Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

έγκλειστε παππού


Έγκλειστε παππού
Έγκλειστε παππού, στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις. Αυτό που δεν βλέπω κυριαρχεί στον κόσμο, το ελάχιστο των ελαχίστων, έναν ιό αθώρητο και δαιμονικό, να σκάβει τους θεμελιούς των νοσοκομείων, να εκφοβίζει γιατρούς και νοσοκόμους, να γονατίζει τα συστήματα, οι τραπεζικοί λογαριασμοί καταβαραθρώνονται, ανοίγουν τα θησαυροφυλάκια και σε λίγο εμφανίζονται κούφια, άνεργοι στο δρόμο ζητιανεύουν, ποιος να δώσει σε ποιον, ο φτωχός στον φτωχότερο, η μάνα μακριά από το παιδί και το παιδί απ΄ τη γιαγιά, τη δασκάλα, τη φίλη, τη γειτόνισσα, ο πατέρας για πρώτη φορά διαβάζει,  ο παππούς κι η γιαγιά στα χαμένα μονοπάτια της μικρής κάμαρης, άλλος στην Αγγλία, άλλος στην Αμερική, δεν αντέχεται, μακριά τα χέρια από τα χέρια , τα χείλη από τα χείλη, απαγορεύονται οι αγκαλιές, μόνο τα γατάκια αγκαλιάζονται και τα σκυλιά μαλλώνουν, πρόεδροι κι αντιπρόεδροι σκέφτονται και συσκέφτονται, εκδίδουν διατάγματα, όλα απαγορευτικά, τώρα πια φορούν όλοι τις μάσκες, εμφανώς, ερευνούν τις ιστορικές πηγές, θυμούνται εδάφια, από τον πρόπαππο Θουκυδίδη ως την Πανούκλα, στα βάθη του καθενός το σκοτάδι συνειδητοποιείται πηκτό, εξογκούται αυτές τις μέρες, καιρός να εισέλθουμε στα ενδότερα του καταπετάσματος, να  εισδύσουμε στον προγονό μας, τον ζωντανό μέσα στους φόβους και τους τρόμους μας, αλλά και το παλικάρι που τα ‘βαλε με τον δράκοντα και νίκησε, μεθοδικά, έξυπνα, υπομονετικά, χωρίς φανφάρες και εγωισμούς, με την έρευνά του, τη μελέτη, τον προγραμματισμό, την επιστημοσύνη, αυτόν που ένιωσε το άλλο εγώ του και στήριξε τον αδικημένο κι αδύνατο, αυτόν που γύριζε και πάλι στα χωράφια με το πράσινο, και ζωγράφιζε κι ανάπνεε με τα πουλάκια και χαιρόταν την ομορφιά και την ζωγράφιζε και την τραγουδούσε κελαριστή, αυτόν που λειτουργούσε και δοξολογούσε τον Θεό, στις εκκλησιές του κόσμου.