Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Γρηγόριος ο Θεολόγος και η β Οικουμενική

 Στέλιος Παπαντωνίου

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος και ἡ Β΄ Οἰκουμενική  Σύνοδος 

Ἡ πρώτη ἐν Νικαία Οἰκουμενική Σύνοδος μᾶς ἔδωσε τό ἀκόλουθο Σύμβολο τῆς Πίστεως:

« Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε καί ἀοράτων ποιητήν.

Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρός μονογενῆ,

τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεόν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ

ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί δί΄ οὗ τά πάντα ἐγένετο, τά τε ἐν τῷ

οὐρανῷ καί τά ἐν τῇ γῆ﮲ τόν δί΄ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν

κατελθόντα καί σαρκωθένα καί ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καί ἀναστάντα τῆ τρίτη ἡμέρα, καί

ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς, καί ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός καθήμενον καί ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας

καί νεκρούς. Καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τούς δέ λέγοντας 'ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν’, καί 'πρίν

γεννηθῆναι οὐκ ἦν,’ καί ὅτι 'ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο' , ἤ 'ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἤ οὐσίας'

φάσκοντας εἶναι, ἤ 'κτιστόν' ἤ 'τρεπτόν' ἤ 'ἀλλοιωτόν' τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ

καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία.»

Ἀπό τά πιὸ πάνω φαίνεται πώς, ἐνῶ εἶχε ἀναλυθεῖ τό περί τοῦ Υἱοῦ δόγμα, οἱ Πατἐρες δὲν

εἶχαν ἐμβαθύνει στὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι’αὐτό καὶ συνεχίστηκαν οἱ ἔριδες στὴν Ἐκκλησία.

Ἕνα ἄλλο ζήτημα ποὺ ἔπρεπε νὰ λυθεῖ, ἐκτός ἀπό τὴν συμπλήρωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως

ἦταν ἡ πλήρωση τῆς κενῆς θέσης τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ὡς Νέα

Ρώμη ἦταν δευτέρα τῆ τάξει μετά τὴν πρώτη Παλαιά Ρώμη. Ὁ ἀρχιεπισκοπικός θρόνος τῆς

Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἀνεξάρτητος καὶ δὲν ὑπήγετο στὴν ἐπισκοπή Ἡρακλείας τῆς

Θράκης. Ἦταν ἀνεξάρτητη καὶ αὐτόνομη τοπική ἐκκλησία. Τοῦτο σημαίνει πὼς δὲν ἴσχυε

γι’αὐτήν τὸ μεταθετὸν ﮲ θὰ μποροῦσε δηλαδή νὰ τοποθετηθεῖ ἱεράρχης ἄλλης ἐπισκοπῆς καὶ

νὰ μὴν θεωρεῖται πὼς ἔχει μετατεθεῖ ἀπό μιὰ σὲ ἄλλη μητρόπολη, ἀφοῦ ἡ Κωνσταντινούπολη

δὲν ὑπήγετο σε μητρόπολη. Ἡ ἐκλογή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως γινόταν από

τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό μὲ ὑπόδειξη τοῦ αὐτοκράτορα, ἐνῶ ἡ χειροτονία ἀπό τοὺς ἐπισκόπους

τῆς Θράκης καὶ τῆς Βιθυνίας καὶ ἄλλους ποὺ ἐνδημοῦσαν στὴν Κωνσταντινούπολη, γι’αυτό καί

ἡ Σύνοδος γιὰ τὴν ὁποία ὁ λόγος θεωρεῖται ἀπό μερικούς ὄχι οἰκουμενική ἀλλ’ «ἐνδημοῦσα».

Ἡ Δ΄Οἰκουμενική Σύνοδος ὅμως τὴν ἀναγνώρισε ὡς Οἰκουμενική.

Τὴν Σύνοδο συγκάλεσε ὁ Θεοδόσιος (381), πού ὑποστήριζε τούς ὀρθοδόξους Ἀντιαρειανιστές.

Σ’αὐτήν δὲν εἶχαν κληθεῖ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι. Δύο σημαντικά προβλήματα ἦταν πρῶτον ἡ

πλήρωση τοῦ θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και δεύτερον οἱ αἱρέσεις, τά κατάλοιπα τοῦ

Ἀρειανισμοῦ, οἱ Πνευματομάχοι και οἱ Ἀπολιναριστές. Τὸ δεύτερο θέμα γιὰ τὸν Θεοδόσιο δὲν

ἦταν μόνο θεολογικό καὶ ἐκκλησιαστικό ἀλλά καὶ πολιτικό, ἀφοῦ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῶν

Ὀρθοδόξων σήμαινε καὶ τὴν ἑνότητα τοῦ κράτους. Ἔτσι ἡ Σύνοδος εἶχε δύο κύκλους ἐργασιῶν,

μὲ διαφορετική σύνθεση τῶν μελῶν τὴν κάθε φορά. Στὶς πρῶτες συνεδρίες δὲν προσκλήθηκαν

οἱ ἐπίσκοποι τῆς Δύσεως, τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης και Πενταπόλεως, τοῦ Άνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ


καὶ οἱ ἀκραῖοι Ἀρειανόφρονες, οἱ Μακεδονιανοί, οἱ λοιποί Πνευματομάχοι, καί οἱ

Ἀπολιναριστές.

