Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Λίλη Μιχαηλίδου
Μετά πάροδον ετών όσα βιώθηκαν μεταποιούνται δια των χημικών διεργασιών και ενώσεων, έρχονται στο φως ως χρυσός, και τούτο είναι η ποίηση , η φωτίζουσα και φωτεινή. Όσο διαβάζω τα ποιήματα της Λίλης Μιχαηλίδου τόσο θαυμάζω τον νέο άνθρωπο που ανακάλυψε βασικές μεγάλες αλήθειες και όχι μόνο τις υιοθέτησε αλλά τις διέπλασε μέσα της και στο έργο της, διερευνώντας τις πολλές τους πτυχές, όψεις, γωνίες. Πρόκειται πρώτον για τη σύλληψη της έννοιας του Λόγου ως δημιουργού κόσμου και δεύτερο του όντος Άνθρωπος ως πηλού έχοντος βαθιά μέσα του το πνεύμα, το οποίο εμμόνως ανασκάπτει, ώστε να διανοίγονται στο εσωτερικό του δίοδοι φωτός. Τρίτο στοιχείο που χαρακτηρίζει το έργο της είναι ο Έρωτας  στη συνύπαρξή του με το σώμα του ανθρώπου, τη γύρω φύση και η σύζευξη των δύο.
Εν αρχή ην ο Λόγος, Θεός, Δημιουργός. Είπε και εγένετο. Κάτω από αυτή τη μεγαλειώδη σύλληψη κρύβεται όλη η δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, ιδιαίτερα  όμως του ποιητή, πλάστη ενός κόσμου που αντικατοπτρίζει το βαθύτερο εαυτό του. Όλο το ποιητικό έργο δεν είναι παρά ποίηση κόσμου διά του Λόγου. Πολλοί μπορεί να μην το συνειδητοποιούν, η Λίλη Μιχαηλίδου όμως όχι μόνο το συνειδητοποίησε αλλά και πιάστηκε από αυτό ως από άγκυρα για να σωθεί από το χάος των πολλών εξωτερικών εντυπώσεων.
Και ενεφύσησεν αυτώ πνοήν. Μονάχα το Πνεύμα όταν πνέει πάνω στη λάσπη μπορεί να δημιουργήσει τον Άνθρωπο (A. de Saint Exupery). Και ενεφύσησε ο Θεός Πνεύμα. Η δημιουργική θεϊκή πνοή του ανθρώπου, αυτή τον μεταποιεί εις άνθρωπο μέτοχο πνευματικότητας, δημιουργικότητας, δυνατότητας αναγωγής της λάσπης εις λόγο. Αυτό το θαύμα συλλαμβάνει και εκφράζει ποικιλοτρόπως στην πρώτη ποιητική της συλλογή η Λίλη Μιχαηλίδου.  Η λάσπη από την οποία είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος, δέχτηκε τη ζωογόνο θεία πνοή και δημιούργησε εμβαίνοντας στον πηλό, ειδύοντας στα βαθύτερα του εαυτού του που φέρνει ποιητικά από τα βάθη στην επιφάνεια τον κοσμημένο λόγο.
