Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Νεοφύτου του Εγκλείστου, Λόγος εις το γενέθλιον

 ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΜΕΤ’ ΕΓΚΩΜΙΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΝΣΕΠΤΟΝ ΚΑΙ ΘΕΙΟΝ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ

ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ

Εύλόγησον πάτερ.

Ἀρχή κάθε καρποῦ εἶναι τὸ ἄνθος, καὶ αὐτό εἶναι ὁλοφάνερο﮲ ἀρχή ὅμως καὶ τῆς σωτηρίας μας ἡ

δοσμένη ἀπό τὸν Θεό καὶ προτιμημένη ἀπό αὐτόν γέννηση τῆς ἀχράντου καὶ παναμώμου Μαρίας τῆς

ἀειπαρθένου, καὶ αὐτό εἶναι ὁλοφάνερο﮲ αὐτήν δοξάζοντας σήμερα γιορτάζουμε ἀντάξια στὸ χρέος

ποὺ τῆς ἔχουμε. Γιὰ νὰ εὐλογηθεί ὅλος ὁ κύκλος τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὅλος ὁ χρόνος, μέσω αὐτῆς, γεννήθηκε

μὲν στὸν παρόντα μήνα, τὸν πρῶτο τοῦ ἔτους (Σεπτέμβριο) καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον ἀθανασίας στὸν

τελευταῖο (Αὔγουστο), γιὰ νὰ εὐλογήσει τοὺς ἐνδιάμεσους δέκα μῆνες παίρνοντάς τους ἕναν κύκλο

μέσω τοῦ τέκνου της καὶ τῆς ζωηφόρου κοιμήσεώς της, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε τώρα καιρό νὰ

μιλήσουμε, ἀλλά ὅταν θὰ ἔρθει ἡ ὥρα.

Ὡς τώρα λίγα γιὰ τὴν ἁγία της γέννηση μπορέσαμε νὰ ποῦμε καὶ τόσο μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γι’

αὐτήν ὅσον ἡ χάρη της λόγο μᾶς ἐμπνεύσει. Γεννήτορες τῆς θεόπαιδος αὐτῆς ἦταν ὁ Ἰωακείμ καὶ ἡ

Ἄννα, ἀπό τὴ γενιά τοῦ βασιλέως Δαβίδ, ἀπό τὴ φυλή τοῦ Ἰούδα, ἄνθρωποι ποὺ κρατοῦσαν τὸν νόμο

καὶ τηροῦσαν ἀκριβῶς τὶς θεῖες ἐντολές, πλούσιοι πολύ σὲ χρήματα, πλουσιότεροι ὅμως στὴ θεϊκή

ἀρετή, ἀλλά φτωχοί λόγω τῆς ἀτεκνίας, κι αἰτία ἦταν τὰ δεσμά τῆς στειρώσεως τῆς μακαρίας Ἄννας, γι’

αὐτό καὶ πολλές φορές γίνονταν ἀντικείμενο περιφρόνησης ἀπό τοὺς υἱούς Ισραήλ, οἱ δε ἱερεῖς οὔτε

διπλά δὲν δέχονταν τὰ δῶρα ποὺ προσέφεραν στὸν Θεό, ἀλλά τοὺς περιφρονοῦσαν χωρίς κανένα

σεβασμό, γιατί δὲν εἶχαν σπέρμα στὸ Ἰσραήλ.

Ἀπό ὅλα αὐτά στενοχωρημένος πολύ ὁ δίκαιος Ἰωακείμ καὶ νιώθοντας ξένος πρὸς κάθε ἀνθρώπινη

συναναστροφή ἀναχωρεῖ στὴν ἔρημο στὴν ὁποία, ἀφοῦ νήστευσε σαράντα μέρες, μὲ δάκρυα καὶ

νηστεία παρακαλοῦσε τὸν Κύριο, καὶ ἔλεγε, «πάρε ἀπό μένα, Κύριε, τὴν περιφρόνηση τῆς ἀτεκνίας καὶ

τὴν ἀπαξίωση», καὶ «στάσου εὐνοϊκός ἀπέναντί μου, Κύριε», νὰ δοθεῖ καὶ σὲ μένα σπέρμα κι ἐγώ θὰ τὸ

ἀνταποδώσω, δέσποτα, στὴν ἀγαθότητά σου. Μὲ αὐτό λοιπόν τὸν τρόπο ὁ δίκαιος παρεκάλεσε τὴ

θείαν εὐμένεια καὶ πέτυχε αὐτό ποὺ ποθοῦσε﮲ κι ὅπως λέγει, «Ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι καὶ ὁ Κύριος

