Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Ο αξιότιμος κύριος


Ο αξιότιμος κύριος
Περασμένα μεσάνυχτα, χτυπούν την πόρτα, υπόκωφος θόρυβος, όλα γύρω κατάκλειστα, η κυκλοφορία απαγορευμένη, ποιος να ‘ ναι παράνομος, ας χτυπά, και πάλι και πάλι, στη ραθυμία μου εγώ, κι επιμένει. Πηγαίνω στην πόρτα, παραμερίζω το κάλυπτρο, κοιτάζω από το μάτι, ανάβω το φως εξωτερικό, ένας κύριος, κάπου τριάντα, γαμπρός μου φαντάζει, μαύρη γραβάτα, λευκό πουκάμισο, καινούργιο κοστούμι, στο πέτο λουλούδι λευκό,
-          Ποιος είστε, κύριε, τι θέλετε τέτοια ώρα, περασμένα μεσάνυχτα, απαγορευμένη κυκλοφορία, και δεν φέρετε μάσκα, δεν βλέπω γάντια στα χέρια!
-          Σας παρακαλώ, κύριε, ανοίξτε να δείτε, χιλιάδες χρόνια το πρόσωπό μου μασκαρεύουν, τα χέρια μου παραποιούν…
-          Ένα λεπτό, εγώ πρέπει να βάλω τη μάσκα μου, να καλύψω την άλλη, την καθημερινή, την επαγγελματική, την κοινωνική, την οικογενειακή, να βάλω γάντια πλαστικά, να καλύψω τα δακτυλικά μου αποτυπώματα, ένα λεπτό ν’ ανοίξω, έτοιμος!
-          Τίποτε δεν ζητώ, κοιτάξτε μόνο τη γειτονιά σας…
Και βλέπω, σ’ όλες τις πόρτες μπροστά, ο ίδιος άνθρωπος, πολλαπλασιασμένος επ’ άπειρον, στέκεται μπροστά στις πόρτες. Άλλοι γείτονες ξυπνούν, ανοίγουν, άλλοι κοιμούνται.
Πώς να μην πεις «περάστε», σ΄ έναν τόσο αξιότιμο κύριο!