ΣΠΥΡΟΣ Ο ΤΡΕΜΕΤΟΥΣΙΩΤΗΣ
Εκεί που σου’ χτιζε το σπιτάκι ο
Κάσιαλος, ένα γεροντάκι με τη βράκα και το σκούφο στο κεφάλι, και σε ζωγράφιζε
στο χωριό σου με τα δικά του χέρια και πινέλα, κατεβαίνει ένα όρνεο βαρβαρικό, τρέμουν
οι τόποι, σκοτώνει με λύσσα, ληστεύει από χρυσάφι ως ερμαρόλες, κουβαλά
κάμποσους συρματοδεμένους, τους περισσότερους αγνοούμενους, σκοτωμένους στο
Ορνίθι, ακόμα και νεκρούς κακοποιεί, μεταφέρει τα κόκκαλα, όπως οι χωριανοί σου
που έψαχναν για χαβάρα και βρίσκαν νεκροταφεία παλιά, θρήνος και κλαυθμός και
οδυρμός πολύς ως σήμερα και να δούμε ακόμα, το μεγαλύτερο κακό στην Άσσια.
Στην Τρεμετουσιά ήρθαμε μαθητούδια
να σε δούμε, γκρίζο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο, ήταν μια σαρκοφάγος ή κιβούρι
κιόνενο να πούμε, μια τρύπα, βάλε εδώ το αφτί ν ΄ακούσεις ένας βόμβος, κάνει
καλό στ’ αφτιά, μια ζωή κι ένας θάνατος ευεργεσίες, κανένας πεινασμένος να μη
μείνει, κανένας φτωχός κι αδικημένος, στο μεγάλο κέρφιου που μας έκλεισαν οι
εγγλέζοι τότε, κράτησε καμιά βδομάδα, εκεί
που όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά, οι άνθρωποι κινδυνεύουν να πεθάνουν της
πείνας, και τα καράβια αρχίζουν να στρέφονται στην Κέρκυρα, το θάμα.
Ήταν λοιπόν συγκεντρωμένα έξω από τη
Χώρα λεωφορεία, θυμάστε εκείνα τα ιστορικά λεωφορεία του 50, χειροποίητα,
σκληρά μέσα κι έξω, κόκκινη μπογιά τα περισσότερα, κράτησαν τις ταμπέλες των
χωριών και μετά την εισβολή, από όλα της
Κύπρου τα χωριά, δυο η ώρα, επέτρεπαν οι εγγλέζοι κι έμπαιναν μέσα, στάθμευαν
στις γειτονιές, κι άρχιζε η δωρεάν διανομή τροφίμων, φρέσκο ζεστό ψωμί,
ντομάτες κι αγγούρια που βγήκαν από το χωράφι τους, πατάτες, και του χωριού τα
καλά, γι’ αυτό λέγαμε, αυτός ο κόσμος δε θα πεθάνει, τόση αλληλεγγύη, ν’ ακούν
οι σημερινοί και να μην πιστεύουν, ο καθένας και το συμφέρον του.
Ήταν η εκκλησία στην Τρεμετουσιά,
παλιά τη θυμάμαι, με τη μυρωδιά της αγιοσύνης, κι ύστερα κέντρο αποκατάστασης
εικόνων και χειρογράφων, όλος ο πλούτος στο εξωτερικό, κλεμμένα και φυγαδεμένα,
ό τι βρέθηκε μας το ’φεραν εκεί στον απόστολο Αντρέα του Πλατέως, να τα προσκυνούμε
και να θυμόμαστε και να μην ξεχνούμε, μερικοί το ΄καμαν ταπελίτσες, νόμιζαν πως
ήταν διαφημιστικό καμιάς εταιρείας, τώρα που μεγαλώνουν καταλαβαίνουν τη
σημασία του, ας είναι.
Εσύ όμως, δικό μου γερόντιο, από το
φωτογραφείο του Ηρακλείδη μας βγήκες και πόσο μοιάζεις μ’ αυτόν! Κάτι
σοφίζονται οι φωτογράφοι, έχουν ένα πρότυπο, αυτός ιεράρχης, αυτός ασκητής,
εσένα σε βάλαν ιεράρχη, μοιαστός ολόφτυστος ο Ηρακλείδης στην αυτοφωτογραφία
του, όπως ο γέροντας Κασσιανός, αντίγραφο ο μεγάλος συγγραφέας Νεόφυτος στον
Τρυπιώτη, πόσα μαθαίνει ο άνθρωπος κυκλοφορώντας στις γειτονιές της Χώρας.
Σ’ άλλη μια φωτογραφία σου, με το
καλό σκουφάκι σου πλεχτό, ο παππούς παπάς με το τσαπί στο χέρι και η παπαδιά, αυτή πήγαινε τα γίδια στη
βοσκή, ο παππούς στου Ματσάγγου και στο Περβολούδι να τσαπίζει, να ποτίζει, μια
μικρή λιμνούλα, ν’ ανεβαίνει τη ξυλένια σκάλα να κόβει ελιές, κι ένα φίδι να
περνά μέσα από τα πόδια μου έξω από την εκκλησιά, μην το φοβάσαι, είναι ο
φύλακας του ιερού, το χρυσό φίδι, που λέει και το τραγούδι εις ήχον πρώτον.