εἰσήκουσεν αὐτῶν» καὶ ἀπό τότε πολύ γρήγορα τὸν εἰσάκουσε ὁ πανελεήμων Κύριος, γιὰ νὰ

πραγματοποιηθεῖ διά τοῦ σπέρματός του τὸ κρυμμένο μυστήριο ποὺ ὁρίσθηκε πρὸ τῶν αιώνων﮲ γι’

αὐτό καὶ ἄγγελος Θεοῦ ἐστάλη πρὸς τὸν Ἰωακείμ καὶ τοῦ λέγει «ἄκουσεν ὁ Κύριος τὴν προσευχή» σου

καὶ ἡ Ἄννα, ἡ γυναίκα σου θὰ συλλάβει καὶ ὅλη ἡ οἰκουμένη θὰ μιλᾶ γιὰ τὸ σπέρμα σου.

Ἡ δὲ δικαία Ἄννα στὸν κῆπο της θρηνοῦσε καὶ ὀδυρόταν διπλά καὶ γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ ἄντρα της

καὶ γιὰ τὴν ἀκαρπία της﮲ γιατί, ὅπως ἔλεγε, οὔτε μὲ τὰ πετεινά τοῦ οὐρανοῦ δὲν ὁμοιώθηκα, γιατί

οὔτε αὐτά δὲν εἶναι ἄκαρπα μπροστά στὸν Θεό, οὔτε μὲ τὰ κτήνη οὔτε μὲ τὰ ψάρια ἔμοιασα ἐγώ, νὰ

προσφέρω καρπόν κοιλίας θυσία στὸν Θεό. Ἀλλά καὶ σὲ μένα, Κύριε, ἄν διατάξεις νὰ δοθεῖ καρπός

κοιλίας, αὐτόν θὰ σοῦ τὸν προσφέρω πίσω, Κύριε ὁ Θεός μου.


Κι ἐνῶ ἔλεγεν αὐτά πρὸς τὸν Θεόν κλαίοντας, δέχεται καὶ αὐτή ὁμοίως ἀπό τὸν θεῖο ἄγγελο τὴν καλή

εἴδηση γιὰ τὴν τεκνογονία ﮲ καὶ ὅταν ὁ ἄνδρας της ἐπέστρεψε στὸ σπίτι ἀπό τὴν ἔρημο, θυσίασε πολλά

ζῶα καὶ ἑτοίμασε μεγάλο γλέντι «παντί τῶ λαῶ». Ἡ δὲ Ἄννα, ἀφοῦ λυτρώθηκε ἀπό τὰ δεσμά τῆς

στείρωσης ἀπό τὸν δημιουργό τῆς φύσεως, συλλαμβάνει παρά τοῦ ἀνδρός της τὴν Μαρία τὴν

θεόπαιδα. Αὐτήν καὶ γέννησε σήμερα, (τότε) τὴν ἀπαρχή τῆς σωτηρίας μας καὶ μητέρα τοῦ Λόγου τοῦ

Θεοῦ, ἁγνήν καὶ ἀπαρχήν τῆς ἀνανέωσης τῆς παλαιωθείσας καὶ ἀφανισθείσας φύσης μας λόγω τῆς

παράβασης τῆς θείας ἐντολῆς.

Καὶ, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, ὅπως σὲ τρία σάτα ἀλεύρου μὲ μικρή ζύμη ζυμώνεται ὅλο τὸ

φύραμα, ἔτσι κι ἐδῶ μὲ τὴν θεόπλαστη αὐτή ζύμη καὶ τὴν πεντακάθαρη ὅλο τὸ παλιό φύραμα

μᾶς ἀνέπλασε ὁ πλαστουργός καὶ ἐκαινούργιωσε. Αὐτό μάλιστα εἶναι τὸ παράδοξο θαῦμα, τὸ

γεμάτο μὲ ἔκπληξη, ὅτι μὲ τὴν καθαρότατη αὐτή ζύμη συνέμιξεν τὸν ἑαυτόν του παίρνοντας ἕνα

μέρος ἀπό ὅλον τὸ φύραμά μας καὶ ὅλην τὴν διάπλαση ἐπεξεργάστηκε μὲ θαυμαστό τρόπο. Γι’

αὐτό καὶ ἔλεγε μετά ἀπό αὐτά «Ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος ὁ ζωντανός» καὶ «ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς﮲

αὐτός ποὺ μὲ τρώγει δὲν θὰ πεινάσει» καὶ τὰ ἑξής.  


