Πήγε στη Σμύρνη το 1950, δεν ήταν έτοιμος, κλονίστηκε
συγκλονίστηκε, μας ήρθε εδώ το 53 -54 άκουσε αηδόνια, δεν κοιμόταν, πήγε στη
Σαλαμίνα, στον άγιο Νεόφυτο, θυμήθηκε τις μούλες, ήξερε για τους μουλάρηδες
στον πόλεμο που τους καλούσαν να πολεμήσουν για την Ελλάδα, από τη μια ο
Αισχύλος με την ύβρι και την τίσι του, μεταφυσικά πράματα, αιτήματα της ψυχής, από
την άλλη ο Μακρυγιάννης με τα κρικέλια που δεν έχει η γης, μίλησε,
προειδοποίησε, ποιος ακούει τους ποιητές, δεν έζησε, δεν είδε, ικανόν τη ημέρα
η κακία αυτής, ουδεμία σύγκριση βέβαια, αλλά άντε να σταθείς στο τουρκικό
φυλάκιο, να δώσεις ταυτότητα στον ψευδο, για να πας να σε ψήσει καφέ η χανούμη,
εδώ οι πορτοκαλιές σου, εκεί οι τριανταφυλλιές σου, στους τοίχους τα κάδρα των φίλων σου ζωγράφων,
έτσι σου είπαν, άλλοι το έχουν εύκολο, μπαινοβγαίνουν, δεν ταράσσονται, κι εσύ
κάθεσαι αγαλμάτιο, δεν αποδέχεσαι, το νιώθεις προσβολή, δεν πας.-