Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Θαύματα του αποστόλου Πέτρου κατά τις Πράξεις

 Στέλιος Παπαντωνίου, φιλόλογος

Θαύματα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κατά τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων

1. Ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς χωλοῦ.

Ύστερα ἀπό τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης μιὰ μέρα ανέβαιναν στὸ

ἱερὸ νά προσευχηθοῦν. Ἐκείνη τὴν ὥρα κατέβαζαν ἕναν ἐκ γενετῆς χωλό ποὺ συνήθως τὸν ἔβαζαν

στὴν εἴσοδο τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Αὐτός παρακάλεσε τὸν Πέτρο καἰ τὸν

Ἰωάννη νὰ τὸν ἐλεήσουν. Ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: «Ἀργυρά καὶ χρυσά νομίσματα δὲν ἔχω. Ἐκεῖνο ποὺ

ἔχω, αὐτό καἰ σοῦ δίδω. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σήκω ὄρθιος καὶ περπάτα.» (Πραξ. 3,7) Καὶ

ἀφοῦ τὸν ἔπιασε ἀπό τὸ δεξί χέρι τὸν σήκωσε. Αὐτός ἀμέσως σηκώθηκε, στάθηκε όρθιος και

περπατούσε.

2. Ἀνανίας καὶ Σαπφείρα

Ὁ Βαρνάβας εἶχε πουλήσει ἕναν ἀγρό του καὶ ἔδωσε τὰ χρήματα στοὺς ἀποστόλους. Ὅμως ὁ

Ἀνανίας καί ἡ γυναίκα του Σαπφείρα πούλησαν ἕνα κτήμα ἀλλά κράτησαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἕνα

μέρος τῶν χρημάτων. Ὁ Πέτρος κατηγόρησε τὸ ζεῦγος διότι ἐψεύδετο στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τιμώρησε

πρῶτα τὀν Ἀνανία, ποὺ ἔπεσε κάτω και ξεψύχησε, και σε λίγες ὧρες τἠν γυναίκα του, ποὺ ἔπεσε

νεκρή καὶ τὴν πῆραν κι αὐτήν γιὰ ταφή.

3. Ἀκόμα καὶ ἡ σκιά τοῦ Πέτρου

Οἱ ἀπόστολοι ἔκαμναν θαύματα καἰ οἱ πιστοί τοὐς τιμοῦσαν. (Πραξ. 5,15) Μάλιστα πολλοί

πίστευαν πὼς ἀκόμα κι ἡ σκιά τοῦ Πέτρου να πέσει σὲ ἀσθενή, αὐτός θα θεραπευτεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ

ἔφερναν στὶς πλατεῖες ἀσθενεῖς καὶ περίμεναν. Ὅμως αὐτό δὲν ἄρεσε στοὺς ἄρχοντες ποὺ τοὺς

φυλάκισαν. (Πραξ. 5,19) Ἄγγελος ὅμως Κυρίου, κατά τὴν νύκτα, ἄνοιξε τίς θύρες τῆς φυλακῆς, τοὐς

ἐλευθέρωσε καἰ τοὺς παράγγειλε νὰ σταθοῦν μὲ θάρρος καὶ νὰ διδάσκουν τὸν λαό στὶς αὐλές τοῦ

ναοῦ, ὅπως καὶ ἔκαμαν.

4. Ὁ Αίνέας (Πραξ. 9,32)

Σὲ μιὰ περιοδεία του στὴ Λὺδδα ὁ Πέτρος βρῆκε ἕναν ἄνθρωπο ὀνόματι Αἰνέαν, παράλυτο για

ὀκτώ χρόνια. Καὶ τοῦ εἶπεν ὁ Πἐτρος· «Αἰνέα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός σὲ θεραπεύει. Σήκω.» Καί ἀμέσως

ἐκεῖνος σηκώθηκε ὑγιής.»  

