ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ Μας Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ
Στέλιου Παπαντωνίου
Ο γιατρός μας, Σάββας Σαββίδης, από το Δίκωμο, καθόταν απέναντι
από την εκκλησία αγίου Κασσιανού, στην αρχή της Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, λίγα
βήματα από το σπίτι μας. Ήταν ένα μεγάλο στήριγμα από ιατρικής άποψης για μας,
αφού είχαμε γιατρό δίπλα μας και μάλιστα ένα ευγενέστατο κύριο, καλόν και
αγαθόν. Πρέπει να ήταν δείγμα ευγενείας, καλοσύνης, αρχοντιάς, που ποτέ δεν έδειξε περηφάνια για τίποτε,
ταπεινός και κόσμιος στο έπακρο. Ήταν πρόεδρος της εκκλησιαστικής επιτροπής για
χρόνια πολλά και τον θυμόμαστε πάντα ή με το δίσκο στο χέρι, τότε που γύριζαν
δίσκους στην εκκλησιά, ή να υποδέχεται τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο κι ύστερα σε
δίσκο να του προσφέρει κερί, κι ο αρχιεπίσκοπος να βγάζει μια λίρα, να τη βάζει
στο δίσκο, έθιμο που έπαψε από καιρό να υπάρχει, με την ισοπέδωση και την απλοποίηση
πολλών παλαιών και καλών, έστω και εκτός επίσημου τυπικού.
Χαρακτηριστικό πάντα ήταν το ανέβασμά του στο ποδήλατο,
γιατί με αυτό το μέσο κυκλοφορούσε από Λευκωσίας έως Δικώμου και Κυθρέας. Κάτι
παρόμοιο με άλογο. Ανέβαινε σε καλντερίμι, πατούσε σε προεξοχή που είχε το
ποδήλατο στο σκελετό, κοντά στον πίσω τροχό, με το ένα πόδι στην προεξοχή,
ανέβαινε με το άλλο και καθόταν στη σέλλα. Ήταν ένα από τα θεάματα της παιδικής
μας ηλικίας.
Πολλοί ασθενείς από χωριά έρχονταν στο ιατρείο του που ήταν
μέσα στο ίδιο το σπίτι του, με τη χαρακτηριστική μυρουδιά των φαρμάκων. Ξακουστός
ήταν για τις λάμπες, τι ήταν αυτές ή τι φανταζόμασταν εμείς, ήταν όμως το
γιατρικό για τους πόνους στις αρθρώσεις, που με τις πρώτες ψύχρες καταλάμβαναν τους
σκληροδουλευτές της γης μας. Δίκωμο, Κυθρέα, Βουνό και άλλα χωριά δεν ήξεραν
άλλο γιατρό, παρόλο που είχε έρθει στη γειτονιά και ο Δημητράκης Πρωτοπαπάς.
Για τις τζιεγκιές (τους πόνους) ειδικός ήταν ο Σαββίδης.
Ένα αξέχαστο για μένα επεισόδιο, είχαμε ένα μπακαλικάκι στο
σπίτι, ήμουν εγώ στο μαγαζί, έρχεται ο γιατρός, έχετε ματζιεδονίσι, μου λέει,
όχι λέω, μη ξέροντας τι ήταν τούτο. Ο γιατρός έμεινε εκεί κι έβλεπε το
μαϊντανό, δεν μου είπε όμως τίποτε. Έφυγε. Έρχεται η μάνα μου , λέω ήρθε ο γιατρός και ζητούσε
ματζιεδονίσι, τι είναι; Ο μαϊντανός μου λέει. Και δεν του’ δωσες; Αφού δεν
ήξερα!
Η Αναστασία ήταν η αρχόντισσα κι η δυναμική της γειτονιάς.
