Αυτή
Πριν γεννηθεί ακόμα την
κυνηγούσαμε με τα ποδήλατα στους δρόμους, περνούσαμε έξω από το σπίτι της να τη
δούμε, να χαρούμε το βλέμμα, το χαμόγελο, την ζωγραφίζαμε στους πίνακες της τάξης,
πάντα με τα γαλανόλευκα, κάτι σαν Αθηνά, σαν Παρθενώνα, ένα τέτοιο είχε
παράστημα, τέτοια μαγευτική θωριά, κι ύστερα μας πήραν τα δακρυγόνα, κι εμείς
ξωπίσω της, φωνάζοντας ένωση, ματωμένοι και χτυπημένοι, άλλοι στα βουνά και στα
λαγκάδια, άλλοι στις φυλακές και στο ικρίωμα, έβαλαν τα στρατιωτικά τους, ίσως
καταδεχτεί και τους κοιτάξει, σφάζονταν γι’ αυτήν, κι ύστερα κατέβηκε, σαν από τους
ουρανούς, δεν ήταν όπως την φανταζόμασταν, κάτι είχε αλλάξει, μικροί εμείς,
ενθουσιασμένοι, πού να καταλαβαίναμε, κι ύστερα μας είπαν τρέξτε, κινδυνεύει,
μπήκαμε στα στρατιωτικά καμιόνια, στα πλοία από Μεγάλο Πεύκο, τι έπαθες κόρη μας,
ήταν ακόμα μικρή, μόλις είχε γεννηθεί, τριών τεσσάρων, μα καταλαβαίναμε πως
πνιγόταν, ήταν γύρω κάμποσα θεριά, μέσα κάμποσα θεριά, ένας έπαιζε το
θηριοδαμαστή, τον διαιτητή, γνώριμος ήταν, αυτός που μας κυνηγούσε στους δρόμους
με τις δακρυγόνες και τα σχοινιά, πέρασαν χρόνια, ένα καζάνι έβραζε το μεγάλο
κακό, το είχαν καλά κλείσει μην πεταχτούν οι ατμοί, εξερράγη, ήταν 1974, δεν
είχαμε πια να την τρέχουμε, εμείς τρέχαμε να σωθούμε, τόσα χρόνια στο κρεβάτι,
κατέβηκαν πολλοί επιστήμονες, ψυχολόγοι, πολιτειολόγοι, συνταγματολόγοι,
παράξενα πλάσματα, από σκοτεινά έργα και μαγειρεία, άλλοι σαν καραγκιόζηδες,
άλλοι σαν τον ταρζάν με την τσίτα του στο δάσος, όλοι να την σώσουν, κι εμείς
να παρακολουθούμε, άναψε και κανένα κεράκι, λέει η μάνα μου, πού ξέρεις, αυτά
κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους.
Στέλιος Παπαντωνίου