Ο φούρνος του Πιτζιολή
Ο φούρνος του Πιτζιολή βρισκόταν στην οδό Μίνωος κοντά στο σπίτι του Σαββή του Σιδερά που ήταν δίπλα από το καφενείο Τα Ελευθέρια, απέναντι από το σπίτι του Ρούσου και πιο κάτω του οδοντογιατρού Σιεφκέτ, που προτιμούσαν πολλοί μολονότι Τούρκος.
Τον πατέρα Πιτζιολή δεν θυμάμαι καλά, θυμόμαστε όμως όλοι το Σταύρο και το Μάκη.
Ο Σταύρος, ο μεγαλύτερος αδελφός, νυμφευμένος με τη Γαβριέλλα, λεπτός, ψηλός, έμενε πάνω από το φούρνο. Ο Μάκης, ο νεότερος, πάντα κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο βαν, ένα βολκσβάγκεν άσπρο ήταν την εποχή μας, κουβαλούσε ψωμιά.
Ο Σταύρος συνήθιζε να κάθεται στο καφενείο Τα Ελευθέρια, πάντα μόνος, στον πάγκο, να πίνει τον καφέ του και να μυρίζεται τον καπνό του. Ένα μικρό στρογγυλό κουτάκι καπνό πάντα μπροστά του και να φιλοσοφεί.
Η είσοδος του φούρνου απέριττη, στο διάδρομο σακκιά με αλεύρι, με τη χαρακτηριστική μυρουδιά του σακκιού που θα γινόταν με τα χρόνια κανναβίτσα για σφουγγάρισμα, μόλις έμπαινες στο φούρνο, κατεβαίνοντας δυο τρία σκαλιά, ο πάγκος με το ταμείο, πίσω δυο μεγάλο φούρνοι που θερμαίνονταν με πύραυνο, αριστερά τα εργαστήρια. Με τηνπροϋπόθεση πως θυμάμαι καλά.
Ο φούρνος άρχιζε δουλειά από τις τρεις η ώρα, για να έχει έτοιμα τα στρογγυλά ζεματιστά ροδοκόκκινα μυρωδάτα ψωμιά του έτοιμα μόλις ξυπνούσε η γειτονιά. Στο φούρνο παίρναμε και τα ψητά μας της Κυριακή, μια συνήθεια που εξέλιπε εδώ και χρόνια, όμως είναι ομολογημένο πως «σαν το ψητό του φούρνου δεν έχει». Μυρωδάτες πατάτες, εύγευστο κρέας, καλοψημένα στην εντέλεια. Το ίδιο συνέβαινε την περίοδο των γιορτών των Χριστουγέννων με τα κουλούρια που έψηναν οι νοικοκυρές, τα μπισκότα, και το Πάσχα με τις φλαούνες. ΄Ολα στον φούρνο του Πιτζιολή, των ευγενέστατων και καλοκάγαθων ανθρώπων μιας εποχής που πέρασε και δεν θα ξανάρθει.
Ο φούρνος του Πιτζιολή βρισκόταν στην οδό Μίνωος κοντά στο σπίτι του Σαββή του Σιδερά που ήταν δίπλα από το καφενείο Τα Ελευθέρια, απέναντι από το σπίτι του Ρούσου και πιο κάτω του οδοντογιατρού Σιεφκέτ, που προτιμούσαν πολλοί μολονότι Τούρκος.
Τον πατέρα Πιτζιολή δεν θυμάμαι καλά, θυμόμαστε όμως όλοι το Σταύρο και το Μάκη.
Ο Σταύρος, ο μεγαλύτερος αδελφός, νυμφευμένος με τη Γαβριέλλα, λεπτός, ψηλός, έμενε πάνω από το φούρνο. Ο Μάκης, ο νεότερος, πάντα κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο βαν, ένα βολκσβάγκεν άσπρο ήταν την εποχή μας, κουβαλούσε ψωμιά.
Ο Σταύρος συνήθιζε να κάθεται στο καφενείο Τα Ελευθέρια, πάντα μόνος, στον πάγκο, να πίνει τον καφέ του και να μυρίζεται τον καπνό του. Ένα μικρό στρογγυλό κουτάκι καπνό πάντα μπροστά του και να φιλοσοφεί.
Η είσοδος του φούρνου απέριττη, στο διάδρομο σακκιά με αλεύρι, με τη χαρακτηριστική μυρουδιά του σακκιού που θα γινόταν με τα χρόνια κανναβίτσα για σφουγγάρισμα, μόλις έμπαινες στο φούρνο, κατεβαίνοντας δυο τρία σκαλιά, ο πάγκος με το ταμείο, πίσω δυο μεγάλο φούρνοι που θερμαίνονταν με πύραυνο, αριστερά τα εργαστήρια. Με τηνπροϋπόθεση πως θυμάμαι καλά.
Ο φούρνος άρχιζε δουλειά από τις τρεις η ώρα, για να έχει έτοιμα τα στρογγυλά ζεματιστά ροδοκόκκινα μυρωδάτα ψωμιά του έτοιμα μόλις ξυπνούσε η γειτονιά. Στο φούρνο παίρναμε και τα ψητά μας της Κυριακή, μια συνήθεια που εξέλιπε εδώ και χρόνια, όμως είναι ομολογημένο πως «σαν το ψητό του φούρνου δεν έχει». Μυρωδάτες πατάτες, εύγευστο κρέας, καλοψημένα στην εντέλεια. Το ίδιο συνέβαινε την περίοδο των γιορτών των Χριστουγέννων με τα κουλούρια που έψηναν οι νοικοκυρές, τα μπισκότα, και το Πάσχα με τις φλαούνες. ΄Ολα στον φούρνο του Πιτζιολή, των ευγενέστατων και καλοκάγαθων ανθρώπων μιας εποχής που πέρασε και δεν θα ξανάρθει.