Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

ξέρεις

 Ξέρεις

Ξέρεις, εμείς που γερνούμε και βλέπουμε την κατάσταση του τόπου μας, έχουμε μια ιδιαίτερη θλίψη, μας περιζώνει ολόκληρους, από κορφής μέχρις ονύχων, σφίγγει το κεφάλι σαν μέγγενη, και πλακώνει την καρδιά. Φοβόμαστε πως δεν θα αξιωθούμε. Πως είδαμε το μεγαλύτερο έγκλημα στον τόπο και δεν πρόκειται να δούμε την αποκατάσταση του δικαίου, να ξαναζήσουμε τον παράδεισο, να επιστρέψουμε στη θάλασσα, στο βουνό μας, στην γειτονιά που καταπάτησαν εδώ και χρόνια και προπάντων κατέστρεψαν. Τα σπίτια των δικών μας στο χωριό έχουν γκρεμιστεί, ισοπεδώθηκαν, ούτε πέτρα ούτε ένα ξυλαράκι για θύμηση. Κι όλα αυτά αποτελούν ένα τεράστιο βάρος, γιατί για αλλού κινήσαμε, μικροί στις διαδηλώσεις φωνάζαμε για ένωση, δακρυγόνα που φάγαμε, ξύλο, αγωνίες και φόβους στις έρευνες των εγγλέζων. Κι ύστερα όλα τα αφήσαμε μια μέρα στην Αθήνα, χαθήκαμε οι φοιτητές, τρελάθηκαν οι νοικοκυρές, εμείς στη Χαλκίδα να εκτελούμε στρατιωτικά προστάγματα, να ρθούμε να σώσουμε τον τόπο από τους Τούρκους, ήταν το εξήντα τέσσερα, κι όταν ήρθαμε κανείς δεν ήξερε γιατί και πού και πώς. Μεγάλες καταστροφές παρακολουθήσαμε με την εοκαβ΄, πρωτάκουστα ονόματα και πάλι, εφεδρικό και άλλα, να διαφυλάξουν το κράτος, αλλά… Στην Αθήνα είχαμε ζήσει τις πρώτες μέρες της δικτατορίας, καταλαβαίναμε, νιώθαμε, βλέπαμε, αγγίζαμε το κακό, ο ελεύθερος άνθρωπος ένιωθε πάλι στο λαιμό εκείνη την αγχόνη…Κι ύστερα έγινε κι εδώ, δικτατορία σ’ έναν τόπο που περίμενε τη λύτρωση, τη διαφύλαξη, την ασφάλεια. Γι’ αυτό σου λέω, από πολλά σκαμπανεβάσματα περάσαμε, και δεν εξαρτάται από μένα και σένα μόνο, εδώ ήταν σε συνεργασία τα κρύφια των διαβόλων, των τεράτων της γης και του ουρανού. Κι όταν άρχισαν τα αεροπλάνα και τα πλοία κι η προσφυγιά κι οι δολοφονίες και το ατέλειωτο κλάμα του 74, μείναμε στήλη άλατος, όπου μας καλούσαν πηγαίναμε, για να διαπιστώσουμε την προδοσία, την αμέλεια, την ανοργανωσιά. Δεν ήταν τοίχος να χτυπήσουμε το κεφάλι, να θρηνήσουμε δεν είχαμε καιρό. Ως σήμερα, που στέγνωσαν και τα δάκρυα στο μεταξύ.