Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

το συνεχιζόμενο έγκλημα

 ΤΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Δεν μπορώ να πω πως πριν σαράντα οκτώ χρόνια έγινε ένα διπλό έγκλημα εις βάρος της Κύπρου, γιατί το έγκλημα συνεχίζεται με πολλές μορφές. Επί σαράντα οκτώ χρόνια η Κύπρος πάσχει από το πραξικόπημα που άνοιξε τις πόρτες στον Τούρκο να επέμβει και να διχοτομήσει το νησί. Τα εγκλήματα δεν έχουν τέλος. Η αρχή τους μπορεί να τοποθετηθεί στη δεκαετία του ’50  όταν εκπονήθηκε από τον Νιχάρ Ερίμ το σχέδιο για ανακατάληψη της Κύπρου από την Τουρκία. Το ’74 έγινε το μεγάλο σάλτο, πάτησε το πόδι με χιλιάδες στρατιώτες, σαράντα χιλιάδες διατηρεί από τότε στα τουρκοκρατούμενα, ενώ έχει ήδη καταστρέψει τα πάντα, ακόμα και τους ίδιους τους Τουρκοκύπριους. Η εισαγωγή εποίκων, η αρπαγή των περιουσιών μας, η αλλαγή της φυσιογνωμίας του τόπου, δεν άφησαν τίποτε ελληνικό και χριστιανικό που να μην το καταστρέψουν ή αλλοιώσουν, η συνεχής αναβάθμιση της μειονότητας σε κοινότητα και σε λαό, η διοίκηση έγινε κράτος και προβάλλεται κομπαστικά στο παγκόσμιο, ζητώντας διεθνή αναγνώριση και αποαναγνώριση της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το έγκλημα συνεχίζεται. Η Τουρκία έχει αποενοχοποιηθεί, εμφανίζεται ως η ειρηνοφόρος χειρ, το παράνομο παιδί της το παρουσιάζει στα διεθνή φόρα σαν νόμιμο,  ο τουρκοκύπριος ηγέτης, βαλτός από την Άγκυρα, εξυπηρετεί εν γνώσει όλων τα τουρκικά συμφέροντα και όχι της Κύπρου ή της κοινότητάς του.

Συνομιλίες ανάμεσα στην πλειονότητα και τη μειονότητα άρχισαν, εξισώθηκαν τα μέρη, οι υποχωρήσεις μας ανεπανάληπτες, επαναλήφθηκαν με πολλές μορφές, σταμάτησαν, άρχισαν, κάθε φορά και χειρότερα, αφού, αν μελετήσει κανείς τι έχουμε αποδεχτεί, αντιλαμβάνεται πως έχουμε ήδη ξεπουλήσει τα δικαιώματά μας, τα σπίτια και τις περιουσίες μας, το δικαίωμα προπάντων της επιστροφής.

Η μη λύση του κυπριακού θεωρείται η καλύτερη λύση, αφού το μόνο που περιμένουν από μας είναι την πλήρη παράδοση με την υπογραφή μας.

Μακάρι τα πράγματα να μη είναι έτσι, μακάρι να υπάρχει ελπίδα, όμως η λεγόμενη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία δεν αφήνει περιθώρια ή χαραγματιά φωτός στη μαύρη μαυρίλα.

Συνεχίζουμε να ζούμε στον τόπο μας, κάποτε μη ξέροντας γιατί, ή στηριζόμενοι σ’ εκείνη την ελιά και την τερατσιά που είναι ριζωμένες μέσα μας χιλιάδες χρόνια, κι αρπαγμένοι από εκεί, παραμένομεν εις την αυτήν θέσιν.