Η ΚΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ
Η κυρα Παναγιώτα, ή Κυρά, ή Παναγιώτα, Μαρία τη βάφτισαν,
παιδί όμως, δυο τριών ετών, το ένα της χέρι και πόδι μεγάλωναν κανονικά, το
άλλο έμενε ατροφικό, οι γονιοί της είχαν ακόμα ένα γιο, τον Μάριο, τους είπαν
οι γειτόνοι, δεν ξέρετε πως δε γίνεται να’ χετε δυο παιδιά με το ίδιο όνομα; Κι
έτσι μετονόμασαν τη Μαρία σε Παναγιώτα,
κι αυτό ήταν, πέρασε του παιδιού το κακό, άρχισε να μεγαλώνει κανονικά.
Μα οι γονιοί στο μεταξύ την αφιέρωσαν στην εκκλησιά μας, από
μικρή μπαινόβγαινε να καθαρίσει, ν΄ανάψει καντήλες, παρακολουθούσε όρθρο κι
εσπερινό, τότε που ο Παπάκωστας ήταν μόνος ο καημένος, ευτυχώς είχε την
Παναγιώτα να του διαβάζει τον προοιμιακό και τον εξάψαλμο.
Εκεί στο Παρθεναγωγείο, μαζί με τ’ άλλα κορίτσια της
γειτονιάς, στη χριστουγεννιάτικη γιορτή την έβαζαν να παριστά τη μάνα του
Χριστού, την Παναγία, κοντά της ο Ιωσήφ με το μπαστούνι, οι βοσκοί και τα
προβατάκια, η φάτνη, και το «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών», τότε που ακόμα
δεν είχαν μπει τα εγγλέζικα τραγούδια, κάτι ξενικά «άγια νύχτα» κι ακόμα το «Μαρία με τα κίτρινα». Απίστευτο
κι όμως αληθινό, τι λέω. Μα δεν ήταν Μαρία η μάνα του Χριστού, λέει η μουσικός
που το δίδαξε, ποιο το πρόβλημά σας; Μπορεί να μη φορούσε κίτρινα.
Τέλειωσε το δημοτικό, τα κορίτσια δεν πήγαιναν τότε και πολύ
στο γυμνάσιο, ήρθαν τα δεκάξι της, κατέβηκε μια μέρα η μάνα της στο σπίτι μας,
άρχισε το κλάμα, γιατί, μα γιατί; Τις σας συμβαίνει; Δεκάξι χρόνων η Παναγιώτα,
και θα μας μείνει στο ράφι, κι ύστερα ποιος να την πάρει; Η δική σας η Ελισάβετ
στο χωριό, στα δεκατρία δεν την χαρτώσατε, κι από το φόβο κρυβόταν κάτω από τα
κρεβάτια το κορίτσι, έπαιζε ακόμα με τις κούκλες της; Αν είναι θέλημα Θεού,
λέει η μάνα μου… Στείλτε λίγο το κορίτσι στο χωριό, να ξεσκάσει και κείνο κι
εσείς…
Έτσι την στείλαν την Παναγιώτα στο
Βουνό, στον Πενταδάχτυλο πάνω, εκεί ο παππούς κι η γιαγιά, κι η ξαδέλφη της η
Ελισάβετ, μπαίνει στην αυλή, ο φούρνος εκεί και το κρεμαστό σταφύλι, ευλογημένη
μου ξαδέλφη, της λέει η Ελισάβετ, κι εσένα σε λίγο σε βλέπω στ’ αγκάστρι, όπως
κι εγώ. Θεέ και Κύριε, λέει η Μαρία, μα γίνονται αυτά τα πράματα;
Ο πρώτος που το πρόσεξε ήταν ο ταχυδρόμος ο Γαβρίλης, αδελφός του
Μιχάλη και του Ραφαέλλου, κι οι τρεις ταχυδρομικοί, ρε Παναγιώτα, της λέει,
μεγάλωσε η κοιλιά σου ή νομίζω; Άντε βρε από δω…
Κι έτσι μας έφερε μια μέρα η
Παναγιώτα στο σπίτι το Χρίστο μας, χαρά
που είχαμε όλη η γειτονιά, νόμιζες πως οι ουρανοί αγάλλονταν, το ’βλεπες στις
γλάστρες της μάνας στο στενό, στην περβόλα της θεια Καλλιόπης, με τις
κιτρομηλιές και τις λεμονιές, εκεί κοντά που παίζαμε μπάλα σαν ήμαστε παιδιά,
με τα χειροποίητα δίχτυα στις πόρτες, με τις αθλητικές φανέλλες μας, όλα από
τις οικονομίες μας, όταν παίζαμε καραγκιόζι στο σπίτι του Κωστάκη της Μαρίας
τις καλοκαιρινές νύχτες και δεχόμαστε εισφορές από τους φίλους.
