Ποιμενικά ειδύλλια, Ο πατριάρχης
Παππού, πάψε να πίνεις άλλο, φτάνει σε, τώρα σας βρήκα
ταιριαστούς, θ’ αρχίσω να σας λέω, κι εσείς ακούτε, τουρκοκρατία ήτονε, κι εγώ
στην Πάφο στο χωριό με απέραντο κουπάδι,
ερωτεμένος σφόδρα, που λέτε οι γραμματικοί, την έβλεπα και καίγονταν τα σπαρτά
και τα πρόβατα, μαλλί να γνέθει, να φροντίζει, τον άντρα, τα παιδιά της, να
κλώθει και να κλώθεται, για τρικά, χοντρές φστάνες και βράκες, κι εγώ διψώ τον
πόθο της, μια μέρα πήρε τ’ αρνιά της στη βοσκή, ξωπίσω εγώ με τα δικά μου, την
πρόλαβα πάνω στην κορφή, να σε κλέψω θέλω, της λέω, άφης΄ τα όλα, κλούθα μου, πήγαινε συ ομπρός κι εγώ ξωπίσω,
κι έτσι οργώσαμε ούλο το νησί, από τη μια στην άλλη άκρη, στον Πενταδάχτυλο,
ψηλά εκεί, στο μοναστήρι του Χρυσόστομου, νηστεμένοι καλογέροι στα χωράφια, πού
πάτε ξένοι, ελάτε, φάτε πιείτε μιτά μας, και να μας ευλογήσετε τους αρραβώνες
και τους γάμους, λέμε, δέχτηκαν, κι έτσι βρέθηκα με την καλή μου στο βουνό, να
χτίζω πάνω στην κορφή μικρό μικρό σπιτάκι, κάτω μεγάλη πολιτεία μα δεν ήξερα,
ύστερα έμαθα, η Χώρα, κι έγινα πατριάρχης και γενάρχης του χωριού, ώρα καλή σας
τέκνα μου και τέκνα των παιδιών μου.