Ο Ττομής
Στέλιος Παπαντωνίου
Πότε τον γεννήσαμε, πότε τον βαφτίσαμε, ακόμα στην εκκλησιά
δεν τον πήραμε, ο Συμεών περιμένει, ως τις 2 του Φεβράρη, κι αρχίζουμε από
σήμερα, τέλος Γενάρη, ο τελώνης κι ο φαρισαίος συνεορτάζουν, που σημαίνει ετοιμασίες
για τα πάθη, στο Βουνό, δυο οικογένειες ήτονε στην αρχή, τα παιδιά τους έκαναν
οικογένειες, η μια έσμιγε με την άλλη, κάτι σαν γαλαζοαίματοι, και μας προέκυψε
η αιμορροφιλία, τα θηλυκά μετέδιδαν στα αρσενικά την ανωμαλία, δεν έπηζε το
αίμα, κι ο Χρυσόστομος, μεγάλο όνομα, μεγάλο το μοναστήρι τιμή και δόξα της περιοχής,
δεκατριώ χρονώ παιδί, κάπου ανάμεσα σε Σαμουήλ και Νεοκλέους, τα ιδιωτικά της εποχής,
μπάλα έπαιζε με τ’ άλλα παιδιά, εκεί στ’ αλώνια, ήταν κι ένας, τον πήρανε για τον τρελό του χωριού, λέει κι ο
Χαραλαμπίδης, δεν του ρίχνανε την μπάλα, αρπάζει μια πέτρα, την εκσφενδονίζει
στο κεφάλι του Χρυσόστομου Ττομή, μάνα το κεφάλι μου πονώ, την άλλη μέρα πρωί
πρωί μας τον έφεραν στο σπίτι, από λεωφορείο σε ταξί, κι εμείς τρέξε γιατρέ
Πρωτοπαπά, μια καρφίτσα, γυμνώνει το πέλμα, το παιδί δεν ανταποκρίνεται, στο
νοσοκομείο ολόισια.
Της Αντωνούς ούτε στο νοσοκομείο δεν τον πήραν, μόλις τ’
άκουσε ο Ρίτσος, διάβασε τις εφημερίδες, άλλες έκρυψε άλλες φανέρωσε, κάθεται
στο γραφείο, βάζει μπροστά το ρολόι, οκτάωρο καθημερινή εργασία, δήλωσε διανοούμενος-
εργαζόμενος, το οκτάωρο όμως το δούλευε συνεπώς, και μας γράφει πως ήταν
ταξιτζής, έτσι διάβασε στις εφημερίδες, ο άνθρωπος ήταν υπαξιωματικός του
ελληνικού στρατού, τόσες φορές τους τα’ γραψε ο Μαύρος, ποιος τον ακούει.
Η Αντρούλα, η μεγαλύτερη αδελφή φώναζε, ελληνική σημαία στο
φέρετρό του, ο αδελφός μου ήταν της ΕΟΚΑ, φόβος και τρόμος τότε οι Άγγλοι, την
άφησαν να φωνάζει, το παιδί το χάσαμε, κι η μάνα του η Ξενού, για σαράντα μέρες
έπιανε μια μικρή καρεκλίτσα, καθόταν στην αυλή κι άρχιζε το μοιρολόι, να την
ακούει το χωριό, να διαλυθεί ο πόνος, κι αυτός εκεί, βράχοι του Βουνού εκεί
ψηλά, πάνω από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, το ισοπέδωσαν οι εισβολείς,
οι έποικοι, οι ξένοι, και φύτεψαν κι ένα μεγάλο μιναρέ στο κέντρο του χωριού,
μα τις νύχτες που ακούν τις κραυγές της Ξενούς, δεν ξέρουν πώς να τις εξηγήσουν,
τους είπαν πως πρέπει να νιώθουν τώρα ασφαλείς, κανείς δεν ξέρει και δεν είναι
και δεν πρέπει να είναι.