ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΡΟΜΟΙ
Γκοβόστης, 2003
Η Λίλη Μιχαηλίδου ανέβλεψε ως ποιήτρια κι έθεσε στόχο της το
συνταίριασμα του έσω κόσμου με τον έξω. Μας οδηγεί όμως τούτη η ανακάλυψή της στην
ουσία της ποίησης, την έκφραση του εσωτερικού κόσμου μέσω των εικόνων του έξω
κοσμήματος. Είναι θαυμαστή η συνέπεια αυτής της σύλληψης στο έργο της. Τούτο
σημαίνει πως αυτή η αλήθεια είναι βαθιά και πως διαποτίζει εξολοκλήρου τη σκέψη
και τα συναισθήματά της. Οι αλλαγές είναι του έξω κόσμου, όπου τα πάντα ρει και
κινείται. Ένδον η εσωτερική διόπτρα προσπαθεί να φωτίσει τα διαιώνια.
Και στη
συλλογή αυτή έχουμε τρεις ενότητες: «Αύρα του σώματος, Κυματισμός ψυχής», «Ρύμης
Χνάρια», «Το σώμα- ο πόνος, Η ηδονή- το παιχνίδι, Η φύση -ο χρόνος, Η ζωή -το
ταξίδι».
Η πρώτη ενότητα «Αύρα του σώματος, Κυματισμός ψυχής» στεγάζει ποιήματα με περιεχόμενο ομοιογενές του
τίτλου. Επαληθεύσεις μιας καθολικής αλήθειας οι πρώτες φράσεις της προμετωπίδας:
«Το βάρος των βουνών η απλωσιά της θάλασσας» ως ο έξω κόσμος κι ακολουθεί «η
φωτιά που ζώνει τα κορμιά καθώς παλεύουνε το αίμα στις αρτηρίες να
συγκρατήσουν μην τους ξεφύγει.» Η
ποιήτρια- ως σώμα και ψυχή, ως άλλο έξω και εντός βαθύτερο- στην προσπάθειά της
να συγκρατήσει την εσωτερική της δύναμη αλλά και να συνταιριάσει τον κόσμο με
τον Άνθρωπο και τανάπαλιν.
Ερωτική, ταξιδεύτρα, όπως και στην πρώτη της συλλογή και
προπάντων ένδον σκάπτουσα, εξασκουμένη και ασκούσα το γνώθι σαυτόν. Ο έρωτας,
το όνειρο, το ταξίδι, με τέρμα την αυτογνωσία, αποτελεί μια σημαντική και
θεμελιώδη πέτρα στο ποιητικό της οικοδόμημα.
Ένα μεγάλο φιλοσοφικό
ερώτημα, ο χρόνος, σφράγισε εξολοκλήρου την πρώτη της ποιητική συλλογή «Η
Αλχημεία του Χρόνου» και δρασκελά στη δεύτερη ως Απατηλός χρόνος. Ο έξω χρόνος
του ρολογιού, στη σύγκρισή του με τις εικόνες που καθαρίζουν μέσα μας,
αποκαλύπτουν την παγίδα που στήνει ο χρόνος. Και πάλι πρωτεύων ο έσω κόσμος και
οι διεργασίες του που βαθαίνουν την ψυχή, αναδεικνύουν τις πραγματικές αξίες,
μπορούν να συγκεντρώσουν ό τι το πολύτιμο και να το συντάξουν με τις εσωτερικές
δομές του διαιώνιου ανθρώπου.
Με μια μαγευτική ατμόσφαιρα ανάμεσα στις σκιές και στη
νύχτα, στου φεγγαριού τις μυρουδιές, στο διάφανο αίμα ερωτικό, στις μεθυστικές
στιγμές, με τη συνύπαρξη της φύσης και του ανθρώπου, την επίδραση της φύσης στο
σώμα του και την παλινδρομική καταφυγή σε εικόνες της φύσης, εκφράζεται ο θαυμασμός στον Έρωτα, ζωντανό
και μακάριο.
