Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
Ίσως κάποτε, αν λιγοστέψει η
χρυσομπογιά, οι ζωγράφοι χρησιμοποιούν το πράσινο, πάντα ανάλογα με τη φτώχεια
της εποχής, και τότε επικρατούσε μεγάλη, γιατί έρχονταν από τα χωριά να
εγκατασταθούν στην πόλη να δουλέψουν, είχαμε ακόμα και τους πρόσφυγες, από
Μικρά Ασία αυτή τη φορά, αργότερα μάθαμε και τρώγαμε κατάσαρκα τη λέξη. Εκεί
στη γειτονιά ήταν ένας καπετάνιος, Θανάση τον έλεγαν, με τη Μικρασία είχε πάρε
δώσε, μόλις ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες, σ’ εκείνον κατέφυγαν, κανένα σπιτάκι να
στεγάσουμε την οικογένεια; Ένα γύρο στο αρχοντικό του γέροντα θα βρείτε, τους λεγόμενους από τη
γιαγιά νοτάδες, καμαράκια, κι έτσι ο Χαράλαμπος έφερε τη Μαρία του από τη
Μικρασία, ελληνικά ποτέ της καλά δεν έμαθε, και υπηρετούσαν το μεγάλο σπίτι του
Κασσιανού μας, με τις δυο κόρες, λευκότατα πλάσματα στην ψυχή, έβλεπε η μια τη
νύχτα ένα φως να περιτριγυρίζει τη σπιταρώνα και σταυροκοπιούνταν. Μιαν άλλη
νύχτα βλέπει ένα καντήλι στο δάπεδο πεσμένο, τρέχουν, χτυπούν την πόρτα, ο
Κασσιανός, γέρος πια, κοιμόνταν του καλού καιρού, πηδούν από το τοιχάρι,
μπαίνουν μέσα, το καντήλι του Αντρέα καθισμένο στο δάπεδο, κι αυτός με τον
Πέτρο να παίζουν βεζύρι βασιλέα, κι έφυγαν σιωπηλοί.
Ο θαυμαστός όμως Χαράλαμπος, της
φωτογραφίας που λέω, με το πολύ πράσινο στο φόντο, ένας νεαρότατος στην ψυχή
άνθρωπος, εκατό δεκατριώ χρόνων και τον πήραν στον Χάρτιγκ, φυλακίσεις,
βασανιστήρια, όσα χρήματα θες να σου δώσω, λέει ο στρατάρχης κι άκουσε το «ου
περί χρημάτων τον αγώνα…», εγγλέζος εκείνος, τον είχε δει τη νύχτα στο όνειρο,
καθημαγμένο και γδαρμένο, σαν Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο, ίδιο κι απαράλλαχτο, με
όλα τα εργαλεία του βασανισμού της εποχής. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό, κι
ύστερα, όταν τον συνάντησε στο Δίκωμο, αν θα βγω θα βγω πολεμώντας, και νίκησε
έτσι το χάρο, αθανασίας πλήρης. Χαράλαμπος γαρ.
Θαυματουργός ο Χαράλαμπος της
φωτογραφίας μας, έσωσε τους πρόσφυγες, οδήγησε με το DNA στην
ανεύρεση αγνοουμένων, αλλά εκεί, στα σπιτάκια του Κασσιανού μας, στην αυλή, παίζαμε εμείς κι ο άλλος θύμωνε, γιατί του τα αναστατώναμε
όλα, μια με την μπάλα που χτυπούσε στα τζάμια, μια που ’μπαινε και μέσα, την
ώρα του εσπερινού, μα το καλύτερο κι αξέχαστο ήταν πρώτο το τσιγάρο του, που πάντοτε το’ κοβε στη μέση, τράβαγε μια δυο
ρουφηξιές κι ύστερα πάλι στο ιερό, και δεύτερο, σαν μας έδινε κόλλυβα με το
μικρό δισκάκι, κι εμείς φωνάζαμε κι εμένα θκειε, κι εμένα θκειε, κι αυτός
αθκιάτζι.
