Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

αθανασιου

 

 

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Ο γερο Θανάσης είχε καΐκι, πήγαινε στη Μικρασία, αγόραζε πουλούσε, γνώρισε κάμποσους δικούς μας εκεί, όταν ήρθε η κακιά η ώρα, τους βρέθηκε, έφερε αρκετούς στη Λευκωσία, στη γειτονιά, εκεί στην εκκλησιά του αγίου Κασσιανού, στου  Άι Γιώργη, στη Χρυσαλινιώτισσα, ήταν κάτι νοτάδες, καμαράκια, εκεί παντρέφτηκαν, γεννοβόλησαν, δεν ξεχνούν αυτοί και τα παιδιά και τα εγγόνια τους ακόμα τον καπτα Θανάση, εμείς δεν ξέραμε, τον βλέπαμε στα γεράματά του να κουτσουφλά στο δρόμο, να μονολογεί και να φτύνει.

Της μεγάλης κόρης ο δεύτερος γιος πήρε το όνομα, ένα δυο χρόνια πιο μεγάλος μου αλλά κάναμε παρέα καλή, πηγαίναμε μαζί στο Παγκύπριο πεζή, περνούσαμε από την τζαμούδα, τον θυμάμαι τις περισσότερες φορές να πίνει το γάλα του, δυο φλυντζάνια, έγερνε από ψηλά το γάλα από το ένα στο άλλο, να κρυώσει, έτοιμος, άρπαζε τη βαλίτσα και μπρος.

Είχε ένα υπερτροφικό εγώ, φανταζόταν ή μας έλεγε πράγματα και θάματα στα οποία πρωταγωνιστούσε, εμείς και πάλι δεν ξέραμε, όλη αυτή η ενεργητικότητα ήταν κρυμμένη, έπρεπε να ζήσει έντονα γιατί πολύ γρήγορα θα μας αποχαιρετούσε, την ίδια αρρώστια με τον πατέρα του, γίνεται σιγά σιγά ο άνθρωπος ένα μικρό παιδάκι, ως έμβρυον κουλουριάζεται, καλύτερα να μην τον δεις, μου έλεγαν τα αδέλφια του, να έχεις την εικόνα που είχες.

Μια περίοδο εργάστηκε και στο ραδιόφωνο ή και τηλεόραση εκφωνώντας τις ειδήσεις, στην εκκλησιά έπαιζε πρώτο ρόλο τη μεγάλη βδομάδα, ιδιαίτερα μεγάλη Παρασκευή, αυτός διηύθυνε τη χορωδία των ψαλτών της μιάς νυκτός που μας έλεγαν τα εγκώμια, και το μεγάλο Σάββατο τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε, σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα ομολόγησε πως πολύ θα ήθελε να γίνει ψάλτης, όλη του η οικογένεια πέρασε από το αριστερό ψαλτήρι του αγίου μας.

Του αγίου Αθανασίου σήμερα και τον θυμήθηκα, να είναι καλά εκεί που είναι, έχει πολλά να λέει στους άλλους, και να του ψάλλει του θεούλη μας μεγαλοβδομαδιάτικα.