Η συλλογή κυριεύεται από τον έρωτα σταδιακά, με την
προμετωπίδα «Ήπιανε τη δροσιά τ’ ουρανού όλη, μα δεν ξεδίψασαν. Μ’ ένα φιλί
κορέστηκε η επιθυμία, δικό σου όλο το μυστικό π’ ολόγυμνο πηγάζει…» Αυτή μπορεί
να αποτελεί την κατακλείδα των προηγουμένων αλλά και τον βατήρα για την στροφή
στην πνευματικότητα του έρωτα, την επίδραση του πνεύματος στη σκόνη και στη
λάσπη της υλικής μας ύπαρξης. Η γένεσις δεν είναι προϊόν σωματικού μόνον
εναγκαλισμού αλλά και μυστικής συνάντησης του ιερού στο εσωτερικό του πηλού,
μια επάνοδος και εμβάθυνση και από άλλη οπτική γωνία θέαση της πνευματικότητας
του Ανθρώπου. Η ερωτική τελετή ιερουργείται ως εν ναώ, με τις διακυμάνσεις σώματος
και ψυχής, που οδηγούν στη λύτρωση, στην αναμόρφωση, στη συνένωση με όλη τη
φύση, σε μια ολική σύλληψη ανθρώπου και φύσης, όπως στην έξοδο σε αρχαία
τραγωδία.
Η ίδια αυτή συνένωση συνεχίζεται με την προμετωπίδα «Καθώς
έβρεχε γέμιζαν οι πηγές της πόλης που ξεχείλιζαν όταν ο έρωτας ελευθέρωνε το
εντός του…» Η ανακύκλωση που διαπερνά τη
φύση και τον άνθρωπο ως μέρος της, δίνει ποιήματα παγκόσμιας και καθολικής
ερωτικής συνεύρεσης, με επιμέρους εικόνες επικεντρωμένες σε συγκεκριμένους
τόπους και ενέργειες του ανθρώπου στη σχέση του με τη φύση, στη συμμετοχή του
στην κυκλική πορεία ζωής- θανάτου. (Ο Τρυγητής, Δύναμη) Όποιος όμως δεν μετέχει
στην παγκόσμια κίνηση, χάνεται στη λάσπη του βυθού.
Η δεύτερη ενότητα της συλλογής «Ρύμης Χνάρια» αρχίζει με την
προμετωπίδα «Μου αρκεί η σιωπή των ματιών που κατακτά ό τι κρυφό έχω μέσα μου
με μια τυφλή αφοσίωση…» Οι προμετωπίδες αποτελούν και τα κλειδιά για να
εισέλθει ο αναγνώστης στο περιεχόμενο των ποιημάτων και να συλλάβει τα βαθύτερα
νοήματά τους. Η Λίλη Μιχαηλίδου είναι φιλοσοφημένη ποιήτρια, με έμφαση στην
εσωτερικότητα του ανθρώπου και πίστη στη δύναμη της ψυχής. Διεισδυτική είναι η
γνώση όταν κατορθώνει να διαβάσει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, τα κρύφια, μέσα
στην απαραίτητη σιγή. Τούτο συμβαίνει και στην ενότητα: ταξίδια και πάθος
σύλληψης της ουσίας των άλλων τόπων. Περιγραφές που αναπλάθουν ολόκληρες και
μεγάλες εικόνες, ή επικεντρώνονται σε λεπτομέρειες που κεντρίζουν την προσοχή
της ταξιδεύτρας ποιήτριας. Συντροφιά με τον έρωτα, που κυκλοφορεί ελεύθερος στα
τοπία, στις πόλεις, στα στενορύμια. Τα ταξίδια ανανεώνουν, ανοίγουν διόδους στο
άγνωστο, φέρνουν στο προσκήνιο πρόσωπα του παρελθόντος που παρακολουθούμε
ζωντανά στα πάθη και στις πορείες τους. Η φαντασία οργιάζει. Στιγμές
ανεπανάληπτες στιγματίζουν το ταξίδι, ομορφιές της φύσης και των δημιουργημάτων
του ανθρώπου. Οι αισθήσεις σε διέγερση πυρακτώνουν το νου και τη φαντασία, με
τον έρωτα να πρωταγωνιστεί σ’ ένα παμψυχισμικό και πανερωτικό σύμπαν.