Κατά τα άλλα, επάγγελμα καφετζής,
ένα μικρό όσο να τον χωρεί δωματιάκι, κάπου εκεί, τέρμα Λήδρας, κοντά ήταν το
λοκματζίδικο, η οδός Πάφου, κάμποσοι καζαντζήδες, χριστιανοί και μωαμεθανοί ένα
αξεχώριστο, κοντά τα λεωφορεία του Θρασύβουλου του Μόρφου, οδός Ξενοφώντος,
πάροδος Ερμού, κι ο παππούς με το σκαρπάρικο, εκεί έμαθα να φτιάχνω σπάγγους
για ράψιμο. Σκάρπες και σκαρπίνια έφτιαχναν με τον κάλφα και τα κοπέλια, κι
ύστερα στη Σκουριώτισσα, στην πλερωμή, να τα πουλούν. Απέναντι σχεδόν ένα
αρμενάκι με τα κεπάπ του στο αμάξι, τόπος γεμάτος μυρουδιές από σουβλάκια
συκωτάκια ο Σούτσος, αθάνατη επιγραφή στην περιοχή, με το Βαρνάβα και το Νίκο
να κουβαλούν καφέδες και τον τατά να εμπορεύεται δέρματα, μεσίνι και βιδελάκι.
Ήταν κι άλλος Χαράλαμπος, Χαμπής
αυτός, με τρία παιδιά αγόρια, ένας φοιτούσε στο Λύκειο τότε, μεγάλη σημασία σε
όλα αλλά προπάντων στη στολή και στις παρελάσεις, μεταλλικά κουμπιά στο σακάκι,
πηλίκιο σκληρό, σαν αξιωματικοί της αστυνομίας, και μια μπάντα από τις
καλύτερες, έτσι κι ο μεγάλος, όταν πήγε στην Αμερική, κράτησε το σπίτι και για
μας που θα ακολουθούσαμε ξωπίσω του, μην παιδευόμαστε τελευταία στιγμή, μιας
ελληνίδας ήτανε, καλή μέρα να’ χετε. Κι άλλα δυο αδέλφια, καθένας με την τύχη
και την ατυχία του, μα ήταν κι άλλος ακόμα, Χαμπής κι αυτός, νέος, να σκεφτείτε
ένα καμαράκι δύο επί τρία, κι όμως το είχε κάμει παλατάκι. Όταν ήρθε μια μέρα
στο σπίτι του γερόντιου του Κασσιανού ο φίλος μου ο Στέλιος από τον Αγρό,
παλιός αντάρτης, βρήκε στη θέση της καμαρούλας μια μεγάλη βουκεμβίλια, που’ χε
τη δική της ιστορία, κάθε μέρα έριχνε τόσα φύλλα και λούλουδα χάμω, λέει ο
Κασσιανός, δεν την κόβουμε να ησυχάσει και λίγο ο Χαράλαμπος, να μη ρίχνει νερά από το πρωί στην αυλή, περνά μια
ξένη δημοσιογράφα, μας τραβά ένα άρθρο στη Cyprus Mail για την καλύτερη βουκεμβίλια στη
Λευκωσία, την αφήσαμε εκεί, μα η καμαρούλα είχε από καιρό γκρεμιστεί. Και πού
΄ναι, ρωτά ο Στέλιος, εδώ, τον καιρό της ΕΟΚΑ είχα κάμει τρεις νύχτες, με
κυνηγούσαν οι εγγλέζοι. Τώρα το θυμήθηκα, μια μέρα ο Χαμπής, μικρός εγώ, φοβάμαι
από έρευνες των στρατιωτών αυτές τις μέρες, έχω μια βαλίτσα στο καμαράκι με
κάτι φωτογραφίες που δεν θέλω να τις δουν, πάρε το σε παρακαλώ και φύλαξέ το κι
εγώ το έδωσα στον Κασσιανό, να το βάλει στο πατάρι.
Έτσι γλύτωνε κόσμο κι έσωζε
πολιτείες ολόκληρες.
Μεγάλος, πολύ μεγάλος ο Χαράλαμπος,
γράφουν και τα παιδιά στο τέλος των εκθέσεων.
Στέλιος Παπαντωνίου