ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Όταν ένα βιβλίο μένει στο νου και το θυμάται ο αναγνώστης
ύστερα από καιρό, σημαίνει πως υπερέβη τα όρια του χρόνου κι απέκτησε την αξία
του από μόνο του. Το βιβλίο του Δημήτρη Λεβέντη «Ιστορίες της Αμμοχώστου»
κατορθώνει αυτό που λέει στο τέλος, ζωντανεύει μπροστά μας την πνευματική μορφή
της Αμμοχώστου, περασμένη μέσα από τη μνήμη, τη νοσταλγία, την πίκρα για την
αδικία. Η Αμμόχωστος, γνωστή σήμερα ως «η πόλη φάντασμα», γι’ αυτούς που την
έζησαν και την αγάπησαν είναι ζωντανή, γι’ αυτό και σίγουροι για την αξία της νιώθουν
το χρέος να την παραδώσουν διά λόγου στα παιδιά και στα εγγόνια τους, για να
την γνωρίσουν κι αυτά, ως τόπο, ιστορία, ήθη, ανθρώπινες σχέσεις.
Μέσα στα διηγήματα του Δημήτρη Λεβέντη περιδιαβάζουμε στην
Αμμόχωστο, στα περβόλια, στις παραλίες, στο λιμάνι, στην παλιά πόλη με τα
τείχη, πεζή ή με τα ποδήλατα ξαναζούμε την εποχή μας, τη δεκαετία του 1950.
Ακριβείς περιγραφές, με λιτά λόγια, τοποθετούν τα πράγματα στις
σωστές τους διαστάσεις, γιατί δεν είναι μόνο ο τόπος είναι και ο καιρός, αυτό
που έγινε ή γίνεται σταδιακά Ιστορία, αλλά για πολλούς, όπως το συγγραφέα μας, είναι ακόμα βαθιά βιώματα, γι’ αυτό μη
μπορώντας να διαγράψουν τις βιωματικές τους
ζώσες αλήθειες, καταγράφουν την ίδια τη ζωή, που τους καθόρισε και τους σφράγισε
ως πρόσωπα.
Η Αμμόχωστος έχει τη δική της Ιστορία, μα μετέχει και της κοινής Ιστορίας της Κύπρου,
από το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, με την εκκένωση, τους βομβαρδισμούς των ιταλικών
αεροπλάνων, ύστερα με τον αγώνα της ΕΟΚΑ και τις τουρκικές αντιδράσεις, αφού η
κοινή ζωή των κοινοτήτων έδινε την ευκαιρία να συζήσουν ειρηνικά στην αρχή οι
άνθρωποι κι ύστερα να διαχωριστούν και να αλληλοσκοτωθούν, ο καθένας κατά που
μάθαινε την Ιστορία στο σχολείο του, και κατά που τον οδηγούσαν η κοινωνία και
η αγάπη για την ελευθερία, χωρίς να υποψιάζονται τους ξένους δαχτύλους που
κατεύθυναν τα πράγματα.
Ο αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου για απελευθέρωση και ένωση με
την Ελλάδα με την παράλληλη πορεία των Τούρκων για διχοτόμηση, το πραξικόπημα,
η εισβολή κι η κατοχή, ως ιστορικά γεγονότα αλλά και ψυχικού πάθους σημαντικά,
οδηγούν το συγγραφέα και στη δική του τοποθέτηση, χωρίς φανατισμούς αλλά
αντίθετα με τη σοφία και γνώση της πείρας και της μελέτης των ώριμων ανθρώπων.
Οι άνθρωποι των διηγημάτων, μέσα στα ανθρώπινά τους πλαίσια,
ο καθένας η ζωή κι η μοίρα του, δε φαντάζουν ούτε ήρωες ούτε αντιήρωες.
Άνθρωποι γνώριμοι και αληθινοί, γνήσιοι, με τους πόθους, τις αγάπες, τα στάδια της
ηλικίας τους, και τέλος με το χτύπημα της προσφυγιάς και τη στωική αντιμετώπιση
της μοίρας, ως το θάνατό τους μερικοί.
Η ζωή των νέων της εποχής του 50, με τους περιορισμούς στις σχέσεις
αρρένων- θηλέων, τους σχολικούς κανονισμούς αυστηρότατους, αλλά και τη ζωή να
απαιτεί το νεανικό σφρίγος και την
αποτύπωση σ’ αυτό τον κόσμο από τον καθένα των γνωρισμάτων του, όπως τα συλλαμβάνει και τα αποτυπώνει σε
λογοτεχνικό πλάνο ο συγγραφέας, μας αποκαλύπτουν ένα κόσμο που εμείς ζήσαμε, όπως
κι οι λέξεις που ανασύρει ο Δημήτρης από
το λεξιλόγιο για τα αντικείμενα που ήταν τόσο χρήσιμα για τους ανθρώπους παλιά,
σήμερα όμως μπορεί να κατάληξαν μουσειακά εκθέματα ή μπιμπελό για τουρίστες. Μια
πλούσια γλώσσα όπως η ελληνική κι η κυπριακή διάλεκτος βρίσκουν καταφύγιο στην
αγάπη του φιλολόγου. Οι λέξεις αντηχούν στ’ αφτιά των παλιών συνοδευμένες με τους
ήχους και τις οπτικές τους παραστάσεις των νοουμένων.
Συγκινητικό είναι το πόσο οι άνθρωποι ήταν δεμένοι με τη γη τους,
με την οικογένεια, τους φίλους, το επάγγελμα για το οποίο ήταν περήφανοι και
διά μέσου του οποίου εξέφραζαν το ήθος, την ηθικότητά τους και την καλλιτεχνική
ιδιοσυγκρασία και ευαισθησία τους.
Άνθρωποι, περιβάλλον, ιστορία δίνονται με σεβασμό στα
πράγματα και στον αναγνώστη, με ένα κάποιο ερωτηματικό μειδίαμα στο τέλος μερικών
διηγημάτων, που πάντα εκεί αφήνει ο
διηγηματογράφος να διαφανεί το μυστικό της τέχνης του, το άληπτο της ποιήσεως.
Στέλιος Παπαντωνίου