Σώριασε, αέρα, το τζαμί με τους εξήντα δυο τρούλους και τους έξι μιναρέδες
Και δεν τους φτάνει ένα τζαμί
μ’ εξήντα δύο τρούλους κι έξι μιναρέδες,
θυμούνται λέει ο Ταλάτ και τα τζαμιά στο νότο,
ντροπή τους,
τις εκκλησιές, τα κοιμητήρια, πέτρα την πέτρα, τον σταυρό
που αφήνουν να σωριάζονται συνειδητά στο χώμα,
στάβλους κι αποχωρητήρια, σχολές χορού και ντζούτο.
Και δεν βλέπουν στην τύφλα τους τις πεντακόσιες εκκλησιές,
χιλιάδες τις εικόνες, κλεμμένες, πουλημένες
κι ακούει τα δεκαεφτά τζαμιά εδώ σε μας,
σαν μάτια τα προσέχουμε κι αμέσως φωνασκούμε
στον τοίχο τους μια λέξη αν κάποιος μας χαράξει
και πλένουμε κι απλώνουμε στον ήλιο να στεγνώσουν,
κι ας ήταν πρώτα εκκλησιές.
Μα ο άλλος δεν είναι άνθρωπος,
θεριό ανήμερο, αχόρταγο,
κοιλιόδουλος καταβροχθιστής
να κατατρώει εδάφη ξένα,
κι απλώνει χούφτα σίδερο και στα ιερά μας χώματα
και στη νεκρή τη ζώνη
και ξεπουλά κάθε ιερό και όσιο,
σπίτια, περιουσίες
χιλιόχρονα δικά μας.
Μεγάλη κατάρα ο γείτονας σαν κτίζει μιναρέδες.
Φύσα, αέρα, σώριασε τρούλους και μιναρέδες!