Οἱ θεόφρονες λοιπόν γεννήτορες τῆς πάναγνης θεόπαιδος, ἐκπληρώνοντας τὴν ὑπόσχεση, τὴν

προσφέρουν μετά ἀπό τρία χρόνια στὸν Θεό εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων μὲ συνοδεία παρθένων καὶ μὲ

λαμπάδες χαρμόσυνες﮲ καὶ ἔτσι ἐπαληθεύεται τὸ «ἀπενεχθήσονται τῶ βασιλεῖ» Θεῶ «παρθένοι ὀπίσω

αὐτῆς» (θὰ προσαχθοῦν στὸν βασιλέα παρθένοι τιμητικά νὰ τὴν ἀκολουθοῦν) καὶ «ἀχθήσονται εἰς

ναόν βασιλέως», (θὰ ὁδηγηθοῦν στὸ ἀνάκτορο τοῦ βασιλιᾶ) δηλαδή τοῦ Σολομῶντος, καὶ τὸ «ἄκουσον,

θύγατερ, καὶ ἴδε καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου ﮲ καὶ ἐπιθυμήσει «ὁ

βασιλεύς τῆς δόξης» Χριστός «τοῦ κάλλους σου» ﮲ ( Ἄκουσε, κόρη μου, καὶ δὲς, δῶσε τὴν προσοχή σου·

ξέχασε τὸν λαό σου καὶ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου. Ὁ βασιλιάς τῆς δόξας Χριστός θὰ ἐπιθυμήσει τὴν

ὀμορφιά σου)· ὅπως πράγματι καὶ ἔγινε. Καὶ αὐτή μὲν ξέχασε τὸν λαό καὶ τὸν οἶκο τοῦ πατέρα της

μένοντας μέσα στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου καὶ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων ﮲ μέσα στὰ ὁποῖα ἔμπαινε ὁ ἀρχιερέας μιὰ

φορά τὸν χρόνο. Ἐκεῖ ἔμενε ἡ παρθένος κόρη καθημερινά, γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἡ Γραφή.

Γιὰ τὴν εἴσοδο τῆς Παρθένου εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε τώρα, ἀλλά ὅταν

ἔρθει ὁ καιρός τῆς ἑορτῆς ἐκείνης, τότε θὰ ποῦμε πάλι, ἄν κάτι μᾶς προτείνει ὁ Θεός καὶ ἡ θεόπαις

Μαριάμ. Τώρα πρέπει γιὰ τὴ θεόσδοτη γέννησή της λίγα ἀκόμα νὰ ἀναφέρουμε καὶ ὡς νεοφανή

βασίλισσα καὶ καθαρή νὰ τὴν χαιρετήσουμε άνάλογα καὶ νὰ σταματήσουμε τὸν λόγο, γιατί δὲν

προτιμούμε νὰ φιλοσοφούμε καὶ νὰ λέμε πολλά γι’ αὐτά , ἀλλά μᾶλλον περιεκτικά καὶ πεζά, γιὰ νὰ

συλλαμβάνεται εὐκολότερα ἡ ὅλη ὑπόθεση καὶ οἱ ἀκροατές νὰ εἶναι νηφάλιοι, μὴ βαρυνόμενοι ἀπό

τὸν ὕπνο τῆς νωθρότητας, ἀλλά νὰ ἀκροῶνται ἄγρυπνοι καὶ μὲ πνευματική διαύγεια.

Χαῖρε στεφανωμένη ἀπό τὸν Θεό δέσποινα τοῦ κόσμου, ἄψογη παρθένα κόρη, ἡ ὁποία ἐκλέχτηκες

προηγουμένως ἀπό τὸν Θεό πρὶν ἀπό ὅλες τὶς γενεές γιὰ νὰ γίνεις ἡ κατοικία τοῦ Λόγου, καὶ τὰ


τελευταῖα χρόνια, σήμερον, (τότε) ἀπό τὰ ἄγονα λαγόνια γεννήθηκες καὶ φανέρωσες τὸ σῆμα τῆς

καρποφορίας τῆς ἀθάνατης ζωῆς καὶ τὴ συμφιλίωση, μέσω τοῦ τέκνου σου, τοῦ κόσμου μὲ τὸν Θεόν.

