Κάποτε δεν είχε εξέδρες, καμιά καρέκλα στον καφενέ ήταν
αρκετή, να ανεβάσουν τον υποψήφιο, ή σε κανένα πεζούλι αν ήταν καλοκαίρι και
στέκονταν έξω οι γείτονες, κάποτε έλεγαν ανέβασαν τον υποψήφιο στην καρέκλα,
έπεσε, ψέματα αλήθεια ο κόσμο έκανε χάζι, κάποτε ήταν και φανατικοί μερικοί, κι
η κυβέρνηση απαγόρευε τα οινοπνευματώδη ημέρα των εκλογών και την προηγούμενη,
μεθούσαν στα χωριά και στις γειτονιές , και τα ΄καναν γυαλιά καρφιά, κάθονταν οι
εκπρόσωποι έξω από το εκλογικό κέντρο με τα τραπεζάκια, να παραλάβουν τους
ψηφοφόρους να τους τεμπισιάσουν, ως τελευταία ακόμα τα τραπεζάκια ήταν έξω, τα
κοπέλια των κομμάτων με τις κονκάρδες, εκτελούσαν μεταφορές γερόντων, κάποτε
μάλιστα μοιράζονταν και στα γηροκομεία ή στα μοναχικά άτομα σώβρακα και
φανέλες, μέρες φαρισαϊσμού και ψευδοφιλανθρωπίας, για εξαγορά των ψήφων, το
πανηγύρι της δημοκρατίας έγραφαν οι εφημερίδες, μίλησε ο λαός, (και τι είπε το
παιδί;) ή η τενέκα, ή το μαύρισέ τους, μαύρο άσπρο τα κατά και τα υπέρ, ήταν κι
η κουρτουνιά, μια φορά τουλάχιστον στη ζωή μου την είδα περασμένη από το
μάνταλο του σπιτιού ενός γείτονα, εμείς θυμόμαστε λίγο Δέρβη στα δημαρχιακά και
πολύ Μακάριο στις προεδρικές, ακόμα και μετά το θάνατό του γριούλες πήγαιναν με
τη βεβαιότητα πως ήξεραν ποιον να ψηφίσουν. Ήταν τα κεκτημένα μιας εποχής, τα χρώματα
μιας εποχής, τα ονόματα μιας εποχής.