Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Στον κόσμο του


Στον κόσμο του

Ακούαμε τα βράδια την ξεψυχισμένη φωνή του μουεζίνη από το μιναρέ, δεν υπήρχαν τότε μαγνητόφωνα και μεγάφωνα, σήμερα ακούς το κλικ που κάνει η κασέτα σαν γυρνά, το φεγγάρι έπαιζε μεγάλο μεγάλο με τα δέντρα της τάπιας, κατέβαινε ένα αεράκι δροσερό  από την οδό αγίου Γεωργίου, περνούσε στο εκκλησάκι , άναβε κερί, παλιά του συνήθεια, κι ερχόταν εκεί στα σπίτια μας, εμείς καθόμασταν στο στενό δρομάκι, η μάνα μου κι οι άλλες γυναίκες της γειτονιάς έκοβαν φιδέ, άλλες κεντούσαν, ετοίμαζαν κάποτε φιλανθρωπικές γιορτές, κάπου εκεί στον Ορφέα και στον κήπο γίνονταν, ο πατέρας επέστρεφε από τη δουλειά με το ποδήλατο, ο παππούς από Ξενοφώντος, πάροδο Ερμού με τα πόδια, στρώναμε τραπεζάκι έξω, με τα δικά μας, την μπύρα, το κρασάκι, το ούζο, το κονιακάκι, ανάλογα, και τα εύτακτα, είχαμε πολλά να συζητήσουμε, για τα παιδιά στα σχολεία με το δάσκαλο Κωστάκη, για το κυπριακό, το αιώνιο θέμα, αφού η γειτονιά ήταν ο πρώτος δέκτης των μηνυμάτων, περνούσαν με τα αμάξι κι ο μαχαλεπάρης να πάει στο σπίτι, πλούσια η σοδειά όλη μέρα, κι ο αϊραντζιής, και το τουρκάκι με το γυαλιστερό μεταλλικό δοχείο σαν οινοχόη με την παγωμένη λεμονάδα, αν ήταν καιρός μπαϊραμιού ακούγαμε τις μπομπάρδες, καιρός για φαγητό καιρός για νηστεία, οι γειτόνισες τουρκάλες δεν έβγαιναν έξω τη μέρα, να μην πεινάσουν να μη διψάσουν να μην τις δει ο ήλιος, αφού δεν επιτρεπόταν ούτε να φαν ούτε να πιουν, τα παιδιά έπαιζαν ακόμα στους δρόμους, πέντε δέκα δεκαπέντε πτου όποιον βρίσκω φτύννω, κι ο περίβολος της εκκλησιάς, ο παιχνιδότοπος, καμιά μπάλα όλο και θα βρισκόταν, δώρο χριστουγεννιάτικο, τον καλοκρατούσαμε τον γείτονα, να μας αφήσει να παίξουμε κι εμείς με την μπάλα του, στο καφενείο τα Ελευθέρια κάθονταν έξω, μια καρέκλα στα πόδια για το δίσκο με τον καφέ, ύστερα ήρθαν οι οηέδες κι έπιναν το ουίσκι ολόσουπποι, με τα χοτντοκ και τα τηγανισμένα αυγά, πιο πέρα ο μεγάλος μάστρος του παστουρμά, ο Γιώργης από τη Μικρασία, κι οι μπακάληδες, ώρα να κλείσουν, ο Κυριάκος, ο Πλουτής, ο Βάσος, ο Αριστοτέλης, ύστερα ήρθαν άλλοι, έτσι είν’ ο κόσμος, κι αφού ο καθένας ζει στον κόσμο του, κι εγώ στο δικό μου.