ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
Κάτσαμε στο καφενείο, από τα σπάνια, γιατί εκεί δούλευα, φοιτηταριό,
δεν πήγαινα να χαζέψω, μα μια που το ’φερε, δεν ήταν και μεγάλος ο τρωικός
πόλεμος, μου λέει, άφραγκοι ήταν οι άνθρωποι, αχρηματία επικρατούσε, πόσους να
κουβαλήσουν, κι έπρεπε να οργώνουν τη γη, να περιμένουν να τους δώσει καρπούς,
κι έτσι έκαμαν δέκα χρόνια, ειδ’ άλλως πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα θα τέλειωναν
και θα πήγαιναν στα σπίτια τους, να βρουν τις Πηνελόπες τους, εμένα λέω ευτυχώς,
αν της Τροίας ήταν μικρός, της Κύπρου ήταν μια σταλιά, όχι μου λέει, το λαμπρόν
τζει που πέφτει κρούζει, συμφωνήσαμε.
Και ξαναβρεθήκαμε τώρα, ξανά τα ίδια, και τον ρωτώ, τα
σαράντα τέσσερα χρόνια τι τα θέλει η Τουρκιά, όσα πήρε στην εκεχειρία τα διαγούμισε,
από τις πρώτες μέρες τα ψυγεία κι όλα τα ηλεκτρικά είδη να μαντριστούν να τα
στείλουν στην Τουρκία, γιατί δεν είχαν, τόσο φτωχοί ήταν, θα ‘βγαζαν τα έξοδα
της εισβολής με το ξεπούλημά τους, και τα σπίτια μας στις τενέκες, με τον κλήρο
τα μοίραζαν, και τα παντελόνια και τα πουκάμισά μας, τίτσιροι κι αλυπόλυτοι, οι
πούαρ τέρκς, κι ύστερα άρχισαν οι κουβαλητοί με τις βράκες και τις φστάνες, δεν
απαντούσε, ο Όμηρος δεν έγραψε τίποτε γι’ αυτά, κοίτα καμιά τουρκική εφημερίδα
της εποχής, σαράντα χρόνια πόλεμο και βάλε, κι ακόμα ο Ερντοάν ανοίγει στόμα,
προβάλλει δάχτυλα, απειλεί Αιγαίο και Κύπρο, δεν θα γίνει τίποτε αν δεν ρωτηθεί
η Τουρκία, λέει, κι ο Ακκιντζί χις μάστερς βόις, τέτοια λαδόκολλα, μοιράζουν
κόλλυβα μεταξύ τους, μόνο που χρειάζονται την υπογραφή μας, γι’ αυτό και κρατά
σαράντα τέσσερα χρόνια ο πόλεμος και δεν κουνιέται ο στρατός, επειδή υπάρχει το
κράτος, το κράτος μας, κάμε μου ένα σκέττο, σε παρακαλώ, γιατί εδώ πολλοί θα
θρηνήσουν.