Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Ρήνα Κατσελλή, Κερύνεια, Εκ Στόματος Γερόντων, μυθιστόρημα

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ρήνα Κατσελλή, Κερύνεια, Εκ Στόματος Γερόντων, μυθιστόρημα

Η Ρήνα Κατσελλή έχει αθανατίσει την Κερύνεια σε όλο το έργο της. Θαυμαστή είναι για όσα έχει γράψει αλλά και γιατί ο χρόνος εξατμίζεται μέσα στο έργο της, αφού αναφερόμενη στο παρελθόν, ζει το ζοφερό παρόν μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και διαγράφει το μέλλον, προσπαθώντας να μαλακώσει τον πόνο από τις πληγές και να δώσει φιλειρηνική λύση σε μια μελλοντική συμβίωση.

Όσα όμως γράφει κεντούν έντονα τον εσωτερικό μας κόσμο, τις μνήμες και τη σκέψη μας, αφού παρακολουθούμε πως καμιά αλλαγή δεν έχει επέλθει στην συμπεριφορά των Τούρκων. Η τότε τουρκοκρατία (μετά το 1571) και η νυν (μετά το 1974)  ελάχιστα διαφέρουν ή καθόλου, αφού η νοοτροπία του αγά, του κλέφτη, του άδικου  συνεχίζεται, όπως όμως και του ραγιά, πολλών δικών μας, υποταγμένων στην δύναμη του ισχυρού και ανίερου.

Κύριο θέμα του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος Κερύνεια εκ στόματος γερόντων είναι το χτίσιμο καμπαναριού στον ιερό ναό του Αρχαγγέλου και η τοποθέτηση του σταυρού πάνω ψηλά. Ήδη το 1856 με το Χάττι Χουμαγιούν επιτρεπόταν στους χριστιανούς να κτίσουν ναούς και να χτυπούν την καμπάνα. Οι Τούρκοι όμως της Κερύνειας το κρατούσαν μυστικό από τους χριστιανούς κι έτσι, ενώ από τη μια έχτιζαν οι χριστιανοί τις εκκλησιές τους τη μέρα, από την άλλη τις νύχτες οι τούρκοι τις κατέστρεφαν, ένα άθλιο φαινόμενο που επαναλαμβάνεται από το 1974, στην προσπάθειά τους να εκριζώσουν κάθε ελληνικό και χριστιανικό από τα τουρκοπατημένα άγια ελληνικά εδάφη μας.

Για να βρουν ποιοι είναι οι χαλαστές, μπήκαν σ΄έναν τάφο δυο τρεις κερυνειώτες. Όταν είδαν τους χαλαστές «οι παλάμες τους μάτωναν  καθώς μπήγονταν σε αυτές τα νύχια αθώα εξιλαστήρια θύματα της αδικίας που δεν μπορούσαν να χτυπήσουν» ενώ δηλαδή βρίσκονται μέσα στον τάφο το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να σφίξουν τόσο τις παλάμες ώστε να ματώνουν από τα ίδια τα νύχια τους. Οι ίδιοι μην μπορώντας να χτυπήσουν τον εχθρό αυτοκαταστρέφονται, κάτι πολύ δικό μας, να αλληλοτρωγόμαστε, μη μπορώντας να τα βάλουμε με τον πραγματικό εχθρό. Μας πειράζει η σκλαβιά, η αδικία, το δίκαιο του δυνατού, κι ενώ είναι μπροστά στα μάτια μας ο αίτιος, ο τούρκος, καταφεύγουμε σε αλχημείες, πολιτικολογίες που εκτρέπουν το πρόβλημα και στρέφουν στον εαυτό μας τα αίτια της καταστροφής μας.

Παρακάτω γίνεται λόγος για την χήρα του αδικοσκοτωμένου, η οποία είδε μπροστά στα μάτια της να σκοτώνουν τον άντρα της γιατί διαμαρτυρήθηκε όταν μπήκαν τούρκοι στο περβόλι τους και τους έκλεψαν. Πηγαίνει στον δικηγόρο, τον κύριο Σιακαλλή, και περιμένει εκδίκηση, δικαιοσύνη, όπως περιμένουμε και εμείς τόσον καιρό, με τόσους αγνοούμενους αλλά και συγκεκριμένα να τιμωρηθεί ο δολοφόνος του Σολωμού Σολωμού Κενάν Ακίν, υπουργός του ψευδοκράτους και πράκτορας των τουρκικών μυστικών δυνάμεων.

Παρακάτω όμως ο ίδιος ο δικηγόρος διερωτάται « γιατί  να αγοράζουμε σπίτια, γιατί πασχίζουμε να κάμουμε εμπόριο για να προκόψουμε, να αναστηλώσουμε τον τόπο, τη στιγμή που μπορούν να ρθουν οι μεθυσμένοι και να ρημάξουν ό, τι αναστήσαμε μια ολόκληρη ζωή;»

Και βεβαίως δεν είναι μόνο δικά του τα ερωτηματικά αφού κι εμάς σήμερα μάς παιδεύουν. Από την στιγμή που πάτησε η Τουρκιά στον τόπο μας, το μόνο που κάνει είναι να καταστρέφει και να εκμεταλλεύεται ό,τι εμείς με ιδρώτα και με τιμιότητα ανεγείραμε ή αποκτήσαμε.

Η απάντηση όμως έχει δοθεί προηγουμένως: «Η Τζιερύνεια έν τόπος δικός μας ΄που παλιά. Τζιαι οι εκκλησιές της έν δικές μας. Αν εφευκατίσαν τους παππούδες μας οι Φράντζιοι τζιαι οι Τούρτζιοι  τζιαι αφήκαν την να γερημώσει, εμείς πρέπει να ξανάρτουμεν πίσω, να την ξαναχτίσουμεν.»

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται, η λογοτεχνία αφήνει μηνύματα. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.