ΟΙ ΘΕΟΙ
Το χειμώνα σφαλίζαμε τις πόρτες
Κι οι εφέστιοι θεοί
Μπαίναν από τις χαραμάδες
Με τις λευκές πουκαμίσες
Και τους παλιούς θρύλους
Της Δήμητρας και του Άδωνη.
Τους κρατούσαμε μακριά από την εκκλησιά
Κι αυτοί λιτάνευαν μαζί μας
Με τις δικές τους μελωδίες
Στεφανωμένοι, εύθυμοι
Τραγικοί, κωμικοί, σατιρικοί.
Τα καλοκαίρια καθόμασταν στο στενό
Περιμέναμε το αεράκι να δροσίσει
Ο ποταμός περνούσε μέσα από τη Χώρα
Κι ύστερα καμένα μαγαζιά
Έντομα διψασμένα.
Πρώτος πετούσε ψηλά με το κηρύκειο ο Ερμής
Σιγά σιγά φεύγαν κι οι υπόλοιποι δικοί μας
Έβλεπαν τον πόνο, τη λύπη, τον στεναγμό
Ρημαγμένες τις φωλιές των χελιδονιών
Γκρεμισμένα τα γειτονικά σπίτια.
Μας έμενε μόνος στα σπάργανα ο Χριστός
Να κλαίει να θρηνάται
Κι εμείς βιαστικά βιαστικά τον μεγαλώναμε
Να τον καρφώσουμε στο σταυρό
Να διαμοιραστούμε τα ιμάτια
Να ρίξουμε κλήρο:
Θ’ αναστηθεί- δεν θ’ αναστηθεί…
Το δράμα δεν έχει ακόμα λήξει.