Πρόεδρος τῆς Συνόδου ὁρίστηκε ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε τὸν Γρηγόριο τὸν

Θεολόγο ὡς ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ὁ Πέτρος Ἀλεξανδρείας προέβη σὲ

ἀντικανονική χειροτονία τοῦ Μαξίμου τοῦ Κυνικοῦ, ἀλλά καὶ δὲν ἀναγνώριζε τὸν Μελέτιο ὡς

κανονικό ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, γι’ αὐτό μεγάλη σύγχυση ἐπικρατοῦσε στὴ Σύνοδο.

Ὁ αἰφνίδιος ὅμως θάνατος τοῦ Μελετίου ὁδήγησε στὴν προεδρία τῆς Συνόδου τὸν Γρηγόριο

τὸν Θεολόγο. Ἡ Σύνοδος μὲ τὸν πρῶτο της κανόνα εἶχε δηλώσει τὴν ἐμμονή της στὸ Σύμβολο

τῆς Νικαίας καὶ εἶχε ἐπικυρώσει τὴν καταδίκη τῶν σημαντικοτέρων αἱρέσεων.

Γιὰ νὰ ἐφαρμοστοῦν ὅμως στὴν πράξη ὅλες οἱ ἀποφάσεις της, ἔπρεπε νὰ κληθοῦν καὶ οἱ

ἐπίσκοποι τῆς Αἰγύπτου καὶ τοῦ Ἰλλυρικοῦ. Μὲ τὸν ἐρχομό τους ὅμως προκλήθηκαν ἄλλα

προβλήματα, ποὺ ἀνάγκασαν τὸν εὐαίσθητο Γρηγόριο, αἰσθανόμενο πὼς μερικοί δὲν τὸν

ἤθελαν, νὰ δώσει τὴν παραίτησή του.

Σημαντικό ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν ὄχι ἡ κατάθεση νέου Συμβόλου Πίστεως ἀλλά ἡ συμπλήρωσή

του, γι’ αὐτό καὶ ἀναφερόμαστε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως. (Β΄

Οἰκουμενική Σύνοδος). Τοῦτο ἐκθέτει μὲ σαφήνεια τὴ σχέση μεταξύ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας

Τριάδος. Ἀντιμετωπίζει τὶς αἱρέσεις τῶν Ἀρειανιστῶν, μέ τούς διαφόρους ἐκπροσώπους τους,

καθώς καί τῶν Πνευματομάχων, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τὴν θειότητα τοῦ Λόγου καί τοῦ Ἁγίου

Πνεύματος.

Τό σύμβολο τῆς Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως ἀπαρτίζεται ἀπό τὰ πρῶτα πἐντε ἄρθρα ἀπό τό

δογματικό σύμβολο τῆς Νίκαιας, ἐνῶ τά ὑπόλοιπα ἑπτά προέρχονται ἀπό τὴ Σὐνοδο τῆς

Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐπικυρώθηκε ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

Κύριοι διαμορφωτές τοῦ Συμβόλου θεωροῦνται οἱ Καππαδόκες Πατέρες, εἰδικὰ ὁ Μέγας

Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος Θεολόγος. Ὀ Γρηγόριος Νύσσης θεωρεῖται ἐπίσης συντάκτης καί

διαμορφωτής τοῦ συμβόλου.

Οἱ προσθῆκες τοῦ Συμβόλου κατά τὴ Β΄ Οικουμενική Σύνοδο εἶναι οἱ ἐκφράσεις «σαρκωθέντα

ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», «σταυρωθέντα ὑπέρ ἡμῶν ἐπί Ποντίου

Πιλάτου», «καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός», «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος», «εἰς μίαν

ἁγίαν καθολικήν καὶ ἀποστολικήν εκκλησίαν, ὁμολογοῦμεν ἕν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν,

προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

Το 8ο άρθρο αναφέρει «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς

ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν

διὰ τῶν προφητῶν».

Συμπερασματικά, δύο μεγάλα ἔργα ἐπεράτωσε ἡ Β΄Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐπλήρωσε τὀν

θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸν Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπεσύρθη

προτιμώντας τὴν ἡσυχαστική καὶ στοχαστική ζωή καὶ συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς

Νικαίας μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ εἰρηνεύσει ἡ Μὶα Ἁγία

Καθολική καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία.

Βοηθήματα


Βλασίου Ιω. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία

Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἅπαντα τὰ Ἔργα, Ἐπιστολές

Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Ὁ Πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος) Ἀποστολική Διακονία

Σύμβολο τῆς Πίστεως, Βικιπαίδεια