Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

περί παραδείσου

 

ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Τον παράδεισο τον γνωρίσαμε, τον ζήσαμε σε τόπο και χρόνο κι εκεί τον μεταθέτουμε, στην παιδική ηλικία και στην κατεχόμενη γη μας, στις γειτονιές, στα χωριά και στις πόλεις μας, μια κόλαση τώρα, όπου ανοίγουν το στόμα οι πέτρες και μιλούν, ο Πενταδάκτυλος βροντοφωνάζει κάθε μέρα, κι ακολουθεί το ερώτημα, πώς ν’ ακούσουμε στην κόλασή μας, αφού χάσαμε τα αυτιά, χάσαμε την ικανότητα να ακούμε τη φωνή της Πατρίδας, δεν συλλαμβάνουμε τον πόνο του τόπου, κι ο χρόνος έμεινε όνειρο και ανάμνηση;

Ήταν ο παράδεισος, γιατί ήμασταν δεμένοι με τον ουρανό και τη γη, με τα δέντρα και τα ζώα, με τα πουλιά του ουρανού και τις φωλιές τους στα βολίκια, με τη θάλασσα και τον αέρα, τις εκκλησιές και τα σπίτια στα οποία μπαινοβγαίναμε σαν να ταν δικά μας, αλλά ήταν, αφού και για τους φίλους το σπίτι μας ήταν και δικό τους και για τους γείτονες το  ίδιο, τι γείτονες που ήταν παραπάνω από συγγενείς.

Ειρήνη στον τόπο και στις καρδιές, η εκκλησιά μας ένωνε, το καφενείο και το γήπεδο που παίζαμε μπάλα με τα χειροποίητα δίχτυα και τις γραμμές το γύψο.

Κι όταν τώρα βλέπουμε κι ακούμε και διαβάζουμε πώς την κατάντησαν την κατεχόμενη άγια γη, μια εκμεταλλεύσιμη περιοχή χωρίς ρίζες και ιστορία, με μόνα ρούχα της το μπετόν και το σίδερο, ξεπουλημένη και μια και δυο στους ξένους, σπίτια αθεμέλιωτα  που αλλάζουν χέρια για να μη φανεί ποιος πρώτος είναι ο αρχικλέφταρος, μια βρωμερή κόλαση δοσοληψιών, μαζί τους και δικοί μας, κι εμείς δεμένα χέρια πόδια, οι πολιτικοί μας δέθηκαν χειροπόδαρα στις δήθες συνομιλίες και διαβουλεύσεις, και μας δένουν κι εμάς, καλά λεν πόρνη την πολιτική, που όσο κι αν νοικοκυρεύεται και μακιγιάρεται, στο βάθος της το ξέρει κι η ίδια, βουλιάζει στην κόλαση, κι ο παράδεισος για πάντα χαμένος για τους αδύνατους νοητικά και βουλητικά. Το συναίσθημα χέρσο χωράφι από καιρό.