Ο Έρωτας, η τρίτη συνισταμένη ως συνεκτική και κοσμογονική δύναμη ευγενικά ενδεδυμένη υποβόσκει στη σωματική γυμνότητά του διαπερνώντας το σώμα και προκαλώντας ερωτικές συσπάσεις κοσμογονικές και αποκαλυπτικές της πνευματικότητας και δημιουργικότητάς του, ποιεί έργο για τον άνθρωπο, διασώζοντάς τον από την φθορά.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή Η Αλχημεία του Χρόνου (Γκοβόστης 2001) χωρίζεται σε τρεις ενότητες, Κραδασμοί, Πυγολαμπίδες και Σημάδια των Ημερών. Πριν από την πρώτη ενότητα Κραδασμοί, η προμετωπίδα  A. De Saint Exuprery «Μονάχα το  Πνεύμα όταν πνέει πάνω στη λάσπη μπορεί να δημιουργήσει τον Άνθρωπο» και ακολουθούν τα ποιήματα: Μακρινό ταξίδι, Εξυγίανση, Η μοναξιά μου, Μετάνοια, Παιχνίδι της Μοίρας, Καλές μου Ώρες, Ιδιωτικό. Ακολουθεί η προμετωπίδα «Στην ξαστεριά των λόγων φωτίστηκε ο τόπος, ήλθαν τα κάτω πάνω να δυο το φως της μέρας» κι ακολουθούν τα ποιήματα: Ο αναγνώστης, Μυροβόλο αγίασμα, Τα μαντίλια των τσιγγάνων, Γητευτής. Ακολουθεί άλλη προμετωπίδα, «Ατενίζω τον ορίζοντα πέρα από την αλχημεία του χρόνου» και τα ποιήματα: Πηγή ψυχής, Ο έρωτας είναι ποίηση, Αντικατοπτρισμός, Σταγόνες ζωής, Είδωλο, Δίστιχα. Ακολουθεί η ενότητα Πυγολαμπίδες και τα ποιήματα:  Νοέμβρης, Το νήμα, Φανοστάτες, Ιστορία της Πόλης, Αγαπημένε, Ινδία, Καινούργια Μνήμη. Τελευταία προμετωπίδα «Έκλαψα για τη μυροφόρα μνήμη για το κόκκινο μαρτύριο της ποίησης» και τα ποιήματα: Αναμονή Ι,ΙΙ, Πόνος, The big Apple. Τελευταία ενότητα Σημάδια των Ημερών με τα: Η πρώτη φλόγα, Διαδρομή, Αφανέρωτο πάθος, Νυχτερινά σεντόνια, Η χαραμάδα της αυγής, Ανοίγματα, Λεξολάγνα.
Παρέθεσα τη δομή και τα περιεχόμενα της πρώτης της συλλογής για να δείξω την επιμελημένη τοποθέτηση της ύλης και το όλο πνεύμα που τη διέπει με τις προμετωπίδες και τους τίτλους των ποιημάτων.
Με το εισαγωγικό της ποίημα συνέλαβε και αποτύπωσε τη δημιουργική της πορεία, διακηρύσσει την ποιητική της, τη μετάληψη στο Λόγο. Ακολουθώντας τις λέξεις στο μυστήριό τους, μια λατρεία, κι αυτή ιέρεια, βρίσκει την ουσία της, αυτογιγνώσκεται, με το λόγο αρχίζει και με τις λέξεις τελειώνει τη συλλογή. Η πίστη στο λόγο ως φωτίζοντα και ανατρέποντα, παράγοντα αλήθειας, αποδίδεται με το επιγραμματικό «στην ξαστεριά των λόγων φωτίστηκε ο τόπος ήρθαν τα κάτω πάνω να δουν το φως της μέρας». Για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω λέει κι ο Ερωτόκριτος.
Η μνήμη φέρνει στο φως, η ποιήτρια διεισδύει στα βάθη και ανεβάζει στην επιφάνεια, μνήμες κι εμπειρίες βαθιά χωμένες βρίσκουν τις διεξόδους τους σε εξομολογητικές στιγμές, γι’ αυτό και βρίσκει στον έξω κόσμο τις εικόνες που αντιστοιχούν στην ψυχική της κατάσταση. Χωμένες στα κατάβαθα ίσως του ασυνείδητου εικόνες παιδικής δροσιάς με τις πηγές, το αλακάτι, τους κάδους που ανέβαζαν το νερό, έτσι κι η εμβάπτιση στον εαυτό φέρνει στην επιφάνεια ανθόνερο απόσταγμα, ποιήματα. Η ποίηση επιτελεί εξυγιαντικό έργο, ξεπλένει από τον εσωτερικό ρύπο τις αμαρτίες, με αναπόφευκτη τη μετάνοια.
