Παρόλο που δεν ήταν συνηθισμένο θέμα ο έρωτας στις συνομιλίες μας, νιώθαμε πως από μικρότατη ηλικία μας περιλάβαινε, κάπου κυκλοφορούσε στον αγέρα, με τα γιασεμιά της εποχής, με τις πρώτες μέρες της άνοιξης, στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, πέντε έξι χρόνων, είχαμε τις μεγαλύτερες σε ηλικία αγαπημένες μας, θέλαμε να μας σηκώνουν ψηλά και να μας κρατούν αγκαλιά, «ήταν η αρραβωνιαστικιά μου», όλοι γύρω το διαλαλούσαν, μικρά παιδιά το χαιρόμασταν, έστω κι αν μας κοροϊδευαν οι μεγάλοι, έστω κι αν με μια εσωτερική δόση ντροπής κοκκινίζαμε, κατεβάζαμε το κεφάλι, σαν να ήταν αμάρτημα, κι ύστερα τα σχολεία τότε ήταν χωριστά, αρρένων θηλέων, από το δημοτικό ως το τέλος του λυκείου, και όλα στριφογύριζαν στον αγέρα, πάνω από το κεφάλι μας, κάτι όνειρα, κάτι πλατωνικοί που τους έλεγαν, την βλέπαμε από μακριά και η καρδιά χτυπούσε δυνατά, κι όσο κρατούσε η κάθε αγάπη, μια κάθε χρόνο, ή κάθε δυο τρία χρόνια, ποιος τα υπολογίζει, ούτε χεράκια ούτε