Τα μπακάλικα της γειτονιάς μου
Στέλιος Παπαντωνίου
Γύρω στο 1953 στη γειτονιά μας, στον άγιο Κασσιανό, είχαμε
μπακάλικα με όλων των ειδών τα χρειαζούμενα, από φρέσκα λαχανικά ως κρασιά,
κονιάκ λεγόμενα, σάκκους με ζάχαρη, λουβιά και φασόλια, με τις μυρουδιές και τα
χρώματά τους, στις κοφίνες τα φρέσκα λαχανικά μπροστά μπροστά και μέσα στο
κατάστημα, στους τοίχους, οι πατοί με τα
κουτιά, τα Τάιτ για πλύσιμο ρούχων, τα κουτοτσάρτελλα, τα πόλιπιφ, και σε
μικρές κάσες ξύλινες οι ρέγγες και σε μεγάλες στρογγύλες οι σαρδέλες .
Ήταν εποχή που χωρίστηκαν για καλά οι Έλληνες της Κύπρου σε
δεξιούς και αριστερούς, με τα δικά της η κάθε παράταξη μπακάλικα, και με
σύνθημα ακόμα, αγοράζετε μόνο από τους δικούς
μας. Αυτά τότε, μικροί εμείς, δεν τα ξέραμε ούτε τα καταλαβαίναμε, διαισθανόμασταν
όμως πως κάτι τέτοιο συμβαίνει, γιατί
είχαμε από την εκκλησία του αγίου Κασσιανού λίγο πιο πάνω, δίπλα στο καφενείο Τα
Ελευθέρια, το μπακάλικο του Κυριάκου, αριστερός. Κρεμασμένες έξω εφημερίδες της
εποχής, Νέος Δημοκράτης, Αυγή ή κάτι παρόμοιο, με κομμένο ένα δάχτυλο, ευγενέστατος
και καλότατος, καμιά σχέση με κομματικά στα φανερά. Εκεί με έστελλε ο παππούς
για να γεμίσει την οντζιαρού του με άσπρο κονιάκ μονάστερο, καθόταν στην πορτούλα
της οδού Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, μπροστά του άλλη καρέκλα, με το πιάτο, αγγούρι, ντομάτα, χαλλούμι,
ελιές, κι εμείς παίζαμε στο δρόμο, μετέχοντας τακτικά στην πανδαισία, ελάτε μωρά!
Του Κυριάκου το μπακάλικο ήταν το πρώτο στη σειρά, ύστερα,
απέναντι από το καφενείο δεξιά ήταν του Πλουτή, μόνο αποικιακά λεγόμενα είχε, αλλά
με πραγματική ξύλινη επίπλωση, τα φασόλια και τα λουβιά σε μεγάλες θήκες σαν
κάσες, με σκέπασμα από γυαλί, εκεί καθόταν ως επί το πλείστον ο Αρτέμης, ένας ήρεμος
άνθρωπος, με τα γυαλάκια του, ο Πλουτής
είχε δικό του κρεοπωλείο στο παντοπωλείο της οδού Ερμού, ψηλός, χοντρός,
φαλακρός, πολύ έμοιαζε στην κατατομή με τον Αρίφι, ένα, τούρκο χασάπη, αυτός πιο
κοντός που καθόταν στο τείχος, περνούσε
καθημερινά αυτοκρατείρας Θεοδώρας, είχε μια όμορφη κόρη, ξανθομαλλούσα και τουρκού, ο
Μωχαμέτης του ξέρει!
Εκεί λοιπόν στου Πλουτή, καθόταν πολλές φορές κι ο μουχτάρης
ο επονομαζόμενος Αλουπός, δίπλα το σπίτι του, μάλλον για να περνούν την ώρα το
είχαν, και παρέκει το μπακάλικο του Βάσου, στη γωνία, στο δρόμο που οδηγούσε για τα σπίτια του Ασκώτη,
του Ζαρίφη, για τα τούρκικα λυσέ και την αγια Σοφιά. Ο Βάσος, κοντός, φαλακρός,
με τον πατέρα του βρακά, τη μάνα του κοντούλα λιγνή μια μαύρη μαντίλα στο
κεφάλι, κατάμαυρα ντυμένη, όταν ήρθε στη Λευκωσία ο φίλος μου ο μακαριστός
Γιώργος Δράκος, τρίτη τάξη Γυμνασίου, από το Όμοδος, εκεί πήγε να δουλέψει,
εκεί έμαθε ποδήλατο, από τότε φίλοι ως το θάνατο.
Απέναντι από τον καφενέ, αριστερά, το μπακάλικο του Αριστοτέλη,
ύστερα το πήρε ο Χαμπής. Ο Αριστοτέλης, λεπτότατος, φαλακρός, άφησε γιο
απέναντι από το παντοπωλείο του αγίου Αντωνίου, σαν μπούμε στο κατάστημα πρώτα
μακαρίζουμε τον Αριστοτέλη κι ύστερα ζητούμε ν’ αγοράσουμε, κάτι σαν την
ομηρική φιλοξενία.
Δίπλα στο μπακάλικο του Αριστοτέλη ο Γιώργης, μικρασιάτης,
μοναδικός κατασκευαστής παστουρμά, δυστυχώς πήρε μαζί του την τέχνη, γιατί ό,
τι σήμερα ονομάζουν παστουρμά ούτε χείριστο αντίγραφό του δεν είναι, αλλά συμβαίνει κι εδώ, ό, τι
με πολλά στη ζωή μας: αφού δεν έφαγαν παστουρμά του Γιώργη, πού να ξέρουν οι
πτωχοί τι είναι το προϊόν.!
Ανέβασα στο φέιζπουκ στην ομάδα ΑΪΚΑΣΣΙΑΝΙΤΕΣ τις φωτογραφίες,
πώς είναι σήμερα τα καταστήματα αυτά.
Ελπίζω να καταλαβαίνετε τι εννοεί όποιος έζησε στη γειτονιά μας.
Δεν μας κατάστρεψαν μόνο τα σπίτια και τα μαγαζιά, όλη την παιδική μας ηλικία,
όλο τον παράδεισό μας σώριασαν στο έδαφος, ευτυχώς που δεν είναι όμως έτσι η
ψυχή μας. Ο παράδεισός μας είναι εκεί ανθηρός, κι επιστρέφουμε σ’ αυτόν, έστω
κι αν γι’ άλλους τα πράματα είναι ακαταλαβίστικα και νομίζουν πως πουλιούνται κι
αγοράζονται σαν κτηματικές περιουσίες.