Ο ΓΙΑΝΝΗΣ, Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΣ
Ο κύριος Γιάννης, σεβάσμιος κύριος,
μέγας συγγραφέας από τους σπάνιους, θεόπνευστος που λένε, όχι μασκαραλίκια που
κάνουν μερικοί που δεν ξέρουν ν’ ακούσουν τη φωνή τους, μια μέρα με συνάντησε
στο δρόμο, εκεί κοντά στο Παγκύπριο, με πας ως το φωτογραφείο του Ηρακλείδη,
λέει, να βγάλω φωτογραφίες για ταυτότητα; Και βέβαια, μεγάλη μου τιμή, μου’
δωσε κι ένα αντίγραφο να το’ χω στο τηλέφωνό μου βιτρίνα, να τον θυμούμαι και
να εμπνέομαι. Στηλωμένο τ’ αφτί το αριστερό, νομίζεις πως βλέπει αυτά που
ακούει, αστραπές και βροντές και σεισμούς, συνταράζεσαι να διαβάσεις κείμενά
του, πλημμυρισμένα από αγάπη κι οράματα, εκείνα τα καταπληκτικά, και λίγη είναι
η λέξη, ελάχιστη.
Λίγες μέρες πριν συλλάβουν το Χρίστο
μας, είπε η αντροπαρέα να βγουν οι δώδεκα της ομάδας, να τα πιουν σ’ ένα
κεντράκι, εγώ ξέρω ποιος θα με προδώσει, λέει ο Χρίστος, κι έπεσε στην αγκαλιά
του ο Γιάννης, ποιος αγαπημένε μου φίλε; Σύντομα θα το δεις, μόνο πρόσεχε τις κινήσεις
στο τραπέζι, την ώρα που θα βουτώ στο λάδι της χωριάτικης σαλάτας, και ποιου
δεν αρέσει. Ύστερα, τα ξανάπαμε, πήρε την κυρά Παναγιώτα στο σπίτι του, το
άλλο, εκείνο το ζωγραφισμένο εσωτερικά, πολύ κοντά στη γειτονιά μας.
Το σπίτι αυτό, του Πίπη το λέγαμε,
ήταν μικρό μα ωραιότατο, μεγάλες τιμές χρονιάρες μέρες, όλοι οι επίσημοι από
εκεί περνούσαν, τελετές και μεγάλες κηδείες εκεί γίνονταν, η γιαγιά Ελεγκού,
ήταν Ιούνιος του 50, πάμε μου λέει να σου κρατώ το χέρι και να με κρατάς, να
πολογιάσουμε το Μακάριο, ο δεύτερος ήταν, καθισμένος σε ένα θρονί, στη μέση
εκεί του ηλιακού, ημίφως, δεξιά ένας παπάς διάβαζε, μόνος τα έλεγε μόνος τα
καταλάβαινε, μπαίνουμε στη σειρά, φιλούμε το χέρι του νεκρού, ήταν η τελευταία
φορά που κάθισαν αρχιεπίσκοπο να τον θάψουν, τους έπεσε, κι ο επόμενος διέταξε,
εμένα εκεί ψηλά στο θρονί κι όχι εδώ στο θρονί να πέσω να σπάσω τα μούτρα μου.
Ύστερα από κανένα χρόνο πάλι,
συνωστισμός πολύς μέσα στο σπίτι, ήρθε ο Κυπριανός από τα ηνωμένα έθνη, είχε
πάρει τους τόμους του δημοψηφίσματος για την ένωσή μας με την Ελλάδα,
απολογισμός μηδέν, ακόμα δεν αρχίσαμε,
ανασκουμπωθείτε.