Ο παππούς έμπαινε στο ιερό, ένα
μικράκι παραθυράκι από ανατολή να τον φωτίζει, μπαίναν αγγέλοι κι αρχαγγέλοι,
έψαλναν μαζί του, κι ύστερα έβγαινε να βοηθήσει τα εγγόνια, δεν μπορούσαν να
ψάλλουν και δοξαστικό εωθινό, όλα στο μοναστήρι του Χρυσοστόμου τα’ μαθε,
τρεχτός να πηγαίνει, πετώντας να ’ρχεται. Μια μέρα, σπάζει το μεγάλο πιθάρι με
το λάδι στο σώσπιτο, τρέχαν ως την εκκλησιά και την πλατεία τα λάδια, έβρεξε
ευτυχώς και κάπως καθάρισαν οι τόποι, μα ως πολλά χρόνια αργότερα οι βράχοι στην
αυλή ήταν λαδωμένοι, κατεβαίνει κι ο Σωκράτης από τον Αγρό, κουβαλώντας ασκιά
το κρασί, και τι να βάλουμε στο τραπέζι, φέρε από την εκκλησιά κανένα άρτο και
λίγο λάδι, ελιές να τηγανίσουμε στο σάτζι, έβαζε προσάναμμα ξερόκλαδα η γιαγιά
εκεί στη γωνιά κι άρχιζε άλλη
ιεροτελεστία. Κι εμείς νηστεύουμε κι οι παλιοημερολογίτες στο χωριό, έλεγε ο κουμπάρος,
μην τηγανίζεις αυγά και χαλούμια. Ασθενών και οδοιπορών.
Μετακινούσαν τους κακοποιημένους νεκρούς
από το Ορνίθι, με εκσκαφείς και τράκτορ, δεμένους με σύρματα τους είχαν, το
ξαναλέω, σε άλλους τόπους, από την
Τρεμετουσιά στην Κέρκυρα, όπου τα έθαβαν τα ιερά κόκαλά τους μυρόβλυζαν, τρομαγμένα
κορμιά, εκεί στο σπίτι του στο δεύτερό του νησί, άμα τη εισόδω δεξιά, όρθιος,
να του αλλάζουν υποδήματα κάθε χρόνο, να τον τιμούν πατέρα και προστάτη, κάθε
χρονιά, τη μέρα που πέθανε ο πατέρας στο Κεντρικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, μια
μαύρη θλίψη στον ορίζοντα της γειτονιάς και του σπιτιού, η μάνα μόνη, αργία, να
γιορτάζουν τα παιδιά και να μην ξέρουν τι, πλησιάζουν όμως τα χριστούγεννα,
καιρός οι δάσκαλοι για ψώνια.
Εκεί στα 1978 άλλαξαν τα βιβλία στα
σκολειά, μπήκε η δημοτική επισήμως, άλλαξε η κυβέρνηση, κάθε αλλαγή και νέα
βιβλία, διαταγή του μάστρου να συναχτούν τα παλιά από την αποθήκη και να καούν,
τότε σηκώθηκε κι ο Σπύρος μας στη συνεδρίαση του καθηγητικού συλλόγου, πιάνει
ένα βιβλίο, το σφίγγει καλά καλά, ακούστε συνάδελφοι, μας λέει, αν πετάξουμε
τις λέξεις, θα μείνει μόνο το χαρτί, κι οι λέξεις είναι φορείς εννοιών και
νοημάτων, ένα το χαρτί, ένα οι λέξεις, ένα τα νοήματα, μια τριάδα ομοούσια, δε
γίνεται να καίμε τα βιβλία, αντί να τα μοιράζουμε δωρεάν στα παιδιά, έτσι κι
έγινε.
Ένα σπιτάκι του έχουμε και στη Χώρα
του Σπύρου μας, σπαρμένος ένα γύρο ένας κήπος με αγάλματα παλιών δεσποτάδων,
στο κέντρο της πόλης, ένα μουσείο
ανεκμετάλλευτο, πόσα μπορούσαν να γίνουν σ’ αυτό τον τόπο και δεν γίνονται, ή
πόσα γίνονται και δεν παίρνουμε χαμπάρι.
Πάντως ο Σπύρος Τρεμετουσιώτης
έμεινε, δεν μετονομάστηκε Κερκυραίος, Σπύρος ο βοσκός, ο παπάς, ο φίλος των
φτωχών και αδυνάτων του κόσμου τούτου, δίπλα στον Πρόδρομο και τους
ομολογητάδες, τον Γιάννη τον Μαραθεύτη και τον Ηρακλείδη, το θαυμαστό φωτογράφο
της οικίας Κασσιανού, μα ο φίλος μου ο Σπύρος, συμμαθητής μου στο σκολειό,
γιατί να πεθάνει τόσο νέος, ακόμα δεν κατάλαβα!
Στέλιος Παπαντωνίου