Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ
Στέλιου Παπαντωνίου
Εκεί στη γειτονιά μου το πιο μεγάλο σπίτι είναι του Χρίστου,
ύστερα της Παναγιώτας, της μάνας του, παραπλεύρως του Μιχάλη του ταχυδρομικού,
ύστερα ενός γεροντάκου, του Κασσιανού, δίπλα κολλητό του Ιωάννη, πολύ φίλου του
Χρίστου, κολλητό του Χαράλαμπου που διετέλεσε και καντηλανάφτης στην εκκλησιά,
του καπτα- Νικόλα, κάπως περίεργο, σαν φούρνος του χότζα μετακινείται, ύστερα του
στρατιωτικού Γιώργη, στο υπόγειό του στον τοίχο, ιστορείται μια σκηνή από τη
ζωή του γεροντάκου, κι από δω μεριά πάλι, αν επιστρέψεις το στρατί, του Γιάννη
του λεγόμενου Πρόδρομου, που τον αποκεφάλισαν οι Τούρκοι το 1821, έτσι λεν οι
δικοί του, του Σπύρου του
Τρεμετουσιώτη, των αγιομολογητάδων, του Γιαννάκη του μικρού του Μαραθεύτη, και
τέλος του Ηρακλείδη το σπίτι, αγιογράφου, με εξοχικό κοντά στο χωριό του
παππού, την Ψημολόφου. Είναι κι ένα μπαλκόνι κοντά στου Γιώργη, μιας κουκλάρας,
της Βαρβἀρας.
Μέρα νύχτα μαζί, ήσυχοι άνθρωποι, περνά κόσμος και κοσμάκης
και τους χαιρετά, οι περισσότεροι την Κυριακή, που δεν έχουν δουλειά και
θυμούνται τα παλιά και τα καλά του κόσμου. Κάποτε προσκομίζουν και κάνα δώρο,
μικρό μεγάλο, άλλοι από συνήθεια άλλοι γιατί πιστεύουν πως θα τους πείσουν να τους
δώσουν χείρα βοηθείας. Καλοί άνθρωποι είναι οι γείτονές μου, γιατί να μη βοηθούν
όταν μπορούν και ποιος τους είπε πως θέλουν δώρα, τι το κάναμε; Σαν τον Χρύση
που΄λεγε στον Απόλλωνα: Ἀκουσέ με, αργυρότοξε, αν κάποτε σου ΄σφαξα ταύρους ή
αίγες, αν σου ’καμα θυσία καμιά, κάμε και συ αυτό που σου ζητώ! Ε, δεν είναι
έτσι οι γειτόνοι. Τι προσφορά, τι ανταπόδοση! Δωρεάν λαμβάνουν, δωρεάν δίνουν,
γιατί τα δώρα της αγάπης είναι δώρα που δεν εξαγοράζονται, όπως η Ελευθερία καλή
ώρα, που θέλει όμως τις θυσίες και τους λεβέντες της, σφαγμένους την ποδιά της,
η Πενταγιώτισσα! Πώς θα της δείξεις πως τη σέβεσαι και την εκτιμάς και την
υπολογίζεις; Και στο τέλος, βαθύτατα κατανοείς πως δεν είναι δώρο! Τι στο καλό,
έλεγε κι ένας φιλόλογός μας στο σχολείο, όποιο θέμα έκθεσης κι αν σας βάλω, εσείς
για ένωση θα γράφετε και για ελευθερία; Ότι δεν έχει ο καθένας ποθεί.
Παρόλο που δέχτηκε επιθέσεις η γειτονιά από τα τουρκιά, το
58, το 63, το 74, οι γειτόνοι μου εκεί, ατάραχοι, δεν το κούνησαν ρούπι. Μια
μέρα, τον καιρό του αγώνα, γύρω στο 57, ακούστηκαν πυροβολισμοί, όλοι
πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια, ένας επικουρικός πάνω σε λαντρόβερ της αστυνομίας,
έκπληκτος λέει, μα τι γίνεται γειτονιά σας, αλλού ακούν πυροβολισμούς μπαίνουν
μέσα, εσείς όλοι έξω; Πολύ που τους συνηθίσαμε και τους ξεφοβηθήκαμε.
Οικονόμοι άνθρωποι, το βραδάκι το βγάζουν με καμιά λάμπα, άλλοι
έχουν καντήλια, ούτε εκκλησιά να’ ταν το σπίτι τους. Μα δε φοβούνται μήπως
καούν καμιά νύχτα κι έχουμε δράματα και πυροσβεστικές; Μια νύχτα την έπαθαν,
φαίνονται στα σπίτια τους ακόμα τα σημάδια, γραμμένο δε βρήκαμε τίποτε
ιστορικό, πότε έγινε, πώς, αλλά τι να τα κάμεις, αφού έχεις απτά αποτελέσματα
και ορατά; Προσοχή, λοιπόν, γειτόνοι. Πόσοι πυροσβέστες σκοτώθηκαν σε ώρα
καθήκοντος!