Πίσω από αυτό το ωραίο σπίτι του
Γιάννη του αγαπημένου, ήταν ένα σχολείο, όπως τα παλιά της χώρας, όπως το δικό μας,
όπως του αγίου Αντωνίου, προπύλαια, κολόνες, μια μέρα περνούσε ο Κάνθος έξω από
το δημαρχείο μαζί μ’ ένα φιλοξενούμενό του, τι κολόνες είναι αυτές δάσκαλε;
Ημιονικού ρυθμού, η απάντηση. Τέλος πάντων το σχολείο ήταν παράρτημα του
Παγκυπρίου, το πρωί θηλέων, το απόγεμα αρρένων, την προηγούμενη χρονιά μας έκλεισαν
τα σχολεία οι εγγλέζοι, δώστου εμείς διαδηλώσεις, κι ύστερα από τη μάχη της Σεβερείου,
μικροί εμείς, πρωταίοι, κουβαλούσαμε με τους κουβάδες μπουκάλια και απομεινάρια
από τα κτίσματα της καινούργιας πτέρυγας στην αυλή, δίπλα στη Σεβέρειο, κι
αναγκαζόμασταν ν’ ανοίξουμε κρυφά σχολειά, να ρθουν να τα μελετήσουν όσοι
κάνουν δοκτοράτα για ν’ αποδείξουν το αντίθετο.
Απογευματινοί εμείς, στη δευτέρα
Γυμνασίου στο Παράρτημα αγίου Ιωάννου του Παγκυπρίου, ολημερίς γυρίζαμε, το
δείλι στο σχολείο, άντε να μάθεις γράμματα! Πέρασα μια μέρα ύστερα από χρόνια,
είχε ήδη κτιστεί εκεί ένα πραγματικό μέγαρο, πού είναι ρε παιδιά το σχολείο; Γκαράζ
του μεγάρου, χάθηκε εν μια νυκτί, δεν ξέρω αν το γράφουν καν οι ιστορίες.
Έβγαλε τις φωτογραφίες ο Γιάννης, τον
έφερα στη Λευκωσία, ένα ύφος σου λέω, να βλέπει όσα ακούει, σεισμούς και καταποντισμούς, αγγέλους
και δαιμόνους, να γράφει στις εφτά εκκλησίες της Λευκωσίας και να τις μαστιγώνει
για τα κακά, να οραματίζεται και να καταγράφει, ένας εξόριστος στην Πάτμο, καλή
ώρα, γιατί ποιος ξέρει αν είχαμε ή δεν είχαμε τα γραφτά του, αν δεν τον
εξόριζαν.
Πάτμο είπα, λάθος, Σεϋχέλλες ήταν το
όνομα, εμείς στις διαδηλώσεις μέσα κι έξω από τη Φανερωμένη, σου τον αρπάζουν
μια ωραία πρωία, εκεί στο αεροδρόμιο, άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για
Μυτιλήνη, τον μπάζουν σ’ ένα εγγλέζικο αεροπλάνο, και μάθαμε κι εμείς γεωγραφία,
άκου Σεϋχέλλες.
Πριν γίνουν όμως όλα αυτά, ερχόταν
κάθε πρωτοχρονιά στο σπίτι του γερόντιου, του Κασσιανού, ήταν προνόμιο, κάποτε
είχαν ανάγκη μεγάλης βοήθειας εκεί, στο αρχοντικό τους, ο Κασσιανός τους βοήθησε
γερά, από τούδε και στο εξής την πρωτοχρονιά στο σπίτι σου θα τη βγάζω,
απεφάνθη ο ευεργετηθείς, ερχόταν λοιπόν, ανέβαινε στο θρόνο, ο πατέρας ήταν
τότε επίτροπος, μια παλιά συνήθεια, μόλις άρχιζε να ψάλλει καταβασίες, ο
πατέρας έπαιρνε σε ένα δίσκο ένα λαμπάδι,
του το πρόσφερε, ο αρχιεπίσκοπος είχε πάντα στην τσέπη μια λίρα, την
έβγαζε τελετουργικά και την τοποθετούσε στο δίσκο, ο επίτροπος άναβε το κερί
στο μανουάλι του Χρίστου μας, παλιά ωραία, ξεχασμένα αξέχαστα.
Ο Γιάννης όμως, ο φίλος, ο μεγάλος
συγγραφέας, να τον διαβάζετε, όχι μόνο αξίζει τον κόπο αλλά και μαθαίνετε, έστω
λίγο για το Λόγο, για το Θεό, για το φως και προπάντων για την Αγάπη.
Στέλιος Παπαντωνίου