ΓΙΩΡΓΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ
Μεγάλος στρατηλάτης, των τανκς ο
πρώτος, μεγάλη μας τιμή να τον έχουμε γείτονα, ένα μικρό σπιτάκι σφηνωμένο
ανάμεσα στα δημοτικά μας, εκεί καταφεύγαμε σαν είχαμε διαγώνισμα, κρατούσε ένα
ραδιοφωνάκι και μας εξέπεμπε την ώρα των διαγωνισμάτων, όταν οι Τούρκοι το 74
ετοιμάστηκαν για να του κάψουν το σπιτάκι, ο Γαβρίλης της Νιόβης, που λέγαμε,
τον πήρε αγκαλιά, ακόμα ως τώρα θυμάται πως τον ένιωθε να δρώνει και να τον
σπρώχνει να τον σώσει μια ώρα γρηγορότερα, ύστερα ζήτησε καταφύγιο στην κυρά
Μαχαιριώτισσα, μετά χαράς μεγάλης, φιλόξενη κυρία, του έδωσε και περίοπτη
κάμαρα στο εξοχικό της, αριστερά άμα τη
εισόδω, μια μέρα ένας δέσποτας, να σας φέρω ένα αντίγραφο της φωτογραφίας του
να’ χετε, να τον μνημονεύετε με την σπορά, έτσι κι έγινε, και του βάλαμε το
αντίγραφο κάτω από τη σκάλα που ανεβάζει στο μπαλκόνι της οικίας Κασσιανού.
Ήταν μια πρώτη φωτογραφία του, εκεί
κοντά στον καπτα- Νικόλα, κάθονταν και τα’ λεγαν, ο ένας τα ναυτικά του ο άλλος
τα στρατιωτικά του, κόκκινος μανδύας, δεν πολυάρεσε στους παλιούς γειτόνους, έφεραν
ένα νέο φωτογράφο, παρθένιο, τον φωτογράφισε χωρίς καμιά σχέση τέχνης με τον
καπτα- Νικόλα, ένα τεράστιο άλογο, η βασιλοπούλα περιμένει υπομονετικά δίπλα
στον πύργο της να την σώσει, κι ένας πράσινος δράκοντας, α ρε Γιώργο, εσύ μας πέθανες νωρίς,
αντί να χαιρετήσουμε τον Γεώργιο, χαιρετούμε τον δράκοντα, την είδε με τον
κόκκινο μανδύα σ’ ένα γραφείο εκεί στα δεσποτικά ένας ψάλτης μας που θα γινόταν
πίσκοπος, αυτή μ’ αρέσει, τους λέει, ενθύμιον χειροτονίας, κι έτσι πήραμε κι
εμείς το αντίγραφο της φωτογραφίας, να θυμόμαστε τον παλιό μας Γεώργιο τον
στρατιωτικό.
Είχε κι ένα άλλο σπιτάκι ο
στρατιωτικός μας στο χωριό του παππού εις το βουνό ψηλά εκεί είν’ εκκλησιά ερημική, τώρα πράγματι δεν της έχει
μείνει ούτε σήμαντρο ούτε παπάς, πέρασε η λαίλαπα των Οστρογότθων, των
Βησιγότθων, των Βανδάλων, εκεί όμως, μισογκρεμισμένος, μα στρατηλάτης!
Μια καφετιά φωτογραφία στο σπίτι,
μ΄έναν κάποιο με στρατιωτικά, ποιος είναι
αυτός, ένας φίλος του μπαμπά από το χωριό, καφετί χρώμα, ήταν η εξελικτική
τέχνη των φωτογράφων της εποχής, ελάτε να πολεμήσετε για την Ελλάδα και για τη
φτώχεια σας, πήγαιναν, κι ύστερα μάθαμε και τ΄όνομά του, Απόστρατος, άλλο
κεφάλαιο της Ιστορίας μας, δεν είναι στην εξεταστέα ύλη, θα τα μάθετε αργότερα!
Κάπου εκεί στο 55 ο Γεώργιος είχε μεταλλαχτεί σε πολλούς
Τζωρζήδες, που έρχονταν από την αγγλιτέρα για να μας επιβάλουν τον νόμο και την τάξη, τους
βλέπω ακόμα με μια κουλούρα συρματοπλέγματα στη γειτονιά, όπου πέρασε το
πράσινο μολύβι, να σπέρνουν συρματόπλεγμα, μια νύχτα, είχαν επιβάλει κέρφιου,
χτυπά η πόρτα, ανοίγει ο πατέρας, ο Αλή Ριζά με τρεις τζωρτζήδες, είδαμε κίνηση
από τα παντζούρια σας, πρέπει να κάμουμε έρευνα, συγχύστηκε λίγο ο τούρκος,
ήξερε τον πατέρα, αδιάντροπος όμως, με τη σκέπη τους!