Όταν κάποτε αποφασίστηκε από την αρχιεπισκοπή να παραλάβουν από τον άγιο
Κασσιανό όλες τις αρχαίες εικόνες, ένα πραγματικό θησαυροφυλάκιο ήταν η εκκλησιά
μας, η Αναστασία πρωτοστατούσε στη διαφύλαξή τους, καλούσε σε συναγερμό με την
καμπάνα τις γειτόνισσες, που κατέβαιναν αμέσως προστάτιδες των εικόνων. Για την
ακρίβεια, τις περισσότερες είχε φέρει στην εκκλησία ο πατέρας της Ευγένιος, που
είχε φίλους μωαμεθανούς. Αυτοί του είπαν πως εικόνες μας από την αγία Σοφία και
άλλες εκεί εκκλησιές, χρησιμοποιούνταν σε οικοδομές ή ως γιοφύρια για να
μπαίνουν στα σπίτια τους, ποταμάκια έξω από τις πόρτες. Μια νύχτα, δυο αμάξια
σερμένα από βόδια πήγαν στον τουρκομαχαλλά, γέμισαν εικόνες, το ένα αμάξι πήγε
στη Χρυσαλινιώτισσα και τα άλλο στον άγιο Κασσιανό. Μάλιστα μια εικόνα την είχε
στο σπίτι η Αναστασία, ύστερα τη δώρισε στην εκκλησιά μας, είχε και τα κλειδιά της
εκκλησιάς, κοιμόταν κοντά στο παράθυρο που αντίκρυζε το παράθυρο της εκκλησιάς
από όπου, μόλις ένιωθε πως έσβηνε η καντήλα της Παναγιάς Ποϋριστιτζιής έστελλε
τη δούλα της και την άναβε. Η Αναστασία λοιπόν έσωσε τις εικόνες, η εκκλησία όμως
και η ενορία τιμωρήθηκαν με κλείσιμο και με αργία ο ιερέας για κανένα δυο
μήνες.
Ήταν η γυναίκα που είχε την εκκλησία υπό την προστασία της
και την περιουσία της εκκλησίας την υπερασπιζόταν σαν δική της.
Ήταν μορφωμένη, με τα γαλλικά της, λέγανε, η ευγένεια όμως κι
η αριστοκρατική μορφή της ήταν ολοφάνερες.
Παιδιά της ήταν ο Γιώργος ή Κόκος, διοικητής Λάρνακας, ο
Γιάννης, γιατρός στην Αθήνα, με τη γυναίκα του Ματίνα, πάντα τους επισκεφτόμουν
στα χρόνια των σπουδών μου, και θυμάμαι συνεχώς τα λόγια του γιατί ήξερε καλά
και τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο και το Γρίβα, ο Γιάννης καθόταν κοντά στο καλλιμάρμαρο
στάδιο. Άλλος γιος ο Λούης, είχε άλογο στο στάβλο, δίπλα από το σπίτι, χρόνια στην Αγγλία με την Ευγενία, γυναίκα του.
Ο Λεωνίδας, τελευταία πέθανε στο Στρόβολο. Ο γιατρός Κρίσκης είχε ιατρείο
πάροδο Λήδρας, και η Ζωούλλα σύζυγος Νίκου Σέρβου. Παιδιά τους η Τασούλα κι ο
Κόκος.
Το σπίτι της Ζωούλας ενοικιάστηκε κάποτε στο Παγκύπριο
Γυμνάσιο που το χρησιμοποίησε για ένα δυο χρόνια ως οικοτροφείο. Ο Νίκος
Σέρβος, χημικός, με ένα τεράστιο Σιτρουέν μπλε, είχε χημείο κοντά στη
Φανερωμένη, πάροδος Ονασαγόρου, κατά την περίοδο της ΕΟΚΑ ήταν ο κατασκευαστής
βομβών και άλλων ίσως όπλων, τη νύχτα που θα παραδινόταν ο οπλισμός της ΕΟΚΑ,
κατά διαταγή του αρχηγού μάλλον, για να δείξει πως είχαμε οπλισμό και
πολεμοφόδια, ακουγόταν από το σπίτι του ολονυχτίς στο σπιτικό εργαστήριό του να
ρινίζουν, να χτυπούν σωλήνες, όπως θυμάμαι τα λέω, υπολογίζοντας από τα όσα
αργότερα μάθαμε, κανένας δεν ήξερε το ρόλο κανενός τότε.
Στο σπίτι του γιατρού βλέπαμε τακτικά και τη μητέρα του
Νίκου Σέρβου, Παρασκευού, μια μοναδικά χοντρή φυσιογνωμία, αγαπητότατη με τα
αστεία της, και την καλή καρδιά της, και το Γιώργο Σέρβο, με τόπια τα υφάσματα
στον ώμο, πλανόδιος πωλητής υφασμάτων.
Παλιές αξέχαστες μορφές, που αναδύονται από τη μνήμη και με
καλούν να γράψω γι’ αυτές, να μακαρίζουμε τους νεκρούς, να θυμόμαστε τους ζωντανούς,
με όλη την αγάπη μας.