Χάλλοουιν μου λέει, δεν κατάλαβα, πάρε καραμέλλες από το
περίπτερο, γέμισε κάνα μπολ, θα περάσουν απόψε από το σπίτι σας παιδάκια, με
κάτι κολοκύθες, κεριά, να τους κεράσετε, πρώτη φορά άκουα τη λέξη, όταν ήρθαν,
εξεπλάγην, τι στο καλό πράμα είναι τούτο, κάτι κεριά μέσα στα κολοκύθια, κάτι
πήγε να μου θυμίσει, καρναβάλια τότε στη γειτονιά, φορούσα ένα μαστραπά ντυμένο
στα μαύρα, το καλυμμαύχι του παπά, η μάνα μου με ήθελε αρχιεπίσκοπο, ένα καλάμι
στο χέρι και ένα κιτρόμηλο στην κορφή, και τώρα…. κολόκια, ωραία κολοκύθια, σαν
φαναράκια, δούλεψε το μπολ, έφυγαν τα παιδιά κι όταν ύστερα μας πήγαν σε
καναδυό δημοτικά να δούμε μαθήματα, ήταν ώρα της τέχνης, κάτι ζωγραφιές με
άγριες διαθέσεις, κάτι φάτσες σαν
ινδιάνοι, από τα βάθη των παραμυθιών ή των κινηματογραφικών τους ταινιών,
σκεφτόμουν πόσο τυχερός είμαι, που ανατράφηκα με όλες εκείνες τις ωραίες
κλασικές ελληνικές μορφές, κι ύστερα, τελευταία, κατέβηκαν και στον τόπο μου τα αμερικανάκια,
θα κάνουν χάλλοουιν, κάπως έτσι το λεν κι οι δικοί μας τώρα, ο αμερικανισμός
στα τέτοια είναι μια πλατιά βαρβαρότης, έτσι την βλέπω ως ‘Ελλην. Πείτε τα δικά
σας. Εθνικιστή έ εθνικιστή!