Κατά τα άλλα ήταν πάντα γύρω από τη
Φανερωμένη, με δακρυγόνες, η μυρουδιά ακόμα στα ρουθούνια, εμείς ένωση ένωση,
κι εκείνοι γκλοπ και ξύλο, στη φυλακή παιδιά, στα κρατητήρια, εκεί στα βουνά
ήταν οι Πρωτογιώργηδες της Κύπρου. Όταν πήγαμε στη Χαλκίδα κι άκουαν πώς έπρεπε
να πολεμούν, σταυροκοπιούνταν οι άνθρωποι που τίποτε δεν ήξεραν κι επέζησαν,
εκεί γνωρίσαμε την τέχνη των Γεωργίων, κι ύστερα από το διώξιμο του ελληνικού
στρατού που φέραμε τότε από το Μεγάλο Πεύκο, στο ΚΕΝ Λάρνακος, μια πεντακάθαρη
παρέα αποφοίτων του Παγκυπρίου, ασπροχώματα, πηγαίναμε στο πεδίο βολής και σε
πορείες, και παράγαμε κιμωλία εκ του στόματος.
Στον Άι Βασίλη κοντά στη Σκυλλούρα,
το διοικητήριο από τη μια πλευρά του δρόμου, ένα σπίτι, το στρατόπεδο από την
άλλη, ένας μερακλής διοικητής, μάθαμε να χτίζουμε τοίχους, κάτσε δάσκαλε, όχι,
αν δεν μάθω τώρα πότε; Μάθαμε να κόβουμε καλάμια από τις ποταμοσιές και να
φτιάχνουμε ψαθαρκές να περιτριγυρίσουμε το σπιτικό μας, ένας επιλοχίας, όλα τα’
κανε, αντί να πάρει έξοδο προτιμούσε να μένει μέσα, στην επιστροφή ένιωθε
κατράμι στις φλέβες του, εκεί μια Κυριακή άκουσε από το ραδιοφωνάκι και για τη
δολοφονική απόπειρα εναντίον Μακαρίου καθώς πήγαινε στην Κυρία Μαχαιρά.
Μια μέρα, έξω από το στρατόπεδο με
στρατιωτικό όχημα από τα μεγάλα, να καθαρίσουν το χώρο, μπαμ σε μια λακκούβα κι
έξω ο επιλοχίας, τίποτε δεν έπαθε, μα στο διοικητήριο τρομαγμένοι, βάλε εδώ μια
υπογραφή δεν έχεις απαιτήσεις, μόνο σαν γέρασε και μπήκαν τα κρύα άρχισε να
θυμάται εκείνο το χτύπημα.
Η μεγαλύτερη ασέβεια όμως στο στρατηλάτη
μου ήταν τις μέρες της μεγάλης καταστροφής, κάτω από τις ελιές του Κύκκου, ένα
χαρτί να καταγραφτούμε οι έφεδροι, να ένα σακκούλι τσιμέντο κόψε και γράψε, μια
πέννα ρε παιδιά, κι ύστερα το βραδάκι, ένα μαρτίνι χωρίς κλείστρο, να το
κρατούμε δέκα, να πέφτει ο ένας και να το παίρνει ο άλλος, αυτός δεν ήταν ο
δικός μας Γεώργιος!
Αφού λοιπόν κατετάχθησαν και απελύθησαν
αυθημερόν, ήρθε και το γεροντικό, να καλούνται τα αντράκια να παρουσιάζονται
μια φορά το μήνα, κάθε πόσο κανένας δεν ήξερε, ήταν όμως η προθυμία, η σύσφιγξη
των δεσμών, ήταν μεγάλο ένα πράμα να νιώθεις πως μπορείς να συμβάλεις, ήρθαν
αργότερα κάτι σκατόψυχοι, τα διέλυσαν όλα, δεν μπορούμε λέει να σκορπίζουμε τα
λεφτά του κοσμάκη άδικα, άι να χαθείτε! Με το όπλο στο σπίτι, μ’ ένα τεράστιο
κουτοτσάρτελο στην αποθήκη, να είναι καλά όλα φυλαγμένα, ήταν και κάμποσοι λήσταρχοι,
μη μας κλέψουν το θησαυρό, εκεί και η καρδία ημών.
Πήραμε κι από κει απόλυση, σημάδι
ότι γεράσαμε, μα ήταν και νέοι Γιώργηδες στη γειτονιά, τους έχουμε κάθε Μεγάλο
Σάββατο, με το ανάστα ο Θεός, μπροστά η ελληνική σημαία, πίσω η Κυπριακή, τα
ξαφτέρουγα, ακολουθούν τα άλλα όλα, έτσι κι αλλιώς, την Κυριακή θα ρθει η
ανάσταση.