ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, ΚΑΡΒΑΣ, 2014
Είναι παρήγορο που υπάρχουν λογοτέχνες με την ειλικρίνεια,
την παιδική ψυχή, τη γλυκύτητα στην
έκφραση, που ταξιδεύουν τον αναγνώστη στον παράδεισο όλων των ανθρώπων, την
παιδική ηλικία, όσο δύσκολη κι αν ήταν. Ο πρόσφυγας επιστρέφει στη γενέθλια γη,
που δεν είναι μόνο γη αλλά και χρόνος, καιρός. Με την παιδική ματιά θυμάται και
γράφει ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, ιστορεί τους παππούδες, τον πατέρα, τα
αλησμόνητα τοπία της χαμένης τώρα Εδέμ.
Κάπου εκεί στην Καρπασία, κάπου στην Αμμόχωστο.
Μια συλλογή από είκοσι διηγήματα, συγκινήσεις που γεννά η
αθανατισμένη στιγμή, χωρίς προσπάθεια γλωσσικής αλλοίωσης, πειραματισμών και
ακροβατισμών, σε μια στρωτή νεοελληνική, με ηδύτητα και γαλήνη γραμμένη.
Μερικά δείγματα των διηγημάτων.
Ο «Γητευτής των Μυρμηγκιών» μπορεί να διαβαστεί και
αλληγορικά, σαν τον Εγγλέζο ή Αμερικάνο που καθοδηγεί την Ελλάδα και την
Τουρκία να ακολουθούν τις οδηγίες τους κατά τα συμφέροντα των μεγάλων.
Συγκινητική «Η Κιθάρα», με την επίσκεψη στο πατρογονικό,
κατειλημμένο τώρα, με την κιθάρα στον τοίχο και τον ξένο να υποστηρίζει πως
τώρα είναι δικό του και το σπίτι κι η κιθάρα, ενώ η ελληνική σημαία ανεμίζει
κουρτίνα στο παράθυρο. Κάτι απάνθρωπο, άγνωστο στους πολλούς συναίσθημα, που
είχαμε όμως την κατάρα οι Έλληνες της Κύπρου και της προσφυγιάς να νιώσουμε και
νιώθουμε.
Για την «Επιστροφή στην Ευτυχία», στην Αμμόχωστο,
χαρακτηριστική η τελευταία παράγραφος, ένα κάποιο δείγμα γραφής, «Μια πόλη καταδικάστηκε σε αργό θάνατο και
για μια ακόμα φορά η βοήθεια που περιμένει δεν έρχεται. Και δεν είναι μόνο τα
σπίτια, τα σχολεία, οι εκκλησιές που αργοπεθαίνουν. Τον ίδιο αργό θάνατο
βιώνουν και όλοι όσοι έτυχε να ζήσουν και να αγαπήσουν αυτή τη μαγική πόλη,
προδομένοι και διωγμένοι βίαια μακριά της, προσπαθώντας να κρατηθούν όρθιοι, φυλάγοντας
την πόλη όλη ζωντανή μες στην καρδιά τους.»
«Η πόλη όλη» στην Αμμόχωστο πάλι, των γυμνασιακών χρόνων, μ’
ένα παπαγάλο στο κλουβί, να ζει ανήσυχος το δεύτερο Αττίλα, την καταστροφή και
την ερήμωση, αποφασισμένο όμως να παραμείνει εκεί πάντα, σαν η ψυχή της πόλης… «
Πολλοί μαρτυρούν με έκπληξη κάθε φορά που πηγαίνουν, βλέπουν ένα παράξενο πουλί
να τριγυρνά εκεί κοντά. Είναι το πουλί που ‘δεν πεθαίνει ποτέ’, το βλέπουν να
κάθεται επάνω στα θλιβερά και ανατριχιαστικά συρματοπλέγματα και να
επαναλαμβάνει δυνατά μια και μοναδική φράση: ‘ την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο
γιος του Τελαμώνα, ο Τεύκροοοος…’» ένα μήνυμα βγαλμένο από τα βάθη των χρόνων της
Ιστορίας και της ψυχής.
«Το Ενθυμητάριο» σ’ ένα μουσείο κομπολογιού παρακολουθούμε
την κατασκευή ενός κομπολογιού που κρατά στο χέρι ο επισκέπτης, καμωμένου από
κουκούτσια ελιάς, κάθε ένα και μια μέρα βασανιστηρίων του πατέρα στα χέρια των
Τούρκων με την εισβολή. Συγκινητικότατο, δυνατό στα μηνύματα θέλησης για
ελεύθερη και αξιοπρεπή ζωή.
«Η Καρδερίνα Γύρισε» Με πολλή στοργή προς την καρδερίνα
αναφέρεται ο συγγραφέας, με ένα βαθύ σεβασμό στη μνήμη του πατέρα, θυμάται τον
ερχομό της, τη συντροφιά της, την απελευθέρωσή της, αφού οι άνθρωποι απαιτούν
από τους κυρίαρχους ξένους την ελευθερία τους. Κι ύστερα όμως την επιστροφή της
και πάλι, με τη διαβεβαίωση στο τέλος πως «Δεν χάθηκες. Με ακολουθείς όπου και
να πάω. Χαίρεσαι με τις χαρές μου και λυπάσαι με τις λύπες μου. Και ξέρω ότι
δεν θα φύγεις ποτέ πια από κοντά μου. Ποτέ.»
«Η Αγία Ρόδη η Ποιήτρια» ένα συναξάρι ιστορημένο με τέχνη
για τη Χατζηροδού την ποιήτρια, μια άγια ασκητική μορφή ποιητική, που είχε στο
ερημικό της την εικόνα της αγίας Ρόδης. Μύρον ευωδίας πνευματικής.
«Ξέρεις ποδήλατο;» η αθώα παιδική καρδιά, οι πρώτες
προσπάθειες του παιδιού να μάθει ποδήλατο, ο ενθουσιασμός από τη δωρεά, τα
πρώτα σκιρτήματα πως ο άνθρωπος τα καταφέρνει, εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Η
ποίηση εδώ είναι η ανάπτυξη ενός βυσσινιού ποδηλάτου.
«Η Ελβίρα» με τον πατέρα, το μικρό πρώτο σκίρτημα αγάπης στη
γειτονοπούλα, η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις, δίδαγμα πατρικό, που ακολουθεί
φαίνεται τον συγγραφέα σ΄όλη τη ζωή.
Κλείνω την περιδιάβασή μου σε μερικά διηγήματα του Νίκου
Νικολάου-Χατζημιχαήλ με την τελευταία συγκινητική και περιεκτική φράση από το
διήγημα «Τα πουλιά κλαίνε».
«Από τη μέρα που είχαμε πάει μαζί του στο στήσιμο των
ξόβεργων, είχαμε καταλάβει και κάτι άλλο, κάτι που γνωρίζουν μόνο όσοι ζουν στις
αγροτικές περιοχές: τα πουλιά δεν κελαηδούν. Κλαίνε.»
Περιεκτικότατο μήνυμα του συγγραφέα για το έργο του.
Στέλιος Παπαντωνίου