Η τρίτη
ενότητα «Το σώμα- Ο πόνος, Η ηδονή- Το παιχνίδι, Η φύση -Ο χρόνος, Η ζωή -Το
ταξίδι». Ο αναγνώστης είναι πια εξοικειωμένος με τις πιο πάνω έννοιες-
σφραγιδόλιθους της ποίησης της Λίλης Μιχαηλίδου. Προμετωπίδα που θυμίζει το
ομηρικό, «οίηπερ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανθρώπων», επαναφέρει τον κύκλο της
ζωής και του θανάτου, της μνήμης και λήθης, αλλά και την επανάληψη των ποιητικών μοτίβων από
αρχαιοτάτων χρόνων. «Χανόμαστε καθώς τα φύλλα πέφτοντας ξερά στο χώμα θρηνούν
μια μαρτυρία που η μνήμη επιστρέφει.»
Η απουσία του έρωτα οδηγεί στη φθορά, η παρουσία του
επαναφέρει την αναδυόμενη Αφροδίτη και τον πόθο, την ηδονή και την απόλαυση,
στην αφή, στη γεύση, στην ειδή και στην ακοή. Κοντά στη ζωή με τα πάθη της, κι
ο θάνατος με τα μυστικά του, η πορεία στο άγνωστο της ψυχής, και στο βάθος το
νεκρό παρελθόν. Μια μελαγχολία στο τελευταίο μέρος, από την πάροδο του χρόνου,
μα και ξαναξύπνημα της ερωτικής ορμής, πίστη στο φως και στη δύναμη της ζωής.
Προσηλωμένη στην τέχνη της, η Λίλη Μιχαηλίδου μας δίνει με
το τελευταίο της ποίημα την ποιητική της και πάλι, από μια άλλη οπτική γωνία,
τη διάπλαση του έξω κόσμου μέσα της και την σχηματοποίησή του «σε ανάγλυφα
σχήματα και δρόμους- με χέρι μαθημένο στη γραφή όσων ποθούσε.» Ο πλάστης
ποιητής επί το έργον.
Λογικά δομημένη ποιητική συλλογή, με τις προμετωπίδες να
είναι παραστάδες κι οδοδείχτες των νοημάτων, ελεύθερος μουσικός στίχος, εικόνες
από τη φύση στη συμπλοκή τους με τις ψυχικές καταστάσεις, δευτεροπρόσωπη για
αμεσότητα επικοινωνίας γραφή, ή αντικειμενική τριτοπρόσωπη, κάποτε αγκαλιάζει
σύνολα με το πρώτο πληθυντικό, κι όλα σε κίνηση, χρώματα, πράγματα, φαινόμενα,
τόποι και άνθρωποι. Ακουστικές εικόνες από το θρόισμα μες στα λινά σεντόνια ως τη
μουγκή κραυγή, υπονοούμενες μουσικές ανάμεσα σε αναγεννησιακούς πίνακες, όλα
αυτά ζωντανεύουν, θεατρικά παριστούν, δημιουργούν το ανάλογο κλίμα μαγείας για
τον αναγνώστη. Ερωτική αύρα διαχέεται σε πολλά ποιήματα, στη συνύπαρξή της με
το φιλοσοφικό προβληματισμό. Η Λίλη Μιχαηλίδου δεν είναι μονοσήμαντη ποιήτρια.
Ο αναγνώστης θέλει το χρόνο του να εντρυφήσει.