Χαῖρε δέσποινα καὶ δύναμη τῶν κάτω βασιλισσών, διότι προκειμένου νὰ ἀναφανεῖς μέλλουσα μητέρα

τοῦ Θεοῦ τῶν ἀγγέλων ἀπό θεῖον ἄγγελο πῆρες στὴν ἐξουσία σου τὴ λειτουργία ὅλων τῶν

ὑποτακτικῶν σου, γι’ αὐτό καὶ ὁ γεννήτωρ σου καὶ ἡ μάνα ποὺ σὲ γέννησε δέχτηκαν ἀπό ἅγιο ἄγγελο

τὶς καλές ἀγγελίες γιὰ σένα. Καὶ ἔχοντας τὴν κατοικία στὰ ἅγια τῶν ἁγίων δεχόσουν τὴν τροφή ἀπό

θεῖον ἄγγελο ὅπως πρέπει ἀλήθεια.

Χαῖρε ἁγνή παρθένε, τὸ κλειδί τῆς παρθενίας, δόξα τῶν παρθένων, τὸ τεῖχος «τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ»

τῆς σωτηρίας μας ἡ «ἀρχή καὶ τὸ τέλος» καὶ τὸ θεῖον κειμήλιον, τὸ πολύ πολυτιμότερο ἀπό κάθε

χρυσάφι.

Χαῖρε θεοτόκε παρθένε, ἡ νύμφη τοῦ Πατρός, ἡ μητέρα τοῦ Υἱοῦ, λαμπρή οἰκία.

Χαῖρε, πανάχραντε πάναγνη παρθένε θεοτόκε, ὁ ἔμψυχος οἶκος τῆς ἀχωρίστου Τριάδος, ἠ ἁγία

περιστερά, τὸ καθαρότατο τρυγόνι, τὸ ὡραῖο χελιδόνι ποὺ προμηνύεις τὴ σωτήρια ἄνοιξη, τὸ

καλλικέλαδο ἀηδόνι, ποὺ κελαδεῖς γιὰ μᾶς τὶς σωτήριες παρακλήσεις, καὶ γενικά μὲ ἁπλά λόγια ἡ

γενική αἰτία τῶν ἀγαθῶν.

Χαῖρε θεοτόκε παρθένε, ἡ ἔμψυχη πόλη, τὸ θεϊκό παλάτι τοῦ βασιλέως τῆς δόξας, ὁ θρόνος τοῦ ὁ

μεγάλος καὶ ὑψηλός, ἡ κλίνη καὶ τὸ τραπέζι τοῦ βασιλέως τῶν οὐρανών.

Χαῖρε παρθένε ἁγνή, τὸ ἀπόρθητον τεῖχος, ποὺ διώχνει τοὺς ἐχθρούς, τὸ καταφύγιον τῶν πιστῶν καὶ ἡ

χαρά αὐτῶν ποὺ ἔχουν σὲ σένα ἐμπιστοσύνη, πολυπαινεμένη.

Χαῖρε θεοτόκε παρθένε, αὐτή ποὺ χώρεσε αὐτόν ποὺ πουθενά δὲν χωρεῖ, ἡ χαρά ὅσων ἔχουν γεννηθεῖ

στὴ γῆ, ἡ χαρά τῶν ἀγγέλων, ἡ ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων, ἡ οὐράνια θύρα τῶν πιστῶν, ὁ ἔμψυχος

λαμπρός οὐρανός τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ.

Χαῖρε ἁγνή μητέρα τῆς παρθένου, ὁ θάλαμος τῆς ἄνω βασιλείας , ὁ ἔπαινος τῆς κάτω βασιλείας, ὁ

θεϊκός θησαυρός τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω.

Χαῖρε θεοτόκε παρθένε, ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς μας, ἐσύ ποὺ δέχτηκες τὸ «Χαῖρε» διά τοῦ ἀγγέλου καὶ

συνέλαβες καὶ γέννησες τὸν ένα τῆς Τριάδος καὶ ὡς αἰτία τῆς ἀνεξάντλητης χαρᾶς ἐξαφάνισες

ἐξολοκλήρου τὴ λύπη τῆς προμήτορος.

Τώρα καὶ τὸ τελευταῖον τοῦτο «Χαῖρε» ποὺ δέχτηκες πάναγνη κόρη, «γίνου πρεσβευτής μας γρήγορα»

γιὰ μᾶς ὅλους ποὺ δοξάζουμε τὴ σεβαστή σου γέννηση, χαριτωμένη ἀπό τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε

τὴν ἀπόλαυση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ παναγίου Θεοῦ, στὸν ὁποῖον

ἀξίζει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη πάντοτε. Τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Μακάρι.

Ἀπόδοση στὰ Νέα Ἑλληνικά: Στέλιος Παπαντωνίου, φιλόλογος