Ο δημιουργός δεν είναι όμως μόνος. Συγκινείται από τον άλλο, εύχεται και προσεύχεται γι’ αυτόν, για τα νέα βλαστάρια, να έχουν χρόνο να ονειρευτούν, να ταξιδέψουν, να γνωρίσουν, να δημιουργούν να αισθανθούν. Γι’ αυτήν οι ποιητές είναι οι φανοστάτες που φωτίζουν τον κόσμο. Ο Αναγνώστης, πρωτότυπο ποίημα, επισημαίνει την ουσία του αναγνώστη για τον ποιητή στο δίπολο πομπός -δέκτης. Χωρίς τον δέκτη ο πομπός εκμηδενίζεται ενώ η παρουσία του δέκτη διασώζει τον κόσμο του ποιητή. Η Λίλη Μιχαηλίδου αποδίδει μεγάλη σημασία στον άλλο, τον συνάνθρωπο, δικό ή ξένο. Και ομολογεί την οφειλή στους ανθρώπους που θαύμασε και με λίγα λόγια αποτυπώνει την προσωπικότητα, την πνευματική τους πορεία. Η ικανότητα να βλέπει κανείς με τα μάτια του άλλου ή να μπαίνει στη θέση του πλαταίνει τους ορίζοντες και ελευθερώνει από το εγώ στο οποίο μερικοί μένουν προσκολλημένοι δίνοντας μια άλλη όψη της ποίησης, ως της ψυχοθεραπεύτριας ή εξομολόγου, ή της οδού για αυτογνωσία.
Μυροβόλο αγίασμα τιτλοφορείται το ποίημα που μπορούσαν οι εκπαιδευτικοί να περιλάβουν στα θεμέλια της παιδαγωγικής τους. Σωροί γνώσεων επικάθηνται στα νεανικά στήθια, μόνο όμως μετά από χρόνο ταξινομούνται,  ιεραρχούνται, φωτίζονται και φωτίζουν. Τα αιτήματα της ψυχής είναι εν πολλοίς τα ίδια, ανάμεσα στα οποία η σταθερότητα, η ελπίδα, η συνέχεια.
Βασικό στοιχείο της συλλογής ο Έρωτας. Ένας λεπτός ερωτισμός διατρέχει τη συλλογή, ανάμεσα στη αμαρτία και στην εξιλέωση, στις τύψεις και τις αγγελικές ονειρώδεις οπτασίες.  Ο έρωτας είναι ποίηση: Ποιητικά δοσμένες ερωτικές στιγμές ανεβάζουν στον πνευματικό κόσμο αγγέλους και νύμφες, κι ανάμεσα σε ουρανό και γη, η ανάγκη για ηδονή κι αυτή όμως ανεβάζει στην έκσταση και στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων.  Από τη φυτολογία παρμένοι όροι, ο ύπερος, οι στήμονες, οι στυλοβάτες, δίνουν ένα ερωτικό ποίημα που κρύβει όσα φανερώνει, μια ερωτική συνεύρεση. Ως Έρως και Λόγος θα ’λεγα πως παρουσιάζονται τα ποιήματα. Νομίζει κανείς πως αναστολές την εμποδίζουν να δοθεί εξολοκλήρου στον έρωτα και διαφεύγει μέσω του Λόγου, της λογικής, των βιβλίων.
Η αγάπη στα ταξίδια και η γνωριμία με άλλους κόσμους κομίζει στην ποίησή της ποιήματα καταθέσεις στον κόσμο της τέχνης, ερωτηματικά από τα άγνωστα μέρη, κοινωνιολογικές ποιητικά προσεγγίσεις και προσπάθειες γνώσης και κατανόησης ανθρώπων και πολιτισμών, που αποτελούν κύριο γνώρισμα της γενικότερης δημιουργίας της.

Λακωνικός λόγος, αποστασιωμένος, τριτοπρόσωπη έκφραση, ως ιέρεια μεγαλοπρεπής στην απλότητά της, στρέφεται κάποτε με το πρώτο πρόσωπο εις εαυτήν, και πάλι όμως καταφεύγει στο τρίτο, σαν παρατηρητής εσωστρεφής κι εξωστρεφής, ταξιδεύει και μας ταξιδεύει, κινεί με τις εικόνες της κινηματογραφικά, αλλεπάλληλα, επικαλείται τη μνήμη κι όλες τις αισθήσεις, νοιάζεται για τον άλλο, την κόρη, τον φίλο, τον σύντροφο, με πλούτο εικόνων διαλογικών του έσω και έξω κόσμου, από το μερικό στο γενικό, στη φιλοσοφική ενατένιση όντων και φαινομένων, χωρίς επιδεικτικές λεξιλογικές εκρήξεις, άνετη στην επικοινωνία με τον αναγνώστη. Αυτή στάθηκε η πρώτη μου γνωριμία με την ποίηση της Λίλης Μιχαηλίδου στη συλλογή της Η Αλχημεία του Χρόνου.