ΜΕΘ΄ ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ – ΚΑΛΟ ΣΤΑΔΙΟ
Πρώτα πρώτα από το σπίτι παρέλαυνε όλο το συγγενολόι, παλιοί
γειτόνοι, κι η μάνα ήταν έτοιμη, φούρνιζε το ψωμί της, δαχτυλιές, μυρωδάτα με
μαστίχα και γλυκάνισο, ταχίνη χτυπημένη
από τα χέρια της, λεμόνι, σκόρδο,
μαϊντανό, ταραμά για τη γιαγιά όχι τους έτοιμους τους σημερινούς,
πραγματικό κόκκινο αυγοτάραχο, ελιές τσακιστές και μαύρες, κάμποσα κρεμμυδάκια,
ρόκα, μαρούλι, κάτι ταχυνόπιτες και κολοκωτές αργότερα μπήκαν στο λιτό τραπέζι,
η πόρτα πάντα ανοιχτή, ήταν συνήθειο να προσκυνούν σε εφτά εκκλησιές της Λευκωσίας
να βοηθήσει ο Θεός στο καλό στάδιο, και στον άγιο Κασσιανό, η σκούφια του
αγίου, ο παπάς να διαβάζει τους πιστούς αν ήθελαν, ανοιχτές όλες οι εκκλησιές αυτή
τη μέρα, κι εμείς με τα ποδήλατα κατά το μεσημέρι για την Αθαλάσσα, ένα
τεράστιο χωράφι σπαρμένο να χανόμαστε
μέσα, πρώτα περνούσαμε από την εκκλησιά του άϊ Γιώργη, κι ύστερα κοντά στα
ποταμάκια και τις λίμνες της περιοχής, όπου βρίσκαμε. Ήταν κι η περιοχή
Κύκκου, στη Λευκωσία και πάλι ο λόγος,
ποταμάκια, χέλια, πεταλίνες, βατράχια, τεράστια δέντρα, ευκάλυπτοι οι
περισσότεροι, τώρα δρόμοι και πολυκατοικίες, πού να φανταστεί κανείς τι ήταν οι
εν Λευκωσία παράδεισοι, τέτοια μέρα, με τις άμαξες άλλοι, ντυμένοι ακόμα
μασκαράδες, δεν τέλειωνε με την Κυριακή η μεταμφίεση, τραγούδια και καλή
καρδιά και τ’ απόγεμα στην εκκλησιά: Κύριε των δυνάμεων, εκείνο το μεθ΄ ημών,
γινόταν με θυμό και δεν ήταν και αφύσικο, τόσο συχνά που μας παρουσίαζαν το Θεό
οργισμένο, ξεχνούσαν την αγάπη. Μεθ’ ημών ο Θεός. Καλό στάδιο.