμε, στην αρχή το γιορτάζαμε, με ένα απλό όπλο ο φαντάρος
έριξε κάτω ολόκληρο τούρκικο αεροπλάνο, δεν ήταν αλήθεια, ως προχτές ακόμα που
ξεθάβαμε τα παιδιά, την αλήθεια δεν την είχαμε μάθει ολόκληρη, στο τέλος το
πήραμε απόφαση πως δεν θα την μάθουμε ποτέ.
Άλλη μέρα, να παρουσιαστείτε στο στρατόπεδο της οδού
Προδρόμου, μάλιστα, το βράδυ να αναλάβεις σκοπιά, χωρίς όπλο, μάλιστα, και
μπαίνω στην σκοπιά της εισόδου, από τούβλα, θυμήθηκα στη γειτονιά μου το 64 που
οι σφαίρες διατρυπούσαν τα τούβλα και σκότωναν τα παιδιά μας, βγήκα έξω, είμαι
τουλάχιστον πιο ασφαλισμένος.
Άλλη μέρα να
παρουσιαστείτε στο στρατόπεδο στην Αθαλάσσα, μάλιστα, περνά από πάνω μας ένα
αεροπλάνο, κι ακούμε πρόσταγμα από μεγαφώνου: Ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Βγάνει διάτα ο Κρούταγος, από ραδιοφώνου ακούμε την
απόφαση του λεγόμενου υπουργικού, να απολυθούν οι ηλικίες τάδε, να
παρουσιαστούν με τα ατομικά βιβλιάρια, μάλιστα, και τι αναγράφεται παρακαλώ; Ο τάδε
παρουσιάστηκε σήμερον στο στρατόπεδο και απολύθηκε. Δεν θυμάμαι αν γράφει και
αυθημερόν.