5. Ἡ Ταβιθά (Πραξ. 9,36) 

Στὴν Ἰόππη ζοῦσε μία μαθήτρια τοῦ Κυρίου, ὀνόματι Ταβιθά, ἑλληνικά Δορκάς, μὲ πολλά καλά ἔργα

καὶ ἐλεημοσύνες. Ἐκεῖνες τὶς μέρες συνέβη νὰ ἀσθενήσει καὶ νὰ πεθάνει. Τὴν ἔλουσαν, τἠν

ἑτοίμασαν γιἀ ταφή καί τὴν ἀνέβασαν στὸ ὑπερῶο.  Ἐπειδή ἡ Λυδδα ἦταν κοντά στην Ἰόππην,

παρακάλεσαν τὸν Πέτρο νὰ ἔρθει κοντά τους. Ὅταν ἔφθασε, τὸν ἀνέβασαν στὸ ὑπερῶο. Ἐκεῖ ἦλθαν

ὅλες οἱ χῆρες κλαίοντας καὶ τοῦ ἔδειχναν τὰ ἔργα τῆς Ταβιθά, χιτῶνες καί ἐπανωφόρια. Ὁ Πὲτρος,

άφού ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπό τὸ ὑπερῶο, γονάτισε καἰ προσευχήθηκε. Ἔπειτα στράφηκε πρὸς τὸ


σῶμα καὶ εἶπε· «Ταβιθά, σήκω». Ἐκείνη ἄνοιξε ἀμέσως τἀ μάτια καὶ ὅταν εἶδε τὸν Πἐτρο,

ἀνασηκώθηκε στὸ κρεββάτι της. Τῆς ἔδωσε τότε τό χέρι ὁ Πέτρος καὶ τὴν σήκωσε. Κάλεσε τοὺς

Χριστιανούς καὶ μάλιστα τὶς χῆρες, καὶ τοὺς τὴν παρουσίασε ζωντανή.  

6. Ἔκστασις του Πέτρου. Κορνήλιος ο ἑκατόνταρχος

Ὁ Πέτρος ἔμεινε στὴν Ἰόππη ἀρκετές μέρες στὸ σπίτι κάποιου Σίμωνος βυρσοδέψου. Στὴν

Καισάρεια ἦταν ἕνας ἂνθρωπος ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατόνταρχος, εὐσεβής και θεοφοβούμενος,

φιλάνθρωπος καὶ παρακαλοῦσε πάντοτε τὸν Θεόν νὰ τὸν φωτίζει. Ἕνα ἀπόγευμα εἶδε ἕνα ὅραμα,

ἄγγελον τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ λέει νὰ προσκαλέσει τὸν Πέτρο. Ὁ Πέτρος εἶχε ἀνέβει στὴν ταράτσα τῆς

οἰκίας τοῦ βυρσοδέψη γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Πείνασε καὶ περιέπεσε σὲ ἔκσταση. Εἶδε ἀνοιχτό τὸν

οὐρανό καὶ νὰ κατεβαίνει ἕνα σκεῦος σὰν μεγάλο σεντόνι δεμένο ἀπό τὰ τέσσερα ἄκρα καὶ μέσα

του ὑπῆρχαν ὅλα τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετά καὶ τὰ πτηνά τοῦ οὐρανοῦ.

Ἄκουσε μιὰ φωνή νἀ τοῦ λέει: «Πέτρε, σήκω, σφάξε και φάγε». Ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε, λέγοντας πὼς

δὲν τρώει ὅσα ἀπαγορεύει ὁ νόμος. Γιὰ δεύτερη φορά ἡ φωνή εἶπε: «Αὐτά ποὺ ὁ Θεός ἔχει κάμει

πλέον καθαρά, σὺ μὴν τὰ θεωρεῖς μολυσμένα καὶ ἀκάθαρτα». Αὐτό ἐπαναλήφθηκε τρεῖς φορές

καὶ ἀνελήφθη τὸ σκεῦος στὸν οὐρανό. Ἐκείνη τὴ στιγμή ἦρθαν οἱ σταλμένοι ἀπό τὀν Κορνήλιο. Ἐνώ

ὁ Πετρος συλλογιζόταν το ὅραμα, τοῦ εἶπε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα: «Ἰδού, τρεῖς ἄνδρες, σὲ ζητοῦν. Εἶναι

ἐθνικοί. Πήγαινε μαζί τους ἀδίστακτα, διότι ἐγώ τοὺς ἔχω στείλει». Ὁ Πέτρος κατάλαβε πώς τὸ

ὅραμα σήμαινε πώς δέν πρέπει νὰ θεωρεῖ μολυσμένον ἤ ἀκάθαρτον κανένα ἄνθρωπον. Κι ἔτσι

ἀνοίγει ὁ δρόμος τοῦ κηρύγματος τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς τοὺς ἐθνικούς. Ὄπως εἶπε ὁ

Πέτρος, «αλήθεια, καταλαβαίνω τώρα πολύ καλά, ὅτι ὁ Θεός δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Σε κάθε

ἔθνος, καθένας ποὺ εὐλαβεῖται τὸν Θεόν καὶ ἐφαρμόζει δικαιοσύνη στὴ ζωήν του, γίνεται δεκτός

ἀπό Αὐτόν.»