Για το Χρίστο μιλήσαμε ήδη,
μεγάλωσε, θέριεψε, καλό παλικάρι ήτανε, μοναδικό κι ανεπανάληπτο που λένε, μόνο
που μας τον έφαγαν οι εγγλέζοι στον αγώνα.
Η κυρά Παναγιώτα παρακολουθούσε κάθε
κίνησή του, θυμάται μοναδικές στιγμές της ζωής του, τότε που τον πήρε στον
Παπάκωστα να τον εκκλησιάσει, κι ο παπάς έτρεμε, τον πήρε στα χέρια, τον ανύψωσε,
αυτός της λέει θα υψωθεί κι εσένα την καρδιά σου θα την περάσει πύρινη ρομφαία.
Η Παναγιώτα στη μεγάλη της χαρά δεν πολυκαταλάβαινε από τέτοια, ευχαριστώ,
πάτερ, και στα δικά σου, του λέει. Σε λίγο καιρό χάσαμε τον Παπάκωστα μια
μεγάλη βδομάδα, του υποσχέθηκαν πως θα πάει ένα σχολείο στην εκκλησιά να
κοινωνήσει, ετοίμασε θεία κοινωνία για πολλούς, στο τέλος του την έσκασαν, δεν
πήγαν, αναγκάστηκε να την καταλύσει, με υψηλό σάκχαρο ο ιερέας, δεν έβγαλε τη
μεγάλη βδομάδα, πἐταξε.
Περισσότερο απ’ όλους τους φίλους
του Χρίστου η κυρα Παναγιώτα αγαπούσε τον Γιάννη, όχι της Ελισάβετ το γιο, αυτό
τον είχαν συλλάβει οι Τούρκοι μαζί με τους Κοντεμενιώτες και τον αποκεφάλισαν,
μια συμπαιγνία με τους Εγγλέζους, ο Γιάννης ήταν ο φίλος, ο κολλητός που λένε
σήμερα τα παιδιά μας. Καλό παιδί, μελετηρό, όταν τον κάλεσε η ώρα έγινε πραγματικός
γιος της Παναγιώτας, ήταν τότε που ξημεροβραδιαζόταν στη φυλακή περιμένοντας
κανένα καλό μαντάτο από τη βασίλισσα. Όταν πια αποφασίστηκε πως σωτηρία δεν
είχε ο Χρίστος, κι αυτός βεβαιώθηκε για τον επικείμενο θάνατό του, της λέει, Μάνα,
αυτός θα είναι πια ο γιος σου, και στο Γιάννη, αυτή θα είναι η μάνα σου, και
την πήρε στο σπίτι του ο Γιάννης, πού ν’ αφήσει μόνο του ένα τόσο πονεμένο
πλάσμα!
Τις ημέρες εκείνες, στο σπίτι της μπαινόβγαιναν
όλες οι γειτόνισσες να την παρηγορήσουν, μα παρηγοριά δεν είχε, έψηνε καφεδάκια
κι άρχιζε η καθεμιά τα μοιρολόγια, για τις καλοσύνες του Χρίστου, για την αγάπη
του στην πατρίδα και την οικογένεια και τη θρησκεία, προπάντων όμως για την
αγάπη του στον άνθρωπο και στα μικρά παιδιά. Κουρασμένος κάποτε από τη δουλειά με
τον πατέρα του στο ξυλουργείο, ήρθαν δυο τρία παιδάκια της γειτονιάς και τον
ήθελαν να τους βοηθήσει στα μαθήματα, η Παναγιώτα δεν τους άφηνε, τώρα
ξεκουράζεται, τους είπε, ελάτε αργότερα, τ’ άκουσε ο Χρίστος, άφησε μάνα τα
παιδιά να’ ρθουν κοντά μου, της λέει, τι να κάνει κι αυτή, υπάκουσε.
Κάποτε ο Γιάννης την έπαιρνε σε
κανένα άλλο σπίτι, να συναντήσει τους υπόλοιπους φίλους, περίμεναν κι αυτοί να
συλληφθούν ύστερα από την εκτέλεση του Χρίστου, ευτυχώς όμως αντί αυτού,
καθόντουσαν όλοι ένα γύρο κι έλεγαν ιστορίες από τη συνάντησή τους κι από τις χάρες
και τις χαρές που τους πότισε, από τα θαυμάσια που μάθαιναν μαζί του, κάποτε
μάλιστα, μέχρι κι έντεκα φορές που λεν, νόμιζαν πως καθόταν κι αυτός μαζί τους και
τα λέγανε. Παραστατικότατος ήταν ο Λουκάς, που πήγαινε μαζί με τον Κλεόπα
πεζοπορία στο Μουτουλλά, κάπου εκεί στον Ορκόντα, κυλά το ποτάμι κάτω από τα
πόδια σου, νόμιζαν πως ήταν κι ο Χρίστος μαζί τους, η μόνη φορά που τον άκουσαν
να αστειεύεται, έλα κάτσε μαζί μας να φάμε στο κέντρο, του λεν, κι αυτός προσποιούνταν
πως θα πήγαινε παρακάτω, έλα και νυχτώνει, πού θα πας, άντε να σας κάμω το
χατήρι, λεν πως τους είπε, κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν θυμήθηκαν τον Χρίστο κι
ένιωσαν την καρδιά τους πυρωμένη. Τα ‘λεγαν ύστερα στην Παναγιώτα και στους λοιπούς
κι όλοι περίμεναν πότε θα τον ξαναδούν. Αν είναι δυνατόν!
Στο μεταξύ οι κολλητοί ξεκίνησαν τη
δουλειά τους, άλλος πήγε για ψάρεμα άλλος για εμπορία, άλλος με τα γραμματικά
κι άλλος με τη χημεία. Ψαράς ο Πέτρος, πήγε για ψάρεμα, συνήθιζε να μπαίνει στη
θάλασσα γυμνός, να τον κάμουμε να φορέσει το μαγιό τουλάχιστον, λέει ένας, να
του τη σκάσουμε, να ο Χρίστος, του σφυρίζουν, φέρτε γρήγορα το μαγιώ, ντροπή μου.
Αυτά της έλεγαν, αυτά θυμόταν, τα πριν και τα μετά,
ώσπου το ’νιωσε κι η ίδια πως άλλο δεν πἀει, καιρός να συναντήσει τον Χρίστο της,
τηλεφώνησε στους κολλητούς του, όπου και να’ στε ελάτε, πήραν τ’αεροπλάνα,
βαπόρια και τρένα, έτρεξαν να την προλάβουν ζωντανή, ένας μόνο καθυστέρησε, κι
όταν ήρθε και του άνοιξαν τον τάφο να την δει, δεν την βρήκαν, ανεξήγητα
πράματα, ο άνθρωπος δεν ξέρει, ο Θεός ξέρει. Για την αγάπη της όμως περισσότερα
μπορούν να ομολογήσουν οι άνθρωποι.
Στέλιος Παπαντωνίου