Και τώρα, να!
Όταν καμιά φορά ζητούσαν οι παππούδες μας την ένωση με την
Ελλάδα από τους Άγγλους, αυτοί αρνούνταν, φέρνοντας δικαιολογία πως μας είχαν
αγοράσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία και πως θα έπρεπε να μας επιστρέψουν.
Ή, στην καλύτερη περίπτωση, έφερναν δικαιολογία τους οθωμανούς της Κύπρου, πως
δεν ήταν δίκαιο να γίνει το θέλημα του 80% γιατί υπήρχε το 18%. Που ίσως τότε
να’ ταν και λιγότερο. Αυτό υπογραμμίζει πως πάντα μας είχαν της αγοραπωλησίας,
ποτέ δεν μας υπολόγισαν ως ανθρώπους, οι άγγλοι λέω, που χρησιμοποιούσαν τη
μειονότητα για να εξυπηρετούν ανενόχλητοι τα συμφέροντά τους, γεωστρατηγικά, την
ώρα που για την Τουρκία δεν υπήρχε θέμα μειονότητας, ήταν γι’ αυτήν ανύπαρκτη.
Τώρα και πάλιν η μειονότητα επί
των επάλξεων, υπηρέτες της Τουρκίας από το 1950, από Κουτσιούκ, Ντεκτάς,
Βολκάν, ΤΜΤ, από στρατιωτικούς που μπαινόβγαιναν και οργάνωναν εκπαιδεύοντας
στα όπλα άνδρες και γυναίκες σε πόλεις και χωριά, εν γνώσει πολλών.
Παραβλέποντας εμείς το ένα, κι ύστερα το άλλο, μη δίνοντας σημασία ή
χαριζόμενοι ή ονειροβατούντες, οι άλλοι φωνάζοντας κάτω από το τείχος τότε στον
Μακάριο, οι Τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί μας οι Τούρκοι της Κύπρου είναι
αδελφοί μας, ένας μύθος, ένα παραμύθι, μια ονειροφαντασιά, ίσως λίγο η ζιβάνα,
λίγο οι φούσκες, καταντήσαμε να ντρεπόμαστε να ζητούμε το δίκιο μας, να μην
καταγγέλλουμε την παράνομη εισβολή, την κατοχή, τον εποικισμό, τους κακοποιημένους
μέχρι κτηνωδίας νεκρούς μας, τους έποικους που έχουν δικαιώματα περισσότερα από
μας, τη λογοκρισία των βιβλίων στην Καρπασία, και τόσα άλλα ων ουκ έστιν
αριθμός. Ζούσαμε σ’ ένα κόσμο ελληνοκυπριακών κυβερνητικών αερίων που μας φλόμωνε
το νου, με δυσκολία κρατιόμασταν μακριά από τη σύγχυση, τόση θολούρα, τόσο
μαύρο που μας το έδειχναν άσπρο, τόση αδιαντροπιά. Και τώρα, να!