7. Φυλάκιση κι ἀπελευθέρωση τοῦ Πέτρου 

Κατά τὸν καιρόν ἐκεῖνον, ὁ βασιλιάς Ἡρώδης Ἀγρίππας σκότωσε τὸν ἀπόστολο Ἰάκωβο, ἀδελφό τοῦ

εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου κι ὅταν εἶδε πώς αὐτό εὐχαρίστησε τοὺς Ἰουδαίους, ἀποφάσισε να συλλάβει

και τὸν Πέτρον. Τὀν συνέλαβε, τὀν ἔβαλε στη φυλακήν, γιὰ νὰ τὸν δικάσει μετά τὀ πάσχα. Ἀπό ὅλη

τὴν Ἐκκλησίαν γινόταν συνεχώς προσευχή γιἀ τὸν Πέτρο στὸν Θεόν. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ τὸν φέρει ὁ

Ἡρώδης στὸ δικαστήριο, τὴν νύκτα ἐκείνη ὁ Πἐτρος κοιμόταν ἀνάμεσα σὲ δυὸ στρατιῶτες δεμένος

μαζἰ τους μἐ ἁλυσίδες. Φρουροί επίσης φρουροῦσαν τὴ φυλακή. Καὶ ἰδού ἄγγελος Κυρίου ξαφνικά

μπῆκε καὶ τοὺ εἶπε: «Φόρεσε τώρα τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθησέ με».  Βγῆκε ὁ Πὲτρος,

ἀκολουθοῦσε τὸν ἄγγελο νομίζοντας πὼς βλέπει ὅραμα. Πέρασαν τὶς φρουρές, ἦλθαν στὴ

σιδερένια θύρα, ποὺ ἀνοίχθηκε μόνη της. Βγῆκαν, πέρασαν μαζί ἕνα δρόμο καὶ ἀμέσως

ἐξαφανίστηκε ὁ ἄγγελος. Συνῆλθε τότε ὁ Πετρος καὶ ἀφοῦ εἶδε ποῦ βρισκόταν, ἦλθε στὸ σπίτι τῆς

Μαρίας τῆς μητέρας του Ιωάννη, ποὺ λεγόταν καὶ Μάρκος. Ἐκεῖ ἦταν συγκεντρωμένοι ἀρκετοί και

προσηύχονταν.  Ὅταν κτύπησε τὴν αὐλόπορτα, ἦλθε μία νεαρή ὑπηρέτρια, ὀνόματι Ρὀδη, νὰ

ρωτήσει ποιός ἦταν. Καὶ ἐπειδή γνώρισε τὴ φωνή τοῦ Πέτρου, ἀπό τὴ χαρά της δὲν ἄνοιξε τὴν

ἐξώπορτα, ἀλλά ἔτρεξε μέσα καἰ τοὐς εἶπε πὼς ὁ Πέτρος στέκεται στήν ἐξώπορτα. Δὲν τὴν

πίστεψαν, ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε καἰ ὅταν ἐπί τέλους ἄνοιξαν, τόν εἶδαν καὶ ἔμειναν ἔκπληκτοι.


8. Τὸ τέλος τοῦ Ἡρὠδη

Στὸ μεταξύ ὁ Ἡρώδης ζήτησε τὸν Πέτρο καὶ ἐπειδή δὲν τὸν βρῆκε, διέταξε καὶ θανάτωσαν τοὺς

φύλακες. Ἔπειτα κατέβηκε στὴν Καισάρειαν, καὶ σὲ ὁρισμένη μέρα, κάθησε στὸ θρόνο καὶ ἄρχισε

νὰ δημηγορεῖ. Ὁ εἰδωλολατρικός λαός τῆς Καισαρείας ἐπεδοκίμαζε καὶ φώναζε: «Αὐτή εἶναι ἡ

φωνή Θεοῦ καὶ ὄχι ἀνθρώπου!»  Ἀμέσως ὅμως ἄγγελος Κυρίου κτύπησε μὲ φοβερή νόσο τὀν

Ἡρώδη, καὶ μετά τὸ κτύπημα αὐτό σκουλήκια ἔτρωγαν τὶς σάρκες του, ἕως ὅτου πέθανε.

 Ὁ δὲ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε καὶ ἐπληθύνετο.