Του μεγάλου καμού
Στέλιος Παπαντωνίου
Στέλιος Παπαντωνίου
Μι ασπίθα τα τριάππηδκια
Τζια το λιγκρίν εφάκκαν
Ποτζιεί ποδά επετάσσετουν
Που τους βραμούς, τες δόμες
Αππήαν σάλτα είκοσι
Τζιαι τριανταδκυο πευκούθκια
Μαύρους καπνούς εφκάλλασιν
Εξηνταδκυό ρουθούνια.
Τζια το λιγκρίν εφάκκαν
Ποτζιεί ποδά επετάσσετουν
Που τους βραμούς, τες δόμες
Αππήαν σάλτα είκοσι
Τζιαι τριανταδκυο πευκούθκια
Μαύρους καπνούς εφκάλλασιν
Εξηνταδκυό ρουθούνια.
Εσυναχτήκαν γύρου της
Τζι αζίνες επετάσσαν
Ουλλες οι αδερφάες της
Τριχόγλαστες φοράες
Τζι εσιησιηνίζαν δυνατά
Τζι αζίνες επετάσσαν
Ουλλες οι αδερφάες της
Τριχόγλαστες φοράες
Τζι εσιησιηνίζαν δυνατά
Ποζαύλιν γύρω το χωρκόν
Του ρετσινιού του πεύκου
Δάρκα σιωνόνουνταν χαμαί.
Εφούντωνεν η φάουσα
Τζι΄αννοιεν τες αγκάλες:
Του ρετσινιού του πεύκου
Δάρκα σιωνόνουνταν χαμαί.
Εφούντωνεν η φάουσα
Τζι΄αννοιεν τες αγκάλες:
«Κάψετε δα κάψετε τζιει
Κλωνίν να μεν σας μείνει
Με φυλλαράτζιν πράσινον
Ουδέ πουλλίν πετάμενον
Στρουθίν ουδέ σγαρτίλιν.»
Κλωνίν να μεν σας μείνει
Με φυλλαράτζιν πράσινον
Ουδέ πουλλίν πετάμενον
Στρουθίν ουδέ σγαρτίλιν.»
Τζι ακούστηκεν μια μουγκαρκά
Που μέσα που τα κάτσαρα:
«Μάνα, καύκουνται τα δεντρά
Καύκεται τζι η καρκιά μου.
Καύκουνται νιοι με παίδενους
Σεντούτζια τα προιτζιά μου.»
Που μέσα που τα κάτσαρα:
«Μάνα, καύκουνται τα δεντρά
Καύκεται τζι η καρκιά μου.
Καύκουνται νιοι με παίδενους
Σεντούτζια τα προιτζιά μου.»