Ανταν
τζι΄εγίνην δώδεκα γρονών
Τζι
ετέλειωσεν το πρώτον της σκολείον
Έραψεν έναν
φουστανούιν ουρανίν
Έβαψεν τα
σιειλούθκια της
Έτοιμη για
χορόν.
Την νύχταν
εσυναχτήκασιν οι κόπελλοι
Τζι οι
κοπελλούες του Δημοτικού
Στη σάλαν
νιου ξενοδοχείου
Κατά που
άρεσεν του Σύνδεσμου Γονιών.
Εκάμαν,
είπαν, ππάρτυ αποφοίτησης.
Αλλού
εβάλασιν τζιαι ράσα
Σαν την
τήβεννον
Τζι εσύρναν
στον αέραν τα σκουφούθκια τους.
Στα γρόνια
τα δικά μας
Με το
κοντοτσιάτταλον
Τέθκοια
μασκαραλλίκια εν εξέραμεν.
Σήμμερα τελειώνουν
το Δημοτικόν
Νομίζουν ετελειώσασιν
Πανεπιστήμιον.
Τελειώνουν το
Πανεπιστήμιον τζιαι ξέρουσιν
Όσα οι εξέραν
οι παππούες μας
Που ετελειώναν
το Δημοτικόν.
Τα κλειδιά
του σχολείου
Στέλιος
Παπαντωνίου
Κουβαλούσε
πάντα μαζί της
Τα κλειδιά
του σχολείου.
Πού να
τρέχει αν της ζητήσουν τα παιδιά
Ο διευθυντής,
οι δάσκαλοι
Ν΄ανοίξει τις
τάξεις τους
Να ξαναρχίσουν
μαθήματα
Πρόβες για
χορωδία
Γυμναστικές επιδείξεις
Εθνικές τόσες
γιορτές που γιορτάζουμε;
Κουβαλούσε
πάντα μαζί της
Τα κλειδιά
του σχολείου
Μια σαν
σταυρουδάκι στο στήθος
Μια στη
τσάντα με τα παιγνίδια των παιδιών
Με τα ψώνια της
μέρας.
Κι η ελπίδα
να της χτυπά
την πόρτα
στον ύπνο:
«Θα μου
φωνάξουν ν’ ανοίξω μια μέρα
Δε γίνεται
Θα μου
φωνάξουν ν’ ανοίξω το σχολείο
Της αγαπημένης